Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

"Η Γυναίκα του Μαλή", διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 - 1940)

.............................................................










Ζαχαρίας Παπαντωνίου
(1877 - 1940) 










·       «Η Γυναίκα του Μαλή»

διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877 – 1940)

(Από «Τα διηγήματα», εκδόσεις Νεφέλη, 1990)




   Ελάβαινα συχνά τέτοια γράμματα:
              «Ληπών να φρωντήσης ις τον βασιλέα να μου δόσι χάριν να έβγο από την φιλακήν ν’ αφίσο έξω τα κώκκαλά μου.»
   Άλλο γράμμα:
              «Εδό ις το Ρίον η θάλασσα μπένει μέσα στη φυλακή και οι τοίχοι ίνε βρεμένοι και αισάπισα δεκαπαίνται χρόνια και να κάμεται τα δαίοντα για να τείχω χάρην.»
   Άλλο γράμμα:
              «Επαιθύμισα τον ήλιο και αν τύχη κε λάβο χάρην κε ιδώ τον ήλιο ο Θεός που κρίνει να σας κάμι το καλώ επειδίς κε είναι μεγάλη συφορά να διαβαίνη ο ήλιος έξω από μας κε να μη μπαίνη μέσα. Φυλακή θα ειπή να γένεται ο άνθρωπος ζώο καθώς είναι το γομάρι και το βώδι στο στάβλο. Κε αν ίταν μαιγάλο το αμάρτιμά μου μα άνθρωπος εγενήθηκα κ’ είναι του Θεού κρίμα να σαπίσω μέσα στο νερό κι’ αρκετά χρόνια εσάπησα κε δεν πιστέβο η πολιτεία να θέλοι να με τιμορίση άλλο, τι θα κερδίση να πάροι τα κόκαλά μου. Κε να φρωντήσης, καθό πατρειώτες να πάρω χάρη να ζήσω το υπόλοιπο, όσες μέρες μού ίνε γραμμένες κε σε χερετό δούλος σας

                                        Ιωάννης Μαλής, του Ξενοφώντα,
                                       Από Γρανίτσα δήμος Απεραντίων
  
   Τέτοια λερωμένα χαρτιά μούστελνε με γράμματα μεγάλα που προχωρούσαν σκουντώντας το ένα τ’ άλλο σα μεθυσμένοι, ο Μαλής, ο φυλακισμένος στο Ρίο. Μα ποιος ήταν αυτός; Πού με ήξερε; Πού τον ήξερα; Μού είπαν πως μια φορά – θα ήμουν τότε δυο χρονών παιδί – αυτός, φυγόδικος, περνούσεν απ’ τα συγγενικά μας σπίτια. Κάτι τέτοιο μούχε μείνει στο νου. Θυμούνται τα μάτια μου έναν ψηλόν έμορφον άνθρωπό, βαρύν απόλεπίδες, πιστόλες, κι’ αλυσίδες, που έσκυβε να με χαϊδέψη και με φόβιζε. Αυτά όλα πολύ θολά. Σαν όνειρο. Και τώρα με τα γράμματα που φέρνουν την παραπονεμένη εκείνη φωνή και το σκοτάδι της φυλακής – αυτό το αχνό πράμα όλο ζωντανεύει. Είχε σκοτώσει, καθώς μαθαίνω τώρα, το φονιά του ξαδέρφου του. Πήρε τα βουνά. Τίποτα κακό δεν έκανε. Κ’ επειδή δεν πείραζεν άνθρωπο, δεν τον πρόδωσε κανένας. Μα γύριζε δεκαπέντε χρόνια για να γλυτώση τη φυλακή, κ’ ενώ χτυπιόταν με τ’ αποσπάσματα και λαβωνόταν κ’ επλήγωνε στρατιώτες, ξέφευγε πάλι και μη θέλοντας να μπη στη φυλακή κατάφερνε μολαταύτα, έτσι κυνηγημένος, να φροντίζη από μακρυά τη γυναίκα του και να πετιέται κάποτε στο φτερό να τη βλέπη κρατώντας την ανάσα του. Σε δεκαπέντε χρόνια, κουρασμένος απ’ τη ζωή παρουσιάστηκε. Καταδικάστηκεν είκοσι χρόνια, τον ρίξαν στο Ρίο και ξεχάστηκε… Μια φορά ξεσκαλίσαμε τα χαρτιά του και πήρε χάρη. Μόλις εγλύτωσε ήρθε να με ιδή. Ψηλός, κοκκαλιάρης, κουρελής, μ’ άρπαξε δυνατά και με φίλησεν αγκυλώνοντας το πρόσωπό μου με των άγριο θάμνο των γενειών του.
   -Μεγάλωσες, ε; Έγινες άντρας! Μα εγώ γέρασα! Δεκαπέντε φυγόδικος, δεκαπέντε φυλακή… Νάεισαι καλά που με γλύτωσες, καλό νάχης!
   Δίπλωσε το πελώριο σώμα του και κάθησε. Έστριψεν ένα τσιγάρο, τόβαλε στην πίπα του, πίπα της φυλακής που την είχε γεμίσει σκαλίσματα, άστρα, λουλούδια, κεφάλια ζώων, χρονολογίες, και χαμένος σε σύννεφα καπνού κύτταξεν απ’ το παράθυρο μακρυά, πολύ πέρα… Ύστερα σούφρωσε τα φρύδια του, μεγάλα σα μουστάκια.
   -Ορέ, τι την ήθελα τη χάρη! είπε. Τι να την κάνω! Ορέ, τέτοιο παλιόκορμο πούγινα τώρα, σαπισμένος μεσ’ το Ρίο, είναι να γλέπω τον ήλιο; Μ’ έβγαλες! Κ’ ύστερα; Τι να γίνω τώρα; Εξήντα χρονών; Άειντε ορέ Βάντα, κατακαϋμένη Βάντα!
   -Ποια ειν’ η Βάντα;
   -Η μαύρη η γυναίκα μου. Πέθανε πέρσι τέτοιον καιρό. Μα δεν ήταν σαν όλες! Ήταν γυναίκα που λες η Βάντα! Τι να σ’ τα λέω. Δεν είμαστε παντρεμένοι εφτά μήνες που ο σατανάς ο αφορεσμένος τόβαλε να κάμω το φόνο και να πάρω τα βουνά. Φυγοδίκησα. Άφηνα μια γυναίκα πίσω μου, την ίδια για το σπίτι, για το χωράφι, για τα πρόβατα, για το παιδί που θάκανα σε δυο μήνες. Και τάβγαλε πέρα η άραχλη! Κόπηκε, που λες, χίλια κομμάτια και το σπίτι έβγαζε καπνό, και το χωράφι καλαμπόκι, και τα πρόβατα βόσκαγαν, και το παιδί τραγουδιότανε στην κούνια. Αυτά θα πης; Αυτά είναι μικρά πράματα. Το μεγάλο ειν’ τούτο. Τ’ αποσπάσματα έμπαιναν στο σπίτι, έχυναν τ’ αλεύρι, φοβέριζαν το παιδί, έκαναν κατάλυμα, βάζανε μαχαίρι στο κοτέτσι. Η γυναίκα στεκόταν βράχος. Τώρα τους έβριζε, ύστερα τους ξεγέλαγε, τους ξανάβριζε, τους έπαιρνε με το καλό. Μια βολά είχα κατεβή τη νύχτα στο σπίτι μου και το πρωί με πήραν μυρουδιά οι χωροφυλάκοι. Ως που να στρίψω σε δυο-τρία σπίτια, πέντε ντουφεκιές, από πίσω μου. Τη γλύτωσα. Οι σταυρωτήδες από κοντά μου, αλλά του κάκου. Μ’ έχασαν. Ένας χωροφύλακας σε λίγη ώρα με πετυχαίνει κοντά στη βρύση. Σηκώνει το όπλο. Η γυναίκα μου του πιάνει τα χέρια, τον κυλάει κάτω, αρχίζει το πάλεμα. Ως να παλέψη ο χωροφύλακας με το θηλυκό, επήρα καιρό και χάθηκα στα πλατάνια. Έμαθα ύστερα πως η Βάντα τού πήρε το όπλο, κ’ εκείνος πάει στο στρατοδικείο. Δεκαπέντε χρόνια αυτή ήταν η ζωή μου. Η γυναίκα μου να παλεύη με τ’ αποσπάσματα, να δέρνεται, να δέρνη, να της χύνουν το καλαμπόκι, κι αυτή να το μαζεύη σπυρί με σπυρί. Αυτό το θηλυκό το κοντούλικο – μια χαψιά ήτανε – μέσα σ’ αυτό το χαροπάλεμα έσκαβε το χωράφι, βοσκούσε τα πρόβατα, αλώνιζε, κρατούσε το σπίτι, μεγάλωνε τα παιδιά μας, γιατί εφτά τάκαμεν όλα.
   Τελείωσεν αυτή η ζωή. Με λάβωσαν, παρουσιάστηκα, μ’ έριξαν σε μια φυλακή πέντε μέρες μακρυά απ’ το χωριό. Μια μέρα κυττάζοντας τα βουνά απ’ το παραθύρι της φυλακής βλέπω από κάτου άξαφνα τη γυναίκα μου.
   -Σ’ είσαι, ορή Βάντα;
   -Ναι.
   -Μοναχή, ορή;
   Δεν ήταν μοναχή. Ήρθε με τα πόδια, πέντε μέρες δρόμο, σέρνοντας τα εφτά παιδιά, το μουλάρι και το βόϊδι. Το σπίτι μας, καταλαβαίνεις, τ’ άνοιξε κοντά στη φυλακή ελεύτερο το έμπα και το έβγα. Μαγέρευε για τους φυλακισμένους και για τους στρατιώτες. Έπλενε και τα σκουτιά τους. Τα παιδιά μας τα σκόρπισε δουλευτάδες στη χώρα, άλλα τα κράτησε μεσ’ το μαγαζί. Με τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μεσ’ τα ρούχα της – αυτή η δουλειά έφερνε λεφτά – που εστράβωσε τη φρουρά, δεν την έπαιρνε κανένας χαμπάρι. Δεν ήταν πράμα που δεν τόκανε για να μη μας λείψη το ψωμί. Είχα το σπίτι μου, απόξω απ’ τη φυλακή, έβλεπα τον καπνό του σπιτιού μου, τζάκι δικό μου, νοικοκυριό! Δεκατρία χρόνια τούτ’ η δουλειά. Στα δεκατρία ήρθε κ’ έλυωσε. Δούλεψε, δούλεψε, απόστασε. Μα στο στρώμα δεν έπεφτε. Τις μέρες που κόντευα να βγω, μια νύχτα κρύα, μπήκε τέλος ο Χάρος, μεσ’ το μαγαζί και την ηύρε που έπλενε. Έπεσε μεσ’ τη σκάφη.
   Ο Μαλής ξανατράβηξε βαθειά τη σκαλισμένη πίπα.
   -Πολλές φορές, είπε, ο άντρας είν’ άντρας γιατί τον κάνει τέτοιον  μια γυναίκα, μια τόση δα γυναίκα, που δεν την παίρνεις για μισό μερδικό. Εγώ τώρα, καθώς καταλαβαίνω, δεν είμαι για να φάω γλυκό ψωμί. Με τραβάει το βουνό. Δεκαπέντε χρόνια το τήραγα απ’ το παραθύρι της φυλακής… Βρε μου καμμιά δουλειά.
   -Σαν τι δουλειά; Να σε βάλω σε καμμιά πόρτα; Να φυλάς τίποτα υλικά…
   -Ορέ, αυτά είναι καμπίσια πράματα, πού είμαι γω για τέτοια! Βάλε με σε τίποτ’ αμπέλια δραγάτη να γλέπω και τα βουνά. Σπίτι δε μου πάει τώρα, μόνο σε δραγατσιά μπορώ να ξανασάνω λίγο. Άειντε ορή Βάντα, κατακαϋμένη Βάντα, να φαινόσουν από καμμιά μεριά!
       


Δεν υπάρχουν σχόλια: