Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

"Η Παρουσία" από τη "Μαρία Νεφέλη" (1978) του Οδυσσέα Ελύτη

.............................................................







Οδυσσέας Ελύτης (1911 - 1996)


















·         Από τη «Μαρία Νεφέλη» (1978)


                                               Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ

                          
                  Μαρία Νεφέλη & Αντιφωνητής


Μ.Ν. Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά

          Σ’ αυτά που ‘ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά

          Κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα

          Τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα. 


Α. Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό. Ν’ ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ’ αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σα να γίνεται κά-τι αλλού – που μόνο αυτή τ’ ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι του σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι  ε κ ε ί . Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.


Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μού ‘λεγε «θυμάσαι;» Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα – πώς να το πω; απροετοίμαστη. Βρέθηκα στη ζωή τόσο άξαφνα – κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν – ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά φαίνεται το παράκανα. Επειδή – δεν ξέρω – κάτι παράξενο έγινε στον τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει…


Α. «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν Μητροπολιτάδες;» - έτσι μού ‘λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε   όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε απ’ τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.


Μ.Ν. Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.


Α. Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα.Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.


Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ίδια πέτρα. Κοιταζόμασταν μες απ’ την πέτρα.


Α. Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.


Μ.Ν. Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.


Α. Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί. Δεν θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ δεν είσαι άξια!


Μ.Ν. Ω, αν μ’ αφήνανε, αν μ’ αφήνανε.


Α. Ποιος να σ’ αφήσει;


Μ.Ν. Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.


Α. Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα

     Κόβεται απ’ τη σκιά του κι αλλού περπατά.


Μ.Ν. Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα

          κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα…


Α. Μα ‘χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ’ την πέτρα. Και μαζί μ’ αυτήν και τ’ όνομά της.
 

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ… σα να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέσα στο φως… ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ…


Α. Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.


Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ… εκεί πάνω σ’ αυτό το ΕΛ η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.


Α. Στ’ όνειρό της φαίνεται θα το ‘χε δει κι αυτό για να το θυμάται.


Μ.Ν. Στ’ όνειρό μου, ναι. Σ’ έναν ύπνο μεγάλο που θα ‘ρθει κάποτε όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά. Θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες. Από παντού θ’ ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.


Α. Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια-δω, μια-κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φανούν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ’ ό,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί – ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους. Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές επάνω της θ’ αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.


Μ.Ν. Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαιμονικά του κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα. Έγιναν οι πολέμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας; Ένα κορμί μού μένει και το δίνω. Σ’ αυτό καλλιεργούνε, όσοι ξέρουν τα ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλίπες. Και σ’ αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν από θάλασσα κι από κολύμπι…

         Ροές της θάλασσας και σεις των άστρων μακρινές επιρροές – παρασταθείτε μου!


Α. Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα

      δαιμονικά του κόσμου τ’ ανεξόρκιστα

      κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα

      στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!


Μ.Ν. Κι απ’ τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα

           μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: