...............................................................
Μαρία Κέντρου Ἀγαθοπούλου
Καὶ τοῦ πατάγαν τὸ κεφάλι σὰν ὀχιά*
Ν
ΕΙΔΕ ΕΝΑΝ ΦΟΝΟ στὴ ζωή της, δὲν ἦταν οὔτε στὸν κινηματογράφο,
οὔτε στὴν τηλεόραση, οὔτε μὲ τὰ ἄλλα μάτια μὲς στὰ
μυθιστορήματα ἢ στὶς ἐφημερίδες, οὔτε στὶς ἀτέλειωτες
ἀφηγήσεις τῆς γιαγιᾶς της γιὰ φονικὰ ἀπὸ τούρκους κι ἕλληνες
στρατιῶτες, ἀπὸ τσέτες καὶ Γιαγκοῦλες καὶ Μπαμπάνηδες.
Ἂν εἶδε ἕνα φόνο μὲ τὰ ἴδια της τὰ μάτια, μικρὸ κορίτσι τότε, ἦταν ὁ φόνος ἑνὸς σκοτωμένου ἤδη.
Μόλις εἶχαν φύγει οἱ Γερμανοὶ
ἀπ’ τὴ δική της πόλη, τὴν καταστραμμένη, γεμάτη νεκροὺς καὶ
ἄστεγους, βομβόπληκτους καὶ βαθιὰ πενθοῦντες, μιὰ πόλη μὲ
σκόνη σύννεφο καὶ καλντερίμια σκοτεινά, μὲ βρόμικο χῶμα
ἀνάκατο μὲ αἵματα καὶ φτυσιές, μὲ κοπριὲς βαρβάτων
γερμανικῶν ἀλόγων καὶ ξεραμένες ἀφοδεύσεις σκύλων.
Εἶχε ἀρχίσει νὰ σκοτεινιάζει, ὅταν γύρισε τρέχοντας κι ἀλαλιασμένη στὸ σπίτι της.
Ἡ μάνα της προσπαθοῦσε στὸ
μισοσκόταδο ν’ ἀποτελειώσει τὸ καρίκωμα μιᾶς κάλτσας τοῦ
πατέρα της, ὅταν τὴν πλησίασε τὸ κορίτσι καὶ εἶπε: «Εἶδα νὰ
σκοτώνουν ἕναν σκοτωμένο.» Ἔτσι τῆς εἶπε μόνο, κι ἐκείνη
σήκωσε τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὴν κάλτσα καὶ τὴν κοίταξε πάνω ἀπ’
τὰ ματογυάλια της μ’ ἕνα χαμόγελο περιπαιχτικὸ καὶ μαζὶ
περίεργο.
«Τί τσαμπουνᾶς ἐκεῖ πέρα» τῆς
εἶπε «τί φανταστικὲς ἱστορίες ἑτοιμάζεσαι πάλι νὰ μοῦ
πασάρεις, πῶς γίνεται, μαθές, νὰ σκοτώνουν ἕναν σκοτωμένο,
μήπως σάλεψε τὸ μυαλό σου;»
Ἐκείνη ἄρχισε ἕνα κλάμα
σιωπηλό, παραπονεμένο, ὄχι τώρα τόσο γιὰ ὅ,τι εἶχε δεῖ νὰ
διαπράττεται μπροστὰ στὰ μάτια της, τόσο νωπὸ ἀκόμη, ὅσο γιὰ
τὸ ὅτι ἡ μάνα της δὲν τὴν πίστεψε καὶ τὴν κορόιδεψε κι
ἀποπάνω. Τὸ κορμάκι της ἔτρεμε ὁλόκληρο καὶ δὲν μποροῦσε νὰ
τὸ συνεφέρει, δὲν ἤξερε πῶς νὰ σταματήσει αὐτὸ τὸ
τρεμούλιασμα, πῶς νὰ καλμάρει τὸ ἀντάριασμα ποὺ μέσα της
ἀνακάτευε ὅλα τα σπλάχνα της. Δάκρυα καὶ μύξες τρέχαν
ἀνάκατα ἀπ’ ὅλο τὸ πρόσωπό της, κι εἶχε ἀφεθεῖ σ’ ἕνα κλάμα
ἀξιοθρήνητο, ἐπειδὴ ἡ μάνα της σηκώθηκε ἄξαφνα καὶ τὴν
παράτησε ἐδεκεῖ ποὺ στεκόταν, μὲς στὸ σκοτάδι τῆς κάμαρας,
καὶ πῆγε στὴν κουζίνα ν’ ἀνακατέψει τὸ βραδινὸ φαγητό τους –
τραχανὰς μὲ τηγανητὲς μικρὲς βουκίτσες ψωμιοῦ.
Ὅταν ἦρθε ὁ πατέρας της ἀπ’
τὴ δουλειὰ καὶ τ’ ἀδέλφια της συμμαζωχτῆκαν στὸ σπίτι,
στρώθηκαν ὅλοι στὸ τραπέζι καὶ ρουφοῦσαν ἡδονικὰ τὸν
τραχανά, πλαταγίζοντας τὰ χείλια τους, ἀλλὰ ἐκείνης δὲν τῆς
κατέβαινε τίποτα ἀπ’ τὴν καταπίνα της καὶ σούρντιζε μέσα στὸ
στόμα της τὴ σούπα μὲ τὸ ψωμί.
Ἡ μάνα της, ποὺ τὸ πρόσεξε
αὐτό, ὅλο τῆς ἔλεγε «Τρῶγε, καημένη μου, μὴν σὲ μπατσίσω,
βρῆκες φαΐ καὶ παίζεις, κατέβαζέ το λοιπόν...», κι ἐκείνης
πετάριζε ἀκόμη τὸ στηθάκι της ἀπὸ τ’ ἀναφιλητὰ καὶ δὲν
ἔβγαζε ἄχνα, δὲν τολμοῦσε, φοβόταν κι ἔτρεμε τὸν πατέρα της,
κι ἐκεῖνος κάποια στιγμὴ σήκωσε τὸ κεφάλι ἀπ’ τὸ πιάτο του κι
εἶπε, ἀδιάφορα σχεδόν, «Τί ἔχει αὐτή;», τοῦτο μόνο εἶπε, κι
ἡ μάνα της ἀποκρίθηκε: «Ξέρεις δά, φαντασίες παιδικὲς καὶ
δὲν συμμαζεύεται, ὅταν ἔρχεται καὶ σοῦ λέει ὅτι εἶδε νὰ
σκοτώνουν ἕναν σκοτωμένο...», ὥσπου σηκώθηκε ἄξαφνα τὸ
κορίτσι, τράβηξε πίσω τὴν καρέκλα του ἀποφασιστικά,
στάθηκε ὄρθιο στὰ λιγνά του ποδαράκια, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπ’
τὸ τραπέζι καὶ σὲ μιὰ στάση ὅπως λένε τὰ παιδιὰ τὸ ποίημα στὸ
σχολεῖο τὶς μεγάλες ἐθνικὲς γιορτές, τοὺς κοίταξε ὅλους
καλὰ-καλά —δὲν ἔκλαιγε πιά, δὲν ἀναφιλητοῦσε—, κι ὅταν εἶδε
ὅτι εἶχαν ἀφήσει ὅλοι ἀπ’ τὰ χέρια τους τὸ κουτάλι καὶ τὸ ψωμὶ
κι εἶχε πιὰ ὁλόκληρη τὴν προσοχή τους, εἶπε:
«Ἀργὰ τ’ ἀπόγευμα, ἐκεῖ ποὺ
παίζαμε στὴν ἀλάνα καὶ κάποιοι ἀπὸ τ’ ἀνοιχτὰ παράθυρά τους
μᾶς φώναζαν “Φτάνει πιά, μᾶς ξεκουφάνατε μὲ τὶς τσιρίδες σας,
συρεῖτε τώρα στὰ σπίτια σας, νύχτωσε”, βλέπω πιὸ κεῖ, στὸ ὕψωμα
τοῦ Καϊστρίου πεδίου, νὰ μαζεύεται κόσμος πολύς. Ἔτρεξα κι
ἐγὼ καταπάνω —μ’ ἀκολούθησαν καὶ κάποια κορίτσια—, καὶ τί νὰ
δῶ; Μικροὶ μεγάλοι ἦταν σκυμμένοι πάνω ἀπὸ ἕναν σκοτωμένο,
ριχμένο κατάχαμα, ἀνάσκελα. Τὸν κοιτοῦσαν ὅλοι, κάποιοι
λέγανε ὅτι τὸν ἤξεραν κι ὅτι τάχα ἦταν γιὸς τῆς
κυρὰ-Ἀσπασίας καὶ τοῦ κὺρ Γιάννη τοῦ Ἑφταλιώτη, τοῦ τσαγκάρη,
ἄλλοι ὅτι δὲν τὸν γνώριζαν καθόλου, δὲν ἦταν τῆς δικῆς τους
γειτονιᾶς – κι ἔλεγες, καθὼς περνοῦσε ἡ ὥρα, σὰν κάποιον νὰ
περίμενε ὁ πεθαμένος ἢ κάποιον νὰ περίμεναν ὅλοι, γιατὶ
ἔστρεφαν συχνὰ τὸ κεφάλι καὶ κοιτάζανε πέρα στὸν κατήφορο,
ὥσπου ἦρθε κάποια στιγμὴ ἕνας ἄντρας ὣς ἐκεῖ ἀπάνω, μὲ γένια
μακριά, μὲ μουστάκια καὶ μακριὰ λερὰ μαλλιά, καὶ κάτι μαῦρα
μάτια πολὺ θυμωμένα, ποὺ ἄστραφταν σὰν γυαλί, κι ἄρχισε μὲ τὶς
χοντρὲς ἀρβύλες του, γεμάτες μαῦρες πρόκες ἀποκάτω —ἐγὼ τὶς
πρόσεξα ἐπειδὴ καθόμουν καὶ κοιτοῦσα ἀνακούρκουδα—, ἄρχισε
λοιπὸν νὰ πατάει δυνατά το κεφάλι τοῦ σκοτωμένου, καὶ σὲ
κάθε πάτημα δυνατὸ ν’ ἀκούγεται ἕνα κατάξερο κράκ, ὅπως
κάνει τὸ καρπούζι ὅταν τὸ σκίζουν μὲ τὰ χέρια μετὰ τὸ
μαχαίρωμα. Πατοῦσε λοιπὸν μὲ λύσσα τὸ κεφάλι τοῦ νεκροῦ ἐκεῖ
κατάχαμα, τό ‘κανε λιῶμα, συνέχεια ἔβριζε μὲ βροντερή,
ἄγρια φωνή, μὲ ἀφρισμένο στόμα, μὲ ἄσπρο σάλιο ποὺ πεταγόταν
ἕνα μέτρο καὶ παραπάνω μακριά» —κι ἐδῶ χαμήλωσε τὴ φωνή της
μὲ ντροπή, μόλις ποὺ τὴν ἄκουσαν οἱ δικοί της— «”Νά, νά, πούστη,
νά, φονιὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου” ξεφώνιζε, κι οἱ ἀρβύλες του εἴχανε
γεμίσει ὣς ἀπάνω μὲ τὰ μυαλά, τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ μάτια τοῦ
σκοτωμένου, δὲν εἶχε μείνει τίποτα ἀπ’ τὸ κεφάλι του στὸ
κορμί του, νά, μὰ τὸ Θεό, κι ὅλοι ἐμεῖς, μικροὶ μεγάλοι,
κοιτούσαμε καρφωμένοι ἐκειδά, βουβαμένοι, τὸ σῶμα του ποὺ
δὲν εἶχε πιὰ κεφάλι, κοιτούσαμε ἕναν σκοτωμένο πεθαμένο γιὰ
τὰ καλά.
»Αὐτὸ εἶδα τὸ σούρουπο στὸ
ὕψωμα τοῦ Καϊστρίου πεδίου, κοντὰ στὴν ἀλάνα ποὺ παίζαμε, κι
ἀνακατεύτηκαν τ’ ἄντερά μου, γι’ αὐτὸ τώρα δὲν μπορῶ νὰ φάω,
πῶς νὰ φάω...».
Ἔτσι εἶπε τὸ κορίτσι μὲ μιὰν
ἀνάσα κι ἔκλεισε τὸ στοματάκι του μεμιᾶς. Πῆγε κι ἔκατσε
πάνω σ’ ἕνα μικρὸ μπαοῦλο μὲ τὸ κεφάλι πεσμένο κάτω κι εἶχε
ἕνα πρόσωπο κατακόκκινο σὰν πρησμένο, ἀλλὰ δὲν ἔκλαιγε τώρα
πιά, δὲν ἀναφιλητοῦσε.
Οἱ γονεῖς καὶ τ’ ἀδέλφια της
δὲν ἄνοιξαν τὸ στόμα τους καθόλου, δὲν ἔκριναν, δὲν ξαναπῆραν
στὰ χέρια τὸ κουτάλι καὶ τὸ ψωμί, μονάχα ποὺ ὁ πατέρας της
ἔβγαλε καπνὸ καὶ τσιγαρόχαρτο κι ἔστριψε τσιγάρο, κι ἡ μάνα
της πῆγε κι ἔκατσε κάτω ἀπ’ τὸ φῶς καὶ συνέχισε τὸ καρίκωμα
ὣς τὰ μεσάνυχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου