..............................................................
·
Το
τέλος του εναλλακτικού τουρισμού
Του
Χρήστου Α. Χωμενίδη
(Από τις «Αληθινές Ιστορίες», περιοδικό «Η Λέξη», τ.188,
απρ.-ιούν. 2006)
Εντυπωσιάζομαι και
ζηλεύω – γιατί να το κρύψω; - τους καλλιτέχνες εκείνους που είχαν την ευκαιρία
ή την ανάγκη να ασκήσουν κατά καιρούς, άσχετα με τη μούσα τους επαγγέλματα. Δεν
αναφέρομαι βεβαίως σε όσους σιτίζονται στο πρυτανείο του ελληνικού δημοσίου με
σχέση τιμητικής αργομισθίας. Μιλάω για τους τυχοδιώκτες, τις περιπετειώδεις
ψυχές, που έχουν στα νιάτα τους μπαρκάρει ή αλητέψει ανά την υφήλιο δουλεύοντας
σε μπαρ, ινστιτούτα αδυνατίσματος, συνοικιακά φωτογραφεία και καζίνο. Το
βιογραφικό του Αντώνη Σουρούνη μού προξενεί περίπου δέος. Ακόμα και η
πληροφορία ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος έβγαζε ένα φεγγάρι το ψωμί του ποζάροντας
σαν γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών δεν με αφήνει αδιάφορο – «κάποιο»
σκέφτομαι «τραγούδι – δεν μπορεί! – κάποιο τραγούδι του θα έχει ως αφετηρία την
εμπειρία εκείνης της απόλυτης έκθεσης…». Κι έτσι μελαγχολώ αναλογιζόμενος το δικό
μου σχεδόν ευθύγραμμο παρελθόν – σχολείο, πέτυχα στη Νομική, πήρα πτυχίο στην
ώρα μου και αν άφησα τη μαχόμενη δικηγορία προτού να λιώσω κάμποσες σόλες
παπουτσιών στους διαδρόμους της Ευελπίδων, ετούτο δεν το βίωσα και σαν κανένα
τρομερό ρίσκο – είχε ήδη εκδοθεί το πρώτο μου μυθιστόρημα και πήγαινε ανέλπιστα
καλά και – με την παρορμητικότητα των εικοσιέξι χρόνων (που δεν μ’ έχει
εγκαταλείψει ούτε στο κατώφλι των σαράντα) – αποφάσισα ελαφρά τη καρδία μέσα σε
μια νύχτα να ποντάρω τη ζωή μου όλη στο ταμπλώ της λογοτεχνίας.
Η
καθημερινότητα του επαγγελματία συγγραφέα φαντάζει ίσως στους απ’ έξω
αξιοζήλευτη. Δουλεύεις με όποιο ωράριο εσύ θέλεις, φορώντας τα ρούχα ή τις
πυζάμες που εσύ επιλέγεις, ακούγοντας – και στη διαπασών καμιά φορά – τη
μουσική της αρεσκείας σου, καπνίζοντας, ρουφώντας αφεψήματα και περδόμενος κατά
βούλησιν, αφού κανέναν δεν έχεις πάνω απ’ το κεφάλι σου παρά μονάχα ίσως τον
εκδότη, που αδημονεί – ελπίζεις – πότε θα του παραδώσεις το επόμενο βιβλίο σου.
Απολαμβάνεις – συν τοις άλλοις – και μιας ασυλίας, που παραδοσιακά επιφυλάσσουν
οι κοινωνίες στους καλλιτέχνες τους, αντιμετωπίζοντάς τους – μεταξύ μας – κάπως
και σαν τους τρελούς του χωριού. Σού συγχωρείται να πιεις λίγο περισσότερο, να
πεις καμιά κουβέντα παραπάνω, να παραβείς μέχρις ένα βαθμό τους κανόνες
συμπεριφοράς – τι διάολο; δημιουργός είσαι! αναζητάς την έμπνευση κι όταν τη
βρεις, της παραδίδεσαι άνευ όρων…
Σε
όλα τα παραπάνω συμπαθητικά ελλοχεύει – κατά τη γνώμη μου – ο μέγας κίνδυνος. Ο
κίνδυνος να αποκοπείς ανεπαισθήτως από την κανονική ζωή και ουσιαστικά να
ιδρυματοποιηθείς: Να φτάσεις να μοιράζεις τις ώρες σου ανάμεσα στο «εργαστήρι»
σου και στα στέκια, καφενεία και μπαρ, όπου ευάριθμες παρέες καλλιτεχνών και
διανοουμένων, ξεχνιούνται σε ατέρμονες κουβέντες κι άλλοτε βαυκαλίζονται με την
ιδέα ότι αποτελούν το άλας της γης κι άλλοτε απελπίζονται με τη διαπίστωση ότι
η κοινωνία αδιαφορεί ουσιαστικά για τους στοχασμούς και για τα έργα τους… Αυτή
η περιθωριοποίηση αποτελούσε ανέκαθεν έναν από τους χειρότερους εφιάλτες μου. Για
να τον ξορκίσω φρόντιζα να συναναστρέφομαι όχι κυρίως με ομότεχνους αλλά με
ανθρώπους της δράσης, της πιάτσας και της αγοράς. Η οπτική τους μού άνοιγε τα
μάτια, η επαφή τους με την καθημερινότητα με γείωνε, οι εμπειρίες τους
αποτελούσαν την ιδανική πρώτη ύλη για τις ιστορίες που έγραφα. Κι αν γίνω ακόμα
πιο προσωπικός, θα ομολογήσω ότι πάντοτε με είλκυε ασυγκρίτως περισσότερο το
κορίτσι της διπλανής πόρτας από τον τύπο της «ψαγμένης», της «εστέτ» (της
«κουλτουρίτσας», όπως τις αποκαλεί χλευαστικά ένας φίλος), η οποία προβάρει τις
φράσεις και τις παύσεις της και παίρνει ακόμα και στο κρεβάτι πόζες – πόζες
ξεπατικωμένες από τα βιβλία του Μπατάιγ, από τα ποιήματα έστω του Ελύτη… Από
την κατά φαντασίαν Μαρία Νεφέλη – εν κατακλείδι – χίλιες φορές προτιμώ την «Παναγία
των Πατησίων» του Νίκου Γκάτσου ή την «Γυναίκα του Πατώκου», από το ομώνυμο
τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά…
Η αντιδιαστολή που
μόλις έκανα, μιλώντας για γυναίκες, είναι τόσο σχηματική, ώστε καταντάει
ψευδής. Πέραν του ότι κάθε αληθινός άνθρωπος – και κάθε επιτυχημένος
μυθιστορηματικός χαρακτήρας – αποτελεί μια κινούμενη αντίφαση, περιέχει πολλούς
διαφορετικούς και εχθρικούς ανάμεσά τους εαυτούς, η Ελλάδα μας η ίδια έχει
καταλήξει τις τελευταίες δεκαετίες να κατοικείται αποκλειστικά από υβρίδια. Το
υβρίδιο «λαϊκο-κυριλέ μικρομεσαίος επιχειρηματίας», το υβρίδιο
«αριστερο-εθνικιστής εξεγερμένος τηλεθεατής», το υβρίδιο «κορίτσι της διπλανής
πόρτας με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες…
Τον
παλιό καιρό – μού έλεγε ο Βασίλης Βασιλικός – για να το πάρει απόφαση ένας νέος
να αφοσιωθεί στην τέχνη έπρεπε είτε να ‘ναι τρελαμένος, διατεθειμένος να τα
θυσιάσει όλα στο βωμό της είτε να προέρχεται από πολύ εύπορη οικογένεια και να
‘χει λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα εκ γενετής. Με την δεύτερη ωστόσο
μεταπολίτευση – την άνοδο δηλαδή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 – πλασαρίστηκε
η αντίληψη ότι η τέχνη όχι μονάχα απευθύνεται αλλά και παράγεται δικαιωματικά
από το λαό. Οι υπουργοί πολιτισμού – με την Μελίνα Μερκούρη πρώτη και καλύτερη
– αλώνισαν την ελληνική επικράτεια και ενέπνευσαν τη δημιουργία περιφερειακών
θεάτρων, τοπικών γκαλερί, παντοειδών ομάδων αισθητικής αναζήτησης και
παρέμβασης. Ο εφοριακός της μικρής κωμόπολης μπορούσε πλέον να ζωγραφίζει και
να εκθέτει τα έργα του στην κοντινή αίθουσα τέχνης δίχως τον κίνδυνο να τον
περάσουν για ψώνιο, ίσα-ίσα! Η καλλιεργημένη και ευαίσθητη νηπιαγωγός έβγαζε
τώρα χωρίς δισταγμό τα εσώψυχά της στο χαρτί, με τη μορφή ποιημάτων ή πεζών.
(Με την εκδοτική έκρηξη που σημειώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, οι πιθανότητες
δημοσίευσης και του πιο πρωτόλειου ακόμα αισθηματογραφήματος αυξήθηκαν
δραματικά, πράγμα όχι αποκλειστικά αρνητικό: «Κάλλιο στον τυπογράφο παρά στον
ψυχίατρο» έχει αποφανθεί με γενναιοδωρία ο ίδιος ο Βασιλικός). Έτσι κι αλλιώς,
στον παραδείσιο σοσιαλιστικό κόσμο – όπως γλαφυρά τον προφήτευαν οι μεγάλοι
οραματιστές του προπερασμένου αιώνα – ο καθένας θα είχε τη δυνατότητα να ‘ναι –
εκτός από αγρότης ή εργάτης – κι ερασιτέχνης γλύπτης κι ερασιτέχνης βιολιστής…
Ερασιτέχνης: Αυτή
ακριβώς είναι η κρίσιμη λέξη. Διότι εάν τα ποικίλα ταλέντα, που ανθίζουνε σαν
τα αγριολούλουδα σε κάθε γειτονιά, εκφράζονταν και εκτονώνονταν στο πλαίσιο
ερασιτεχνικών θιάσων, ερασιτεχνικών μουσικοχορευτικών ή άλλων συλλόγων, κανείς
δεν θα ‘χε ούτε την ελάχιστη ένσταση. Έλα όμως που ο άνθρωπος είναι ζώο
φιλόδοξο και ανικανοποίητο! Ιδίως όταν βρίσκεται στην πρώτη νιότη του και ιδίως
όταν του προπαγανδίζουν νυχθημερόν τη διασημότητα ως μόνη υπαρξιακή δικαίωση
και την καλλιτεχνία ως σίγουρη – σχεδόν – οδό προς τη διασημότητα! Μιλάω
ασφαλώς για την εμφάνιση και την κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασης. Μιλάω για
την κατακόρυφη άνοδο του αριθμού των σπουδαστών στις δραματικές σχολές (προτού
εγκαινιάσουν τα κανάλια τις δικές τους «ακαδημίες» ριάλιτι). Μιλάω για τα
χιλιάδες αγόρια και κορίτσια της διπλανής πόρτας που – επειδή έλεγαν καλά το
ποίημα και το τραγούδι στο σχολείο, επειδή ήταν νόστιμα και τολμηρά – έστρεψαν
περιφρονητικά την πλάτη σε μιαν εξασφαλισμένη πλην «πεζή» σταδιοδρομία και
πίστεψαν ακράδαντα ότι απ’ το χέρι τους περνάει να γίνουν όχι απλώς επαγγελματίες
καλλιτέχνες αλλά και σταρ! Μια πτυχή κι αυτή του μαζικού απατηλού ονείρου, του greek dream, που έφτασε στο
απόγειό του στη δεκαετία του ’90 και οδήγησε κάποια εκατομμύρια άλλους
ανθρώπους να παίξουν τις οικονομίες τους στο χρηματιστήριο με την πεποίθηση ότι
θα γίνουν όλοι πλούσιοι…
Τον καιρό λοιπόν της
ελεύθερης πτώσης του χρηματιστηρίου, συνδέθηκα εγώ με μια νεαρή ηθοποιό, η
οποία μόλις ξεκινούσε τότε την καριέρα της. Ο έρωτας μου δεν μου επέτρεπε να
κρίνω το μέγεθος του ταλέντου της. Εκείνο πάντως που διαπίστωνα καθημερινά ήταν
ότι – αν και εργατικότατη – η Δ. (κρύβω τ’ όνομά της, καθώς είναι πλέον
παντρεμένη με κάποιον φέρελπι βουλευτή) αντιμετώπιζε ένα κακοτράχαλο παρόν και
ένα εντελώς αβέβαιο μέλλον: Οι υποσχέσεις των καθηγητών της στη δραματική σχολή
– και φτασμένων ηθοποιών – ότι θα την ανέβαζαν στο πλευρό τους στο σανίδι είχαν
όλες αθετηθεί. Με την αποφοίτησή της συνεπώς, η Δ. είχε ριχτεί στην ελεύθερη
αγορά εργασίας με πενιχρά τα πρώτα αποτελέσματα: Λεφούσια νεαροί σαν και την
ίδια γύριζαν από οντισιόν σε οντισιόν, έλεγαν και ξανάλεγαν μπροστά σε
σφίγγες-θιασάρχες τους θεατρικούς τους μονολόγους, μοίραζαν βιογραφικά,
ανέχονταν – ή και ενέδιδαν κάποιες φορές – στο φλερτ του τάδε ή του δείνα
σκηνοθέτη με δέλεαρ έναν ρόλο. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης
λειτουργούσε αμείλικτα: Λίγοι οι ρόλοι, πάρα πολλοί οι ενδιαφερόμενοι,
σκληρότατος ο ανταγωνισμός, ταχύτατη η προσγείωση στην άχαρη πραγματικότητα… Τα
παιδιά που είχαν προσέλθει λίγα χρόνια νωρίτερα στις εξετάσεις των δραματικών
με το όνειρο να ενσαρκώσουν έναν Άμλετ, μία Μπλανς Ντυμπουά, να
πρωταγωνιστήσουν έστω σ’ ένα σίριαλ της Μιρέλας Παπαοικονόμου, θα ένιωθαν τώρα
ευγνωμοσύνη σχεδόν, εάν τα διάλεγαν για το χορό μιας αρχαίας τραγωδίας ή για
ένα «πέρασμα» από μια καθημερινή σαπουνόπερα…
«Κουράγιο!» έδινα κουράγιο
στην αγαπημένη μου. «Τι κουράγιο και ξεκουράγιο;» μου απαντούσε εκείνη
εκνευρισμένη. «Η φίλη μου η Φ. – την είδες προχτές στο πάρτυ – έχει τελειώσει
εφτά χρόνια τη Βεάκη και ζήτημα άμα έχει σταυρώσει τρεις δουλειές. Όλη της η
καριέρα εκτυλίσσεται στις οντισιόν. Αλλά και εκεί την ξέρουν πια και πάνω στην
πέμπτη ατάκα την κόβουν, «ευχαριστούμε» της λένε «θα σας ειδοποιήσουμε αν…».
«Καλά, η Φ. αποτελεί την εξαίρεση, τον πάτο του καζανιού…». «Κι ο κανόνας
δηλαδή ποιος είναι;» συγχυζόταν ακόμα περισσότερο. «Να τραβιέσαι μια ζωή σε
δευτερότριτους ρόλους; Να υπάρχεις για να δίνεις τις πάσες στους πρωταγωνιστές;
Και γιατί να μην είμαι εγώ η πρωταγωνίστρια; Σε τι υστερώ; Πες μου, σε ικετεύω,
αντικειμενικά: Μου λείπει αυτό το «κάτι»; Ή μήπως φταίει που δεν μεγάλωσα σε
καλλιτεχνικό περιβάλλον; Να η κόρη του Θ.», ανέφερε έναν πασίγνωστο
θεατράνθρωπο, «έγινε όνομα ενώ βρισκόταν ακόμα στο πρώτο έτος της σχολής! Την
έχεις δει – στο μεταξύ – πώς παίζει; Τα
σκάγια έπαιρναν στη συνέχεια κι εμένα: «Εσύ είσαι τυχερός» μου έλεγε. «Τι χρειάζεσαι εσύ για να
εκφραστείς; Ένα χαρτί κι ένα στιλό!» «Μπορεί όμως το επόμενο βιβλίο μου να μην
το αγοράσει κανείς…» αμυνόμουν
όπως-όπως. «Τουλάχιστον θα το έχεις γράψει. Ας έπαιζα κι εγώ τους ρόλους που
λαχταράω κι ας ήταν σε αδειανά καθίσματα…»
Οι κρίσεις της, ευτυχώς, δεν διαρκούσαν πολύ. Φύση
αισιόδοξη η Δ., ξέσπαγε και ηρεμούσε και – την επομένη το πρωί – νάσου την πάλι
να ντύνεται και να βάφεται και να βγαίνει προς άγραν εργασίας… Ήταν, στ’
αλήθεια, κι άτυχη (ή ίσως εγώ να της έφερνα άθελά μου γρουσουζιά). Έφτανε κάθε
τόσο στην πηγή και νερό δεν έπινε: Πριν απόν το Πάσχα την πήρανε στον χορό των Τρωάδων που θα ανέβαζε το περιφερειακό θέατρο μιας
πόλης της Πελοποννήσου. Κι ενώ είχαν ξεκινήσει νωρίς-νωρίς τις πρόβες, τους
πληροφόρησαν ότι οι δήμαρχος είχε σηκώσει μπαϊράκι κι αξίωνε οι κοπέλες του
χορού να προέρχονται από την πόλη του, από τον κύκλο συγκεκριμένα των ψηφοφόρων του – «έχουμε κι εδώ
κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά! – τι τις θέλουμε τις ξένες;» είχε παρέμβει παλαιοκομματικότατα… Της πρότειναν ύστερα να εμφανιστεί σε μια ταινία και σε
ένα σίριαλ – αμφότερα αμφιβόλου ποιότητας, με έμφαση στις γυμνές σκηνές. Την
έπεισα να κατανικήσει τους δισταγμούς της, γιατί ήξερα πως αν αρνιόταν θα το
μετάνιωνε αυτοστιγμεί πικρά. Και τα δύο ματαιώθηκαν λίγο πριν να υπογράψει
συμβόλαιο…
Στο μεταξύ, κατοικούσε σε μια ισόγεια
γκαρσονιέρα – τριάντα τετραγωνικά – σε παλιά πολυκατοικία στα Πατήσια και
εξασφάλιζε τον επιούσιο κάνοντας την γκαρσόνα σε ένα εξαρχιώτικο μπαρ. Οι
γονείς της – αυτό μου το αποκάλυψε κλαίγοντας από θυμό – την είχαν ουσιαστικά
πετάξει έξω από το σπίτι, ο πατέρας της – συνταξιούχος χωροφύλακας – δεν θα την
δεχόταν πίσω, αν δεν συνέχιζε τις σπουδές της στο ΤΕΙ Λογιστικής. Μετεωριζόταν
η καημένη η Δ. ανάμεσα στο μικροαστικό της λίκνο και στα προσώρας ανεκπλήρωτα
καλλιτεχνικά της όνειρα. Κι αποτελούσε καθαρά ζήτημα χρόνου το να χάσει η ζωή
της κάθε μποέμικη επίφαση και να καταντήσει απλώς θλιβερή…
(συνέχεια)
(συνέχεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου