Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Το απομεσήμερο ενός φαύνου» Διήγημα του Αργύρη Χιόνη (1943 – 2011)

.............................................................



 


·        
«Το απομεσήμερο ενός φαύνου»

         Διήγημα του Αργύρη Χιόνη (1943 – 2011) 

από το βιβλίο του «Έχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες» (εκδ. ΚΙΧΛΗ, 2016)

 

                                                   “Never – never more”
                                            E.A. POE, “The raven”



   ΑΥΤΗ ΕΙΧΕ ΜΟΛΙΣ κλείσει τα είκοσι τρία· αυτός πλησίαζε τα εξήντα. Αυτή είχε εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, αλλά ανυπομονούσε ήδη για αναγνώριση, για καταξίωση. Αυτός, αφού είχε φτύσει αίμα και περάσει δια πυρός και σιδήρου, εθεωρείτο καταξιωμένος ποιητής και κριτικός.
   Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου και ήσαν ξαπλωμένοι, ολόγυμνοι, επάνω στο κρεβάτι του. Πριν από λίγο είχαν κάνει έρωτα· αυτή με βαθιούς στεναγμούς και πνιχτές κραυγές «ηδονής»· αυτός με ιδρώτα και άγχος για τη λειψή στύση του.
   Αυτή είχε αποκοιμηθεί· αυτός, ξύπνιος και γερμένος στο πλάι, προς το μέρος της, άκουγε την ήσυχη, αμέριμνη ανάσα της και περιεργαζόταν το κορμί της. Ο ύπνος την είχε κερδίσει σε ύπτια στάση, αλλά τα στήθη της δεν κρέμονταν δεξιά και αριστερά· σφιχτά σαν λεμόνια, σημάδευαν με ρώγες όρθιες το ταβάνι. Τα μπράτσα ήσαν αλαβάστρινα, στομάχι και κοιλιά καμπύλωναν προς τα μέσα, χωρίς ωστόσο να εκθέτουν τα παΐδια του υπερκείμενου θώρακα. Το τρίχωμα του εφηβαίου κατάμαυρο, πυκνοϋφασμένο βελούδο, οι μηροί, κρουστοί, δεν ξεχείλωναν πάνω στο στρώμα· το ίδιο και οι γάμπες. Τα γόνατα διακριτά και τέλεια σμιλευμένα. Όσο για τα πόδια – αχ, τα πόδια! -, δύο κομψοτεχνήματα, με λεπτουργημένους αστραγάλους, τέλεια πέλματος καμπύλη και ακροδάχτυλα σαν ρόδινες, στριφτές καραμελίτσες που σου ‘ρχόταν να τις γλείφεις μέχρι να λιώσουν μες στο στόμα σου.
   Απ’ τα δροσάτα πόδια της, στα μαραμένα τα δικά του πέρασε το βλέμμα του και, από κει, στις αχαμνές του γάμπες ανηφόρισε, στ’ αρθριτικά του γόνατα και στους σακουλιασμένους του μηρούς. Στο σμίξιμό τους αντίκρισε, με δέος, τα τζούφια αρχίδια του, στεφανωμένα από γκρίζες γουρουνότριχες, και, λίγο πιο ψηλά, τη χαλαρή κοιλιά που, όπως ήτανε γερτός στο πλάι, πάνω στο στρώμα είχε κυλήσει. Μίσος και αηδία τον κατέλαβαν για το παρηκμασμένο του κορμί. Η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε και, αφού ο ύπνος δεν έστεργε, ως παρηγορητής, τα μάτια του να κλείσει, το χέρι άπλωσε κι απ’ τη βιβλιοθήκη, πλάι στο κρεβάτι, ένα βιβλίο ανέσυρε, στην τύχη, και στην τύχη (τι φρικτή, Θεέ μου, τύχη!) στην εβδομηκοστή ενάτη το άνοιξε σελίδα κι άρχισε να διαβάζει:

   Πάει κιόλας χρόνος από τότε που ο Φαρίντ πήρε τη Ναάμα γυναίκα, και κάθε πρωινό το αντρόγυνο κάτω από τις αλέες τριγυρνά, που οι φυλλωσιές τους το ξανάνιωμα του έρωτα θροΐζουν.
   Όμως εκείνοι προχωρούν, ο ένας πλάι στον άλλον, αργά αργά, λες και ξεπροβοδίζουνε νεκρό στο μνήμα, λες και τη μουσική δεν αγρικούν των δέντρων, δίχως να λεν μια λέξη, δίχως ούτ’ ένα βλέμμα ν’ ανταλλάζουν.
   Μέρα με τη μέρα, της Νάαμας τα μάτια βαθουλώνουν, χλωμιάζουνε τα μάγουλά της.
   Κι εγώ φαντάζομαι με πόση ηδονή θα αφουγκράζεται, μες στη σιωπή της νύχτας, πλαγιασμένη πλάι στον Φαρίντ, ολόγυμνη, το αργό, μα σταθερό έργο του θανάτου στου γέροντα το σώμα, το τρίξιμο το σιγανό που κάνουν οι κλειδώσεις του, καθώς, μία προς μία, τις θρυμματίζει ο χρόνος, το αδιάκοπο της ύπαρξής του ξεχαρβάλωμα.
   Όμως, το γλυκοχάραμα, όταν την παίρνει ο ύπνος, εκείνος γέρνει απάνω απ’ το κεφάλι της ομορφονιάς και, σαν θεριό που το μυαλό της λείας του ρουφά, τα χαρωπά της όνειρα ταράζει. *

Του ήρθε σκοτοδίνη, του ήρθε να σκοτώσει άνθρωπο. Σκότωσε μόνο ένα κουνούπι που ‘χε την ατυχία πάνω στην επίμαχη σελίδα να προσγειωθεί, την ίδια ακριβώς στιγμή που έκλεινε με πάταγο και καταγής πετούσε το βιβλίο.
   Το λαχταριστό στο πλάι του κορμί λαχτάρησε, σήκωσε το κεφάλι απ’ το μαξιλάρι και, τρομαγμένο, ρώτησε: «Τι έγινε, αγάπη μου, τι έπαθες;» Τότε αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά, τα υπέροχα μεταξωτά μαλλιά της, και δυο απανωτά τής έριξε σκαμπίλια, φωνάζοντας: «Μα πώς τολμάς, μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;!»
   Ύστερα, πριν προλάβει αυτή ν’ αρθρώσει λέξη, φόρεσε ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι εσπαντρίλιες και πήρε τους δρόμους, να την αφήσει μόνη, να μην τη δει να φεύγει, να τον αφήσει, επιτέλους μόνο.
   Επέστρεψε μετά από μια ώρα. Το σπίτι ήταν άδειο· ο Παίκτης Δίσκων Συμπαγών έπαιζε ακόμη το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου. Πάντα στην επανάληψη το έβαζε εκείνο το κομμάτι, κάθε φορά που έκανε έρωτα. Ενίσχυε την ελλιπή του στύση, την έκανε πιο συμπαγή. Έτσι νόμιζε. Τώρα, ωστόσο, πλησίαζε τη συσκευή και, μουρμουρίζοντας, με κάποια θλίψη, ειν’ αλήθεια, αλλά με πιο πολλή ανακούφιση. «Ποτέ – ποτέ πια»,** την έκλεισε.




*Σημείωση: Πρόκειται για το ποίημα «Συζυγική ζωή» από τη συλλογή Το περιβόλι της αγάπης αγνώστου Άραβα ποιητή που έζησε στη Γρανάδα (Ισπανία) τον 10ο ή 11ο αιώνα (εκδ. Ηριδανός, 1982, σ.79-80). Η μετάφραση (εδώ ελαφρώς πειραγμένη, ώστε να δένει με τον ρυθμό του δικού μου κειμένου) οφείλεται στον Κώστα Τρικογλίδη, μεταφραστή επίσης του μνημειώδους έργου Χίλιες και μία νύχτες.
**Σημείωση: Τόσο ο Stephane Mallarme’, που έγραψε το «Απομεσήμερο ενός φαύνου», όσο και ο Claude Debussy, που συνέθεσε το συμφωνικό ποίημα Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου, ήσαν λάτρεις του Edgar Allan Poe· ο δεύτερος, μάλιστα σχεδίαζε (τον πρόλαβε όμως ο θάνατος) να συνθέσει μια όπερα με θέμα την «Πτώση του Οίκου των Άσερ».

(Αμφότερες οι σημειώσεις είναι του Αργύρη Χιόνη)





Δεν υπάρχουν σχόλια: