Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

"Το κάρρον" - διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη (1868 - 1916) (από τα «Πεζογραφήματα» εκδόσεις «Νεφέλη», 1988)

.............................................................
 



·"Το κάρρον" 




διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη 
  (1868 - 1916)











(από τα «Πεζογραφήματα» του Μιχαήλ Μητσάκη, εκδόσεις «Νεφέλη», 1988)


   Το κάρρον ήρχετο μακρόθεν φορτομένο χώμα. Το έσυρε μονάχο του εν άλογον, ψαρρός ροσσινάντης κάτισχνος, το ετράβα επωδύνως αναστελλόμενος σχεδόν ανά παν βήμα, όπερ έκαμνεν ασθμαίνων.
   Ο καρραγωγεύς, αθηναίος καρραγωγεύς, ωσεί τριακοντούτης, με πλατύγυρον καπέλλο και απανωβράκια πλακιώτου, παρηκολούθει εις απόστασίν τινα πεζός, έχων τας χείρας του συμπεπλεγμένας οπίσω του και περασμένο το καμτσίκι μεταξύ, βραδέως.
   Το χώμα είχε προφανώς ριφθή ενός κατά μεγάλας πτυαριάς, είχεν αρθή εις λόφον εν τω μέσω, είχε πατηκωθή εις τρόπον ώστε να μη χωρή πλέον ούτε δάκτυλον. Αλλά το άθλιον τετράποδον, εν τοσούτω, το έσυρεν ευσυνειδήτως. παρ' όλον του το φυσαλέον αγκομάχημα προυχώρει, εκινείτο, τανύον των κνημών αυτού των καλαμίνων τους μυώνας και καταβάλων πάσαν την αλκήν των αποψιλωμένων κρέατος ισχίων του. Το γηραλέον του δέρμα ήτο κολλημένον επί των πλευρών αυτού, ωσεί μεμβράνη, θα ημπορούσες δε να τας αριθμήσης ως διεγράφοντο όπισθεν, κατά ραβδώσεις, οιονεί ανάγλυφοι, χωρίς να παρεντίθεται ούτε ιδέα καν σαρκός. Αι συναρθρώσεις των κοκκάλων του εφαίνοντ' ωσεί σκελετού ανατομείου, επί ταυτώ συναρμολογηθέντος, ίνα χρησιμεύση εις μάθημα, προέβαλλον θρασέως πανταχόθεν, ενόμιζες πως τώρα το πετσί του θα ερρήγυον, διά να εξέλθουν πάσαι εν στιγμή εις φως.
   Ως έβαινεν, ηκούετ' ο κριγμός των, καθώς εν τη κινήσει συνεκρούοντο. η κεφαλή του εκινδύνευε να ακουμπήση εις την γην, κεκυρυία διαρκώς, και ο λαιμός εκαμπυλούτο και η ράχις εκυρτούτο εις τον αγώνα όστις εξηνάγκαζεν όλο το δυστυχές σώμα του να βαδίζη.
   Επί της κορυφής αυτής, προς τον αυχένα, πληγή ευρεία έχασκεν ερυθροπέλιδνος, ωσάν να αφηρέθη τμήμα τι βιαίως, τα χείλη της την περιέβαλλον κατάμαυρα, διερρωγότα, κ' εσχημάτιζον ωσεί εσχάραν κυκλικήν, εις δε το βάθος της διεκρίνετο υπολευκάζον το οστούν. Και τον κατεσκληκότα του αυτόν κορμόν περιεπτύσσετο ημίβρωτα λωρία, ιμάντες φαγωμένοι και κατάτριπτοι, ρακώδη χάμουρα συνδέοντα προς τα προβάλλοντα εξ εκατέρων των μερών κοντάρια, κρατούντ' αυτόν δεμένον προς το ραμπαδόξυλον, συνέχοντα τα πισινά του ή προσαρμόζοντα το σαμαράκι επί της σπονδυλικής του στήλης. Και ούτως είπετο κατόπιν ο του κάρρου σκελετός, τετράγωνος, το χρώμα αμαυρός, ανάλογος προς το εν αυτώ συσσωρευμένον χώμα, από σανίδων πεπαλαιομένων και μακράν δουλείαν διηγουμένων, με τους δύο του τροχούς στρογγυλούς, λασπωμένους, στρεφομένους, τρίζοντας, εντεύθεν και εκείθεν. Και έλεγες ότι ο ήχος ούτος ον εξέπεμπον, ενούμενος προς του αλόγου το κοπώδες άσθμα, ήτο ως γόος τις αόριστος και άναρθρος, παράπονον θρηνώδες όπερ έβαλλον, εν αδελφότητι καμάτου, το άψυχον ξύλον άμα και το έμψυχον τετράποδον...

***

   Διέβαινον λοιπόν, φερόμενον και φέρον, της ερήμου συνοικίας τας οδούς, αργά, υπό του ηλίου το τραχύ καύμα. Και εν τω μέσω των στενών δρόμων της, το κύλισμα του κάρρου αντεβόα, ομοιόμορφον, μονότονον, βαρύ, ξηρόν, αυστηρόν, βάναυσον, αγροίκον. Ο οδηγός του, νυσταλέος, κουρασμένος ίσως και αυτός, με το κεφάλι του χωμένο κατά βάθος υπό τους αντεστραμμένους, χαμαί νεύοντας, γύρους του καπέλλου του, εβάδιζε μη επειγόμενος, σιγών ως επιτοπολύ, ως βυθισμένος εις σκέψεις ή συρίζων πού και πού δημώδες άσμα. Από καιρού δε εις καιρόν μόνον, ως ενθυμούμενος, έβαλλε λαρυγγώδες επιφώνημα, εξέφερ' επιτακτικήν αποστροφήν προς το προβαίνον ζώον, εσφενδόνιζε μέχρις αυτού χυδαίαν βλασφημίαν, ως διά να επιταχύνη την πορείαν του.
   Δεν είχε όμως καν ανάγκην επικλήσεως το αχθοφόρον κτήνος, ως εφαίνετο. Διότι αν και βραδέως, υπείκον εις κτηθείσαν πολυχρόνιον έξιν, παντοιοτρόπως ασκηθέν, εις μόχθους εγκαταβιώσαν ασυνήθεις, εξετέλει το καθήκον του δεόντως, εφόσον το επέτρεπεν η δύναμις.
   Αναίσθητον προς του μεσημβρινού ηλίου τας ακτίνας, αφρόντιστον προς της ιδίας του ισχύος την προφανή έλλειψιν, αδιάφορον προς του φορτίου το υπέρογκον, εναλλάσσει επαλλήλους τους ασθενείς πόδας του, διαμείβει τας ισχνάς του κνήμας, μηκύνει τους μηρούς, κάμπτει τα γόνατα. Απλώνεται το αργασμένον του τομάρι υπό την προσπάθειαν, συστέλλεται ή εκτυλίσσεται, ρικνούται ή τεζάρεται, να ευκολύνη των ιστών το παίξιμον. Στηρίζονται αι οπλαί του εις το έδαφος στερρώς, τα νεύρα τείνονται, ανδρίζονται τα γυία, κοπιάζουν αι ιγνύς.
   Από του λευκωπού μετώπου του, κατά χονδράς σταγόνας πίπτει ο ιδρώς, θρόμβους ογκώδεις, επαφίνοντας ευρείαν την κηλίδα καταγής. Παρίσταται εν γένει προικισμένον υπό κατοχής παθητικής μεγάλης, ήτις πολλάκις είναι μάλλον χρήσιμος, παρά αυτή η ενεργός ρώμη. Τα βλέμματα έχει προσηλωμένα σταθερώς προς τα εμπρός, κ' αι παρωπίδες εμποδίζουν να κυττάξη πλάγια. Αλλά η όρεξίς του, και χωρίς αυτών, δεν θα το εκινούσε να ιδή τι τρέχει τάχα γύρω του. Ίσως μάλιστα, ούτε και κάτω που κυττάζει βλέπει απολύτως τίποτε.. Όλας του τας δυνάμεις φαίνεται να τας συνεκέντρωσεν ανεπιγνώτως στην δουλειά του και εις αυτήν μόνον να προσέχη. Το βάδισμά του, με όλην την κατά στιγμήν αναστολήν του, διά να αναπνέη, είνε εν τούτοις συνεχές και αμετάβλητον, όπως επίσης συνεχής και απαράλλακτος ο συνοδεύων τούτο γόος των τροχών και ο βαθύς ανασασμός του. Μηχανή θα επίστευες, άπαξ εις κίνησιν τεθείσα, και πιστώς ακολουθούσα την δοθείσαν αυτή εύθυνσιν. Κάποτε ουχ ήττον τυχαίνει να σκοντάψη αιφνιδίως εις λιθάριον, πέτραν τινά κυλισμένην ανά την οδόν, και παρεκκλίνει δι 'έν λεπτόν, τρεκλίζει δεξιά και αριστερά, χάνει ολίγον την ισορροπίαν του. Ριπτάζεται δ' ευθύς επί τους άξονάς του το επόμενον τετράγωνον κιβώτιον, κλυδωνίζεται και παραπαίει. Πλην, δεν αργεί να αναλάβη τον τακτικόν δρόμον του και να τραβήξη πάλιν αχρονοτριβεί, να επανεύρη την οικείαν του φοράν. Και υπό τ' ανοικτά των οίκων όμματα, εν τω κονιορτώ, επί του αυχμηρού εδάφους, άγει το σαρκίον και το κάρρον του, με ήθος φιλοσοφικόν, και αποφασισμένον να βαδίζη αιωνίως.

***

   Όμως, ως έφθανεν εις της οδού το άκρον και εστρέφετο προς τ' άνω, απροόπτως, αποτόμως, συνεκόπη. Ο στενός δρόμος διετέμνετο κατά το πλάτος του από βαθείαν αύλακα, σκαφείσαν τις οίδεν από ποίον, κ' ενούσαν προς αλλήλους τους δύο εκατέρωθεν υπό τα κράσπεδα των λιθοστρώτων ρύακας, τους οχετούς δι' ων εκρέουν τα νερά των αγυιών.
   Επειδή δε τα ύδατα που χύνονται στην γειτονιά είναι πολλά και εκ των αυλών τριγύρω αι οικούσαι πλύστραι τ' απορρίπτουν αδιακρίτως και απαύστως, η αύλαξ αύτη ήτο πλήρης πάντοτε και εκχειλίζουσα, είχεν εξαπλωθή επί του δρόμου, κατέφαγε το χώμα πέριξ, διήθησε τα νερά της εις την γην και την εσάπισε, την εβαθούλωσεν εφ' ικανόν, και εσχημάτισεν ως μικρόν τέλμα, εις το οποίον εκαταστάλαζαν και τα εκ της βροχής τυχόν, αλλά ιδίως εφιλοτιμούντο να μη το αφήσουν πώποτε να ξηρανθή οι εκ των πλύσεων υπόλευκοι θολοί σαπωνοχείμαρροι. Ηπλούτο δε το τέλμα τούτο μέσα εις το πέρασμα και ήτο αδύνατον να διέλθη ζώον χωρίς να πατήση εις αυτό και διαβάτης δίχως να πηδήση από μέρος τι στενόν.
   Εισέβη επομένως, αναγκαίως, εις τον λασπώδη αυτόν χώρον, επροχώρησε το άλογον, συνέρριψε το κάρρον, κ' επλατάγησαν οι δύο του τροχοί εντός του λιμνάζοντος βούρκου. Ανήλθε δε επί την όχθην με τα πέταλα βρεγμένα, εξεκίνησεν έσυρε διά να εξακολουθήση την πορείαν. Αλλά, ορμητικώς, βιαίως, οιονεί διά χειρός τραχείας, ως έτεινε το σώμα προς τα πρόσω, εκρατήθη διά μιας, εμποδίσθη ισχυρώς την κίνησιν, αντεστράφη εν πατάγω την φοράν, ετραβήχθη ακουσίως προς τα όπισθεν, εκόλωσεν, επεδικλώθη, εξωλίσθησε τους τελευταίους πόδας του εντός του τέλματος εκ νέου, εκινδύνευσε να καταπέση. Είχαν κολλήση εις τον βούρκον οι τροχοί και ενεπάγησαν εις την ιλύν βαθέως, εχώθησαν εις το ελώδες, υγρόν, μαλακόν έδαφος, εβούλιαξαν με δύναμιν και δεν υπήκουσαν πλέον εις το τράβηγμα.
   Επί των λιποσάρκων του σκελών συνεκραδάνθη το τετράποδον, διεσείσθη, εδοκίμασε να ξανααναβή από την όχθην, εκρατήθη πάλιν εξωπίσω από το κάρρον, ηθέλησε και αύθις, επιτείνον την ισχύν του, αντεσύρθη πεισματωδώς διά των λωρίων κ' ηναγκάσθη να σταθή.
   Κλίνει λοιπόν εντεύθεν και εκείθεν, ωσεί θέλον να απαλλαχθή, κτυπά επάνω στα κοντάρια, επιχειρεί κινήματ' άτακτα προς διευθύνσεις διαφόρους, αλλά δεν κατορθώνει τίποτ' εντελώς και προσλαμβάνει μόνον στάσιν ασυνήθη, ως δεσμώτου επιθυμούντος να εξέλθη των δεσμών του, με τον ήμισυν κορμόν του υψηλότερον πολύ του υπολοίπου. Ανιών όμως καθώς φαίνετ' εν αυτή, σαλεύεται και πάλιν, προσπαθεί να οδεύση οπωσδήποτε, τραβά. Πλην, οι κατάτριπτοι ιμάντες του αντέχουν εν τοσούτω αρκετά, το έλκουν προς το ραμπαδόξυλον στερρώς, καργάροντ' ερρωμένως και παραλύουν πάσαν του ορμήν. Τότε κ' εκείνο δίνει μίαν προς τα πίσω υποχώρησιν σφοδράν, πλήττει τα νώτα προς το κάρρον, το κινεί, ωσεί επιθυμούν να καρκινοβατήση και να βγη τοιουτοτρόπως απ' τον βούρκον, αντιστρόφως. Αλλά κ' εις τούτο δεν επιτυγχάνει περισσότερον. ανταπωθείται, ξεγλυστρά, επαναφέρεται εις την προτέραν θέσιν του και κατιδόν το μάταιον του κόπου, εναπέμεινεν εκεί.

***

   Ο άνθρωπος, συρίζων την στιγμήν εκείνην και προσβλέπων εις την γην, δεν εκατάλαβεν αμέσως ό,τι έγινεν. Αλλά ακούων παύσαντα τον θόρυβον του κάρρου, ήγειρε την κεφαλήν και είδε τούτο ανελπίστως στηλωμένον εις τον τόπον του. Αυθωρεί δε καταληφθείς υπό θυμού ακατασχέτου, λύει τους βραχίονας, ραγδαίον σκάζει το καμτσίκι στον αέρα ηχηρώς εν απειλή, ερεύγεται εις ορυγμόν τινά, ορμά, κάμνει τρία τέσσερα πηδήματα και βρίσκεται ευθύς εις το πλάγι του. Και δίχως να κυττάξη, δίχως να προσέξη, κατεβάζει την μακράν του μάστιγα εις τα πλευρά του ζώου άπαξ, δις, τρις, εικοσάκις, βλασφημών εν ύβρει, απευθυνόμενος αυτώ καθώς προς όμοιόν του:
   -Το σταυρό σου μέσα, ψοφίμι. Σα στραβός πήγες να πέσης μέσα, βρε κερατά!
   Προς τα κτυπήματα, το άλογον μετεκινήθη μετά κρότου επί τα εμπρός, ετέντωσε τον τράχηλον, συνεκύρτωσε την ράχιν, προέβαλε τους πόδας κ' επροσπάθησε να σύρη. Ασκόπως όμως, διότι το εμβύθισμα του κάρρου δεν είναι μικρόν, χρειάζεται δε δύναμις πολύ μεγαλυτέρα της ιδικής του να το βγάλη. Αλλά και πάλιν ο καρραγωγεύς κτυπά σφοδρώς, μαστίζει τα οπίσθια, τους μηρούς, τας κνήμας, την κοιλίαν, τον λαιμόν εκβάλλει ωρυγάς επιταγής, φοβέρας, ενθαρρύνσεις, και το τραβά συγχρόνως εκ του χαλινού και βλασφημοκοπεί και υβρίζει.
   Το ζώον, προδήλως, δεν είν' ευχαριστημένον και οξέως συναισθάνεται το άλγος των πληγών επί του ταλαιπωρημένου κορμιού του. Κρατούμενον εκ των ηνίων από του ανδρός, έλκει τον σκελετόν του κάρρου τον πηγμένον εις την γην. Πλην και το δεύτερον, και τρίτον, αποκάμνει, μάχεται, παιδεύεται ανισχύρως και οπισθοβατεί και σκουντουφλά και συνταράσσεται. Όσον όμως αυτό φιλοτιμείται, τόσον ο καρραγωγεύς, βλέπων αδίκως παρερχόμενον τον χρόνον, επιμαίνεται αυτώ και νευρικώς χειρονομεί, κινείται αδιακόπως πέριξ του, πλήττει το σώμα του εξ όλων των μερών, το παροτρύνει, δαιμονίζεται μωρώς να το ωθήσ' εις δρόμον, ανακραυγάζων εις βραγχώδεις, οιονεί εγγαστριμύθους, επικλήσεις:
   -Έι!... Έι... Να χέσω το γονιό σου ψοφάλογο!... Έι... το χριστό σου, άτιμο... Βρε ουστ!... Μπα, να πάρ' ο διάβολος το κεφάλι σου, κερατά. Έι!... Χέι... Σςςς..
   Παραφέρεται δε, δεινώς περιρρεόμενος υπό ιδρώτος, τινάσσει μεταξύ των χειλέων του τα γκέμια, και μη αρκούμενος εις το καμτσίκ', εν τη οργή και τη ανυπομονησία του πατάσσει επικουρικώς αυτό και διά των ιδίων του ποδών και χειρών, εν λακτισμοίς και γρόνθοις.
   Όλον το λαϊκόν βλασφημολόγιον εκβράζεται ροχθών από το στόμα του, ως από καταρράκτου βρωμερός αφρός. Εν τη στενή οδώ, παρά την τελματώδη αύλακα, ονόματα Θεού, Χριστού, Σταυρού και Παναγίας περιΐπτανται, ανέρχονται εις τον αέρα, διασχίζουν το κενόν, κατεμπτυόμενα, βορβοροκυλιόμενα, παντοίως εκπορνευόμενα. Κ' ενώ ο κύριός του ασχολείται να ξερνά απάνω του την φούρκαν του, το ζώον επανειλημμένως κατατρίβεται εις αποπείρας συνεχείς, παλαίει, αγωνίζεται και άχθεται και εξαντλείται ατυχώς εις δοκιμάς. Εν τούτοις, μίαν από τας πολλάς, ο οστεώδης ροσσινάντης έβαλε τα δυνατά του και κατώρθωσε να αποσπάση τον δεξιόν τροχόν. Τον εξεκόλλησε σχεδόν και, πλήρη βούρκου αποκάτω, τον ετράβηξε να τον ανεβάση εις την όχθην. Αλλά, προσκρούσας κατ' αυτής, γλοιώδης ήδη, παρευθύς εξανακύλισεν εκείνος, άλλωστε κρατούμενος κ' εμποδιζόμενος από τον κολλημένον σύντροφόν του, έπεσε όπου και πριν ήτο, κατετράνταξε το άλογον κ' εχώθη έτι μάλλον βαθύτερον. Απελπισθέν φαίνεται το κτήνος, επανέλαβε την αρχικήν του στάσιν, με τους αστραγάλους βρεχομένους, προσεπασσαλεύθη ακινήτως, ανεβοκατεβάζον μόνον παραδόξως τον αυχένα, ως αρνούμενον να εξακολουθήση τον αγώνα.

***

   Παρά τον κάρρον το σταθμεύον δεν εβράδυναν να συσταθμεύσουν εντός ολίγου και οι απαραίτητοι περίεργοι των δρόμων. Και ενώ τέως επεκράτ' εις την οδόν η ερημία, βλέπεις εξαίφνης τον δουλάκον του γειτονικού μπακάλικου να αποσπάται εκ της θύρας και να προσέρχεται, ένα παιδί πηγαίνον ή ερχόμενον απ' το σχολείον του να σταματά, άλλο να ξεμπουκάρη, τρέχον από την γωνίαν, του καφφενέ της συνοικίας υπηρέται να σας προσκομίζουν νωχελώς την κυματίζουσαν ποδιά των και την λαδωμένην των χωρίστραν, έναν παπά να εμφανίζεται ως να τον είχατε παραγγελίαν, και άλλους άμα, ούτω, πολυειδείς, πολυπληθείς, και να χαζεύουν γύρω, να παραμένουν απ 'αρχής μέχρι του τέλους, να κυττάζουν, να λαμβάνουν μέρος, να εκφέρουν κρίσεις, ν' αφήνουν την δουλειάν των ή τον δρόμον των και να περνούν με το συμβάν την ώραν των.
   Εν μέσω λοιπόν του αναποφεύκτου αυτού χορού, ο καρραγωγεύς κραυγάζει και βοά και ερεθίζεται και αγριούται. Και βλέπων ότι με το τράβηγμα δεν κάμνει απολύτως τίποτε, αποφασίζει να το σπρώξη και αυτός οπίσωθεν.
   -Κράτα το μωρέ συ λιγάκι από τα γκέμια, να μπω αποκάτου, το σταυρό του μέσα" - λέγει αποτεινόμενος προς ένα εκ των παρεστώτων. Βάστα και συ δω μωρέ, μια στιγμή - λέγει προς τον δουλάκον του μπακάλικου. Τράβα του μωρέ στα παΐδια, άλλαχτου το Χριστό, να πάρη ο διάολος το γονιό του, του κερατά!
   Παραδίδει δε λέγων την μάστιγα εις του μπακαλόπαιδος τας χείρας και τους χαλινούς στον άλλον, και πηγαίνει από πίσω απ' το κάρρο, κύπτων μικρόν, σχεδόν εντός του τέλματος, πειράται να το υπεγείρη διά των βραχιόνων. Εκείνοι δε, ως ευχαρίστως περιμένοντες ν' αναμιχθούν, αρχίζουν παρευθύς ο μεν να αναπάλλη εις το στόμα του αλόγου τα ηνία, να τα σύρη, να το τυραννή να τον ακολουθήση προχωρούντα, και ο δε να καταφέρη μεθ' ορμής την μάστιγα.
   Ο άνθρωπος, δυσκόλως προσπαθών να μη χωθή και ο ίδιος εις τον βούρκον, τα σκέλη διεστώτα, την οσφύν συγκεκαμμένην, τα μανίκια σηκωμένα, δοκιμάζει ν' ανυψώση πως το κάρρον, να του δώση δύναμιν, ώστε, προβαίνοντος κατά τι του αλόγου, να βρεθή εις την ιδίαν επιφάνειαν του όχθου, να το ξεκολλήση διά μιαςκαι να τον υπερβή.
   Πλην, εκτός του ότι είναι κολλημένον αρκετά καλά, έχει και βάρος ουκ ολίγον, κ' εντείνει την προς την γην πίεσιν το αδρόν του φορτίου. Άδικα λοιπόν σφίγγεται και κατακόπτει τας παλάμας του τας τραχυδέρμους υπό των σανίδων την σκληρότητα, πορφυρούς την όψιν, με το αίμα ερυθραίνον τον λαιμόν του, αναβαίνον κατά κύματα, κάθυγρος το μέτωπον. Και κατορθώνει μεν ν' ανασύρη και αυτός τον ένα των τροχών, αλλά ο άλλος επιμένει. και όταν κάνει να εγείρη και εκείνον, επαναπίπτει ο ανεγερθείς εν παφλασμώ.
   -Μωρ' είναι βουλιαγμένο για καλά, παρατηρεί τις των θεατών.
   -Μωρέ μια σταλιά τόπος κι έχει τόση λάσπη! συμπεραίνει δεύτερος, περιβλέπων γύρωθεν το τελματίδιον.
   -Αμ' είναι κι ο όχτος που δεν τ' αφίνει, προσθέτει άλλος. Δε γλέπεις, να, κείνος ο τροχός ξεκόλλησε και χτυπάει και ξαναπέφτει.
   Κάτωθεν του κάρρου, σχεδόν εντελώς παρά το έδαφος, ο καρραγωγεύς κατέβαλεν ήδη ισχυράν προσπάθειαν. Ευτυχών δε να το ανυψώση περισσότερον ή πριν, έκαμεν επίκλησιν προς τους παρισταμένους.
   -Βοηθάτε μωρέ παιδιά και σεις λιγάκι αποφτού, να βγη κι άλλος...
   Δυο τρεις εκ των βλεπόντων, εργατικοί άνθρωποι, δεν απέστερξαν την πρόσκλησιν, προσελθόντες δε και τοποθετηθέντες καταλλήλως ήρχισαν και αυτοί να σπρώχνουν, οι μεν τον ατίθασον τροχόν, οι δε τον σκελετόν του αμαξίου. Παθαίνονται δε και οι ίδιοι μετ' ολίγον, ανθισταμένου έτι τούτου, και ιδρώνουν παρομοίως και ασθμαίνουν και κλίνουν τον κορμόν του σώματος και ολισθαίνουν τεντωνόμενοι επί των εμπροσθίων των δακτύλων των ποδιών, εκβάλλοντες επιφωνήσεις ενθαρρυντικάς, προτρεπτικάς, προς εαυτούς τε και αλλήλους, προεξάρχοντος του ενδιαφερομένου.
   -Χάιντε!... Άιντε, μωρέ παιδιά! Άιντε! Άι μωρέ άτιμο, την Παναγία σου μέσα. Έι!... Έι!...
   Κ' εν τω μεταξύ ο συγκρατών τους χαλινούς, τραβά εμπρός ανηλεώς το άλογον και ο δουλάκος του μπακάλικου καταμαστίζει τα πλευρά του.
   Ούτως, ωθούμενον ρωμαλέως και σφοδρώς, το κάρρον συγκλονείται όλον, συγκινείται, κυμαίνεται πέρα και δώθε, τρίζει, κρίζει, σίζει, προσκρούει κατά των πισινών του τετραπόδου και πηγαινοέρχεται. Το άλογον εξ άλλου, πληττόμενον, σκουντώμενον, δερόμενον, συρόμενον, εκβιαζόμενον, κινείται και αυτό παντοιοτρόπως επί της θέσεώς του, ανανεύον τον λαιμόν διαρκώς, ως παριστάνον το αδύνατον του πράγματος. Κινούνται δε και συντινάσσονται απαύστως και τα επ' αυτού. το σαμαράκι και η λιμαριά κι η πισινέλα κινδυνεύουν να εκφύγουν, σείονται τα καφάσια, τα κοντάρια, τα επανωκάπουλα και οι τροχοί, επιθυμούντες να στραφούν επί του σιδηρού των τριγκιλίου και, αποτυγχάνοντες, οιμώζουν.
   Τέλος, εν υπερτάτη εντάσει νεύρων και μυών, αλκή οργίλη, εξέσπρωξαν αυτό από της λάσπης, το ξεκόλλησαν, το απεβύθισαν, ως εναέριον το ανέβασαν επί του όχθου, το συνεπήραν επί τον ανήφορον, έκφρων δ' εκ των μαστιγωμάτων και των κραυγών ο ροσσινάντης, ελευθερωθείς, τρέχει πλέον εν σπουδή, εξαπολύεται δρομαίος, πηλαλά. Κρατών δ' αυτόν από του χαλινού, παραπλεύρως νυν, τρέχων τώρα και αυτός, θυμώδης, τον απάγει ο καρραγωγεύς, τον μαστιγώνει αδιακόπως, του κατεβάζει το καμτσίκι στα πλευρά, στα λαγαρά, εις τα καπούλια, στα σφυρά, βρυχώμενος: "την Παναγία σου! Το Χριστό σου", αδιαλείπτως και σκληρώς.
   Εκ του πεζοδρομίου του πλαγινού δρόμου, προς ον μετά πατάγου φέρεται, ανέρχεται κυρία τις μεσόκοπος, φορούσα μαύρα, σεβασμίου εξωτερικού, είδος τις Ροζούς, με τας κορδέλλας του καπέλλου της περιπλαισιούσας το ισχνόν της πρόσωπον, κρατούσα εις χείρας μπόγον τυλιγμένον με χαρτί. Νοικοκυρά τις αγαθή ως φαίνεται, ήτις θα πήγε να ψωνίση στα εμπορικά και επιστρέφει εις τον οίκον της. Και είδεν η καλή γυνή το πράγμα, προσέβλεψε το άλογον και τον καρραγωγέα και του αθλίου τετραπόδου την φυγήν και τις πληγές που καταφέρει πάντοτ' επ' αυτό ο κύριός του, και εν αγανακτήσει, απευθυνομένη προς αυτόν, έρριξε διά μιας οξείαν φωνήν:
   -Βρε, βρε, βρε, τι το χτυπάς έτσι, μην το χτυπάς, βρε! Ω, το καϋμένο, τι βάρβαροι άνθρωποι, τι βάρβαροι!... Βρε, βρε, μην το χτυπάς έτσι..."
   Απομένει δ' εστραμμένη προς το φεύγον κάρρον βάλλουσα τας κραυγάς αυτής, και αποβλέπει προς αυτό και ξεφωνίζει σχετλιαστικώς, κινούσ' ασυνειδήτως εις τον αέρα και τον μπόγο της.
   Αλλ' ο καρραγωγεύς, εξαφανιζόμενος ήδη εκεί κάτω εντός νέφους κονιορτού, επαναστρέφων βιαίαν την κεφαλήν υπέρ την ψωραλέαν χαίτην του αλόγου του, αγρίως:
   -Το σταυρό σου και σένα, βραχνοφωνεί, "γρηά καρακάξα!... Πού να σε βρούμε σένα την πολιτισμένη, να το ξεκολλήσης δίχως ναν το βαρέσης!...

                                                    (Εθνικόν Ημερολόγιο, 1892)



Δεν υπάρχουν σχόλια: