............................................................
Του
Χρήστου Α. Χωμενίδη
·
Το
τέλος του εναλλακτικού τουρισμού
(Από τις «Αληθινές Ιστορίες», περιοδικό «Η Λέξη», τ.188, απρ.-ιούν. 2006)
...Αρχές Σεπτεμβρίου, ανήμερα στα γενέθλιά της,
τής έγινε μια καινούργια πρόταση. Να επωμιστεί έναν από τους κύριους ρόλους στο
θεατρικό παραμύθι Ο Ωραίος
Κοιμωμένος. Όχι κοιμώμενος, κοιμωμένος! Μου το ανακοίνωσε σαν αστείο. «Για ξανασκέψου το…»
προσπάθησα να την προσγειώσω. «Τι
έχει δηλαδή το παιδικό θέατρο; Τα πιτσιρίκια είναι οι καλύτεροι, οι πιο αγνοί
θεατές. Δεν τα ενδιαφέρουν καν οι ατέλειες του έργου, εισπράττουν ανόθευτη τη
μαγεία που εκπέμπουν οι ηθοποιοί. Κι έπειτα…», έγινα μέχρις ωμότητος ρεαλιστής, «…το ζήτημα για σένα είναι να
πάρεις επιτέλους το βάπτισμα του πυρός. Έχεις – πιστεύεις – σε αυτή τη φάση την
πολυτέλεια να απορρίπτεις δουλειές;» «Μα πρόκειται για δουλειά του ποδαριού!».
«Αργότερα θα έρθουν και οι καλύτερες!». «Άσε που θα ξεσπιτωθώ. Θα παίζουμε
μονάχα δυο βδομάδες στην Αθήνα και μετά θα ξεκινήσουμε περιοδεία, τουρνέ σε όλη
την Ελλάδα. Περιφερόμενος θίασος δηλαδή. Μπουλούκι!». «Θα πληρώνεσαι λοιπόν και
εκτός έδρας! Τι προτιμάς; Να σαπίσεις όλο το χειμώνα απ’ τα Πατήσια στα
Εξάρχεια;». «Θα σ’ αφήσω κι εσένα ελεύθερο, να κάνεις τις τσάρκες σου…» μού είπε ζηλιάρικα. «Αν θέλεις, έρχομαι
μαζί σου!», ξεστόμισα την κρίσιμη φράση
και ο κύβος ερρίφθη.
Έτσι λοιπόν βρέθηκα,
στα τριανταπέντε μου, να περιοδεύω στην ελληνική ύπαιθρο, όχι παρουσιάζοντας
κάποιο βιβλίο μου αλλά ως αρραβωνιαστικός (έτσι με αποκαλούσαν καυστικά πίσω
από την πλάτη μου) της καλής μάγισσας Καλημάτζικας!
Δεν ξέρω ειλικρινά αν περισσότερο ευτράπελα
ήταν όσα διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια των παραστάσεων ή ανάμεσά τους. Ο
θεατρικός επιχειρηματίας και θιασάρχης ήταν ένας ανεκδιήγητος γεροντογκόμενος,
ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει επί χούντας σε ένα σίριαλ στην ΥΕΝΕΔ κι έκτοτε η
καριέρα του είχε πάρει την κατιούσα. Είχε δουλέψει σε επιθεωρήσεις, σε
αναψυκτήρια, για ένα φεγγάρι το ‘χε γυρίσει στο τραγούδι και είχε καμαρώσει το
όνομά του να αναβοσβήνει σε αρκετές μαρκίζες σκυλάδικων της εθνικής οδού, είχε
διατελέσει – λέγανε οι κακές γλώσσες – και συνοδός ακόμα πλούσιων κυριών ή και
κυρίων… Όλα τα παραπάνω ώσπου να ανακαλύψει την φάμπρικα που ονομάζεται παιδικό
θέατρο: Μισή ντουζίνα ηθοποιοί (που το κυριότερο προσόν τους ήταν ότι αρκούνταν
στο βασικό μισθό), ένας εξοπλισμός της κακιάς ώρας – αποτελούμενος από
ζωγραφισμένα πάνω σε υφάσματα τοπία, σαραβαλιασμένα έπιπλα «εποχής» κι
αποκριάτικες ενδυμασίες – κι ένα ταλαίπωρο πουλμανάκι, μέσα στο οποίο
στιβάζονταν καλλιτέχνες και αντικείμενα και ξεκινούσαν το μεγάλο τους ταξίδι.
Στην Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα – όπου η
τηλεόραση φτάνει ως τον πιο απομακρυσμένο οικισμό και μπουχτίζει τους ανθρώπους
με θέαμα κιτς πλην φαντασμαγορικό – δικαίως κανείς θα απορούσε πώς θα ‘ταν
δυνατόν μια τόσο μίζερη παράσταση να έχει την παραμικρή απήχηση. Κι όμως, όπου
κι αν έπαιζαν, οι αίθουσες ήταν ασφυκτικά γεμάτες – καρφίτσα δεν έπεφτε! Η
εξήγηση δεν είχε τίποτα να κάνει με την αμεσότητα της θεατρικής τέχνης είτε με
τις φιλότιμες προσπάθειες των συντελεστών. Μοναδικός υπεύθυνος για τους
αλλεπάλληλους θριάμβους ήταν ο ίδιος ο θιασάρχης, ο οποίος είχε καταφέρει –
ένας θεός ξέρει με πόση μεθοδικότητα και μαλαγανιά – να φτιάξει ένα πανελλαδικό
δίκτυο «ιδιαίτερων» σχέσεων μ’ εκείνους που του εξασφάλιζαν το κοινό του.
Εξηγούμαι: Στην ογκωδέστατη ατζέντα του – που την φυλούσε ως κόρην οφθαλμού –
υπήρχαν εκατοντάδες ονόματα δασκάλων, με τους οποίους επικοινωνούσε εκ των
προτέρων και συμφωνούσε να του κουβαλήσουν σύσσωμες τις τάξεις τους στο θέατρο,
με αντάλλαγμα ένα ποσοστό από τις εισπράξεις! Η διαφήμιση συνεπώς που έκανε –
οι αφίσς που τοιχοκολλούσε στις πλατείες των πόλεων και τα σποτ που πλήρωνε για
να μεταδοθούν από τους τοπικούς ραδιοσταθμούς – ήταν εντελώς για τα μάτια του
κόσμου. Ο θιασάρχης μας το είχε σίγουρο
ότι, βρέξει-χιονίσει, κοπάδια από μαθητές του δημοτικού – ενίοτε και
γυμνασιόπαιδες – θα περνούσαν μπροστά από το ταμείο του. Και μόλις έσβηναν τα
φώτα για να ξεκινήσει η παράσταση, η σύζυγός του – πρώην μπαλαρίνα επίσης των
επιθεωρήσεων, που κρατούσε το ρόλο της άσπλαχνης Μητριάς – θα πλησίαζε με τρόπο
τους καλούς ποιμένες και θα τους πάσαρε τον φάκελο με το δωράκι τους…
Μού τα εξομολογήθηκε ένα βράδυ, που έτυχε να
τα πίνουμε οι δυο μας σε ένα τσιπουράδικο στον Βόλο. «Γιατί σοκάρεσαι, ρε
παλικάρι;» με ρώτησε, αντικρίζοντάς με
άναυδο. «Έτσι δεν λειτουργεί το σύστημα σε όλα τα επίπεδα; Στο κάτω-κάτω
εγώ ούτε ναρκωτικά εμπορεύομαι ούτε αλλοιωμένα τρόφιμα. Λίγη αναψυχή προσφέρω
στους πιτσιρικάδες που κόβουν φλέβες μες στις τάξεις και μια μικρή ενίσχυση
στους δόλιους τους εκπαιδευτικούς – ξέρεις ποιος είναι σήμερα ο μισθός του
δασκάλου; τρεις κι εξήντα!». «Μια χαρά κάνεις!» τον δικαίωσα και του τσούγκρισα το ποτήρι. «Ο καθένας τη βγάζει όπως
μπορεί…» «Το ζήτημα είναι να τη βγάζεις καθαρή…». Απ’ τις αμπελοφιλοσοφίες που ανταλλάσσαμε, προέκυπτε σαφώς πως είχαμε
αρχίσει να μεθάμε. «Μονάχα σε θερμοπαρακαλώ – μην τα κουβεντιάσεις αυτά με
την Δ.». «Τα κρατάς κρυφά από τους ηθοποιούς σου;». «Ουδέν κρυπτόν υπό τον
ήλιον… Απλώς υπάρχουν πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται και πράγματα που
γίνονται αλλά δεν λέγονται…».
Από τον Βόλο πήγαμε στη Λάρισα, από εκεί στα Τρίκαλα
και ύστερα ανηφορίσαμε για Ήπειρο. Θα διατρέχαμε έπειτα τη Μακεδονία από τα
δυτικά προς τα ανατολικά, θα φτάναμε στη Θράκη (μέχρι και στα πομακοχώρια ήταν
στο πρόγραμμα να παίξουμε), κατόπιν δε, θα μπαίναμε στο πλοίο και θα
επισκεφτόμασταν τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, Θάσο, Σαμοθράκη, Χίο, Μυτιλήνη…
Μιλάω σε πρώτο πληθυντικό, διότι ενώ η αρχική μου πρόθεση ήταν να συμπαρασταθώ
στην Δ. ώσπου να πάρει το κολάι, η ιδιόρρυθμη όσο και διδακτική εκείνη
περιήγηση με είχε τόσο γοητεύσει, ώστε είχα αποφασίσει να τους ακολουθήσω μέχρι
τον τελευταίο τους σταθμό. Τι καλύτερο δηλαδή θα ‘κανα στην Αθήνα; Θα έπινα
καφέδες και τζιν τόνικ στην οδό Σκουφά ή θα παρακολουθούσα τα πολιτιστικά
δρώμενα;
«Εσένα μια χαρά σού ‘κατσε – πού να τον
φανταζόσουν τέτοιον εναλλακτικό τουρισμό; Αλί σ’ εμάς, που κάνουμε τα
μεροκάματα του τρόμου!» μού επιτέθηκε μελοδραματικά
ένα απόγευμα η Δ. «Ποιανού τρόμου, μωρό μου; Δυο ώρες την ημέρα δουλεύετε –
άντε τέσσερις όταν έχει διπλή παράσταση…». «Και τι νομίζεις, ότι τέλειωσα με
άριστα τη σχολή για να υποδύομαι την Καλημάτζικα; Για να συμμετέχω σ’ αυτό το
έκτρωμα; Μια και έχεις τόσο κολλητέψει με το αφεντικό και γίνεστε παρέα κάθε
βράδυ λιάρδα, συμβούλεψέ τον να αλλάξει τουλάχιστον έργο – όποτε πατάω στη
σκηνή με πιάνει ναυτία!»
«Γράψε μου εσύ ένα παιδικό κι εγώ στο ανεβάζω αβλεπί!» μού έταξε ο θιασάρχης μόλις του διαβίβασα το
αίτημα της αγαπημένης μου, αποσιωπώντας βέβαια τις γκρίνιες της. «Μα γιατί Ο Ωραίος Κοιμωμένος; Γιατί να το
διασκευάσεις το παραμύθι;» «Για λόγους, αγορίνα μου, καθαρά πρακτικούς. Η
θεατρική μεταφορά της Ωραίας Κοιμωμένης στα
ελληνικά έχει γίνει πριν από καμιά τριανταριά χρόνια από έναν συνάδελφό σου,
συγγραφέα, ο οποίος και κατοχύρωσε την πνευματική του ιδιοκτησία. Απ’ το να του
πληρώνω λοιπόν δικαιώματα, προτίμησα να αλλάξω απλώς το φύλο της ηρωίδας – το
προσάρμοσα, έτσι και στο πνεύμα των καιρών μας, όπου οι γυναίκες κυνηγάνε και
οι άντρες παριστάνουν τις μωρές παρθένες! Σωστός;».
Δεν θυμόμουν παρά
αμυδρά το κλασικό παραμύθι, παρακολουθώντας ωστόσο την παράσταση, ήμουν βέβαιος
ότι ο καινούργιος φίλος – ή μάλλον συμπότης – μου είχε επέμβει πολύ
δραστικότερα από όσο ισχυριζόταν. Κατ’ αρχήν η δράση ξετυλιγόταν στη μαγεμένη
Ανατολή, ώστε να αξιοποιούνται τα μεγάλα τελάρα που ‘χαν ζωγραφισμένους πάνω
τους μιναρέδες και ιπτάμενα χαλιά και τα ‘στηναν στο βάθος της σκηνής ως φόντο.
Ο Ωραίος Κοιμωμένος ήταν ένα πριγκιπόπουλο με σαλβάρι, σαρίκι και λαμέ
πουκάμισο, πρωτότοκος γιος του Βασιλιά, τον οποίον υποδυόταν ο ίδιος ο
θιασάρχης. Στην αρχή του έργου, ο Δευτερότοκος ζηλόφθων γιος συνωμοτεί με την
άσπλαχνη Μητριά με σκοπό την εξόντωση του νόμιμου διαδόχου του θρόνου.
Δηλητηριάζουν τα βέλη με τα οποία το πριγκιπόπουλο συνηθίζει να κυνηγάει
πέρδικες και φασιανούς, όχι για να τα φάει ο ίδιος, μα για να τα μοιράσει στους
φτωχούς. Το πριγκιπόπουλο τσιμπιέται, φαρμακώνεται αλλά δεν πεθαίνει. Γίνεται ο
Ωραίος Κοιμωμένος. Ο Βασιλιάς πέφτει σε μαύρη απελπισία, ώσπου η καλή μάγισσα
Καλημάτζικα να τον διαβεβαιώσει ότι υπάρχει ελπίδα, ότι το πριγκιπόπουλο θα
ξανάρθει στα συγκαλά του, αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος αφυπνιστής. Ο Βασιλιάς
βγάζει φιρμάνι πως όποιος καταφέρει να ξυπνήσει το παιδί του, θα αμειφθεί με το
βάρος του σε χρυσάφι. Ξεκινάει έτσι μια σωστή παρέλαση μες στη πριγκιπική
κρεβατοκάμαρα. (Οι ηθοποιοί άλλαζαν ρούχα και ρόλους). Εμφανίζεται ένας μάγος που ψέλνει ξόρκια, τον
διαδέχεται ένας κομπογιαννίτης δόκτωρ που κάνει διάφορα γιατρικά, ένας
τραγουδιστής που ξελαρυγγιάζεται κρούοντας ταυτόχρονα το μαντολίνο του και μια
γυναίκα εξώλης και προώλης, η οποία χορεύει μπροστά στον κοιμισμένο το χορό της
κοιλιάς. (Το τελευταίο επεισόδιο κόπηκε μετά την Άρτα εξαιτίας του σκανδαλισμού
κάποιων γονέων.) Οι προσπάθειες αφύπνισης
δεν φέρνουν προφανώς κανένα αποτέλεσμα, ο Βασιλιάς αρρωσταίνει από τον καημό
του, η άσπλαχνη Μητριά και ο ζηλόφθων Δευτερότοκος τρίβουν τα χέρια τους και
τότε μόνον εμφανίζεται ως από μηχανής θεά μια αγνή χωριατοπούλα, μια Κοπέλα των
Αγρών (την έπαιζε η Ρ., γνωστή της Δ. από την Αθήνα και κρυφή ερωμένη του
θιασάρχη), η οποία δίνει στον Ωραίο
Κοιμωμένο το φιλί της ζωής, τον συνεφέρνει και τον παντρεύεται. Το φινάλε είναι
φυσικά θριαμβευτικό και συμφιλιωτικό, όλοι λικνίζονται αγκαλιασμένοι στον ρυθμό
της σάμπας και πετάνε στους μικρούς θεατές καραμέλες και μπαλόνια…
«Εμένα δεν μού φαίνεται και τόσο χάλια… Έχει το γούστο του…» τόλμησα να παρατηρήσω στην Δ. «Εσύ το
αντιμετωπίζεις σαν πλάκα – σαν παρωδία!». «Ενώ στις παραστάσεις, που με
κουβαλούσες στην Αθήνα και τις έπαιρνα στα σοβαρά, τι κατάλαβα; Στις
περισσότερες σκυλοβαρέθηκα…» την
κούρντισα επίτηδες. «Αφού είσαι αθεάτριστος! Άσχετος! Ποπ και λαϊκιστής!
Δίκιο έχουν οι κριτικοί που σε βρίζουν!». Στην
τελευταία της κουβέντα διέκρινα πεντακάθαρα τον δάκτυλο του Μ., του ηθοποιού
που έπαιζε τον Δευτερότοκο: Ενός χολερικού τυπάκου, ο οποίος περνιόταν για
βαθιά μορφωμένος και ταλαντούχος, που η πρωτοποριακή ακριβώς ιδιοσυγκρασία είχε
σταθεί εμπόδιο στην καριέρα του. Συμμετείχε στην περιοδεία ζώντας ασκητικότατα
– στα εστιατόρια που καθόμασταν, παράγγελνε μονάχα σκέτα μακαρόνια -,
αποταμίευε για να χρηματοδοτήσει μια ταινία μικρού μήκους, το σενάριο της
οποίας επεξεργαζόταν αενάως κατά τις ελεύθερες ώρες του. Ποθούσε επιπλέον
φανερά τη Δ. και ενοχλούνταν απ’ την παρουσία μου. Αποφάσισα να μην χοντρύνω
την κόντρα. «Εγώ πάντως αμφιβάλλω αν θα έγραφα καλύτερο παιδικό από τον Ωραίο Κοιμωμένο…» είπα σχεδόν απολογητικά. «Αν
συνεχίσεις να μπεκροπίνεις και να σχλαμαρίζεις, όσο το τελευταίο διάστημα, και
τα μυθιστορήματά σου σαν τον Ωραίο
Κοιμωμένο θα καταντήσουν!» με κάρφωσε
η Δ. και, για να υπογραμμίσει την απαρέσκειά της, μού απαγόρευσε να την αγγίζω
ερωτικά για το επόμενο διήμερο. Μπας και το φλερτ του Μ. είχε αρχίσει να
αποδίδει καρπούς;...
(συνέχεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου