Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

«Η κυκλαμιά του Αναπλιού» Διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1887 - 1940)

.............................................................




·       «Η κυκλαμιά του Αναπλιού»











Διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1887 - 1940)

   ΣΤΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ των Ψαρών απόμεινε, μετά την καταστροφή, μια ζωή κρυμμένη σε μια σχισμάδα. Οι βάρκες των γαλλικών πλοίων δεν την περιμάζεψαν. Ο τρόμος δεν την άφησε να βγη.* Τέλος, η πείνα την ξετρύπωσε. Περνούσε η σκούνα του γέρο Τούντα. Το απομεινάρι του χαμού κουνούσε τα χέρια του. Φώναζε. Το κύμα έσβηνε την αδύνατη φωνή του. Το πλεούμενο τράβαγε το  δρόμο του. Η απελπισμένη φωνή μολαταύτα ρίχτηκε στο κύμα και, κολυμπώντας μ’ όση δύναμη τής είχε μείνει, ως που τη νιώσανε, αρπάχτηκε απ’ την καλούμα που της έριξαν και σκαρφάλωσε. Ήταν μια κοπέλα. Ο γέρο Τούντας ξαφνιάστηκε. Είχε κλάψει τα Ψαρά. Να τα εκεί πάνω, καθώς περνούσε η σκούνα του, πέτρινος τάφος. Και τώρα, τούτη η ζωή που πρόβαλε απ’ το νερό και γαντζώθηκε στη σκούνα και γλύτωσε, του φάνηκε σαν η ίδια η Ρωμιοσύνη, που εδώ τη σκοτώνεις κι εκεί ξαναζή. Η κόρη, σα βεβαιώθηκε πως έπεσε σε χέρια Ρωμιών, ανακάθησε απάνω στη σκούνα και, λαχανιασμένη απ’ το κολύμπι, με το περδικωτό το στήθος που ανεβοκατέβαινε, κοίταζε γύρω της. Ζούσε. Τι άλλο είναι απ’ αυτό; Όλα ξεχνιούνται. Η θάλασσα ήταν διαμάντι. Ο αγέρας σιγόπαιζε και σιγοσφύριζε στα σκοινιά και στο φλόκο. Η πλάση δεν ήξερε την καταστροφή των Ψαρών! Δε θα τη μάθη ποτέ.

   -Πώς σε λένε; ρώτησεν ο καπετάνιος.

   Δεν απάντησε.

   -Έλα να βάλης ένα στεγνό ρούχο.

   -Μαρώ, είπε τότε σαστισμένη.

   Όταν κατάφερε, κρύβοντάς την απ’ τα μάτια των Τούρκων, να φτάση ο γέρο Τούντας στο Ανάπλι, πήρε την κοπέλα κ’ είπε στη γυναίκα του:

   -Γριά, απόχτησες παιδί, σαν τη Σάρα.

   Τρία χρόνια τώρα η Μαρώ ζη στ’ Ανάπλι. Ανθίζει κάτω απ’ το βράχο του παραμυθιού, σαν το κυκλάμινο κάτω απ’ την πέτρα. Και δεν ήταν τάχα κυκλάμινο; Ο Θεός της έδωσε αυτό το χρώμα στα μάγουλα. Λίγες κοπέλες αξιώθηκαν να τόχουν. Το κυκλάμινο ήταν ελαφρά χυμένο στα ήσυχα μάγουλά της, στο παιδιακίσιο πηγούνι, στις άκρες των αυτιών της, στα μελίγγια. Χαμηλόβλεπε κ’ έρριχναν τα τσίνορά της μενεξεδένιον ίσκιο. Ήταν η ντροπή. Ήταν η παρθενιά κ’ η αγιωσύνη. Όταν τα κέρινα δάχτυλά της, γραμμένα με το κοντύλι, χυμένα, άγγιζαν τις δυο ολοκάστανες πλεξίδες της, για να τις ξαναρρίξουν από το στήθος στις πλάτες, όταν ανέβαινε τη μικρή πέτρινη σκάλα, κυπαρισσένια, σεμνόπρεπη, μαυροντυμένη για κείνους πούχασε στα Ψαρά, οι γειτόνοι έλεγαν μέσα τους πως ήταν αδύνατο να συλλογιστή κακό. Μια τέτοια στιγμή την είδε, καθώς περνούσε από κει, ο Σάββας, φερμένος απ’ τα μέρη της Λαμίας, νοικοκυρόπαιδο, που φορούσε τη φουστανέλλα του χιόνι, μέσα στο καταλερωμένο και κουρελιασμένο Ανάπλι. Όλες οι ιδέες, όσες τούδωσαν τα λίγα γράμματα που ήξερε, ζωντάνεψαν εκεί δα. Η ελεημοσύνη, η καρτερία, η στοργή, πήραν γι’ αυτόν το κυκλαμί και το ντροπαλό της Μαρώς. Οι όσιες και οι άγιες, όσες είχε ιδή ζωγραφισμένες από Μανιάτες αγιογράφους στο μισοσκόταδο των παρεκκλησιών, δένοντας με σφιχτό μαντήλι τις πλεξούδες τους, που ήταν οι πλεξούδες της Μαρώς, ακινητούσαν ορθές στη φαντασία του, ενώ ένα λιγνό κερί έλυωνε στα πόδια τους και λύγιζε. Ο Σάββας έχασε τον ύπνο του. Τ’ αποφάσισε. Μια, δυο, πήγε στη γριά του ναυτικού.

   -Την παίρνω! της είπε.

   Καλύτερη τύχη δεν ήθελαν για την πεντάρφανη. Η γριά, σταυροκοπούμενη, τούπε να κάμη αβασταγή ως που νάρθη κι ο γέρος. Ο γέρος ήρθε κ’ έδωκε τη γνώμη του. Ο γάμος έγινε στον Άϊ-Σπυρίδωνα, και μάλιστα μ’ απίστευτες τιμές, με κανονιές. Ο Γρίβας απ’ το Παλαμήδι κι ο Φωτομάρας απ’ το Ιτς-Καλέ πιάστηκαν κ’ έτυχε αυτήν την ώρα ν’ αρχίσουν το κανονίδι. Παπάς και ψαλτάδες κατάπιαν βιαστικά την ακολουθία. Μα τελοσπάντων το μυστήριο έγινε.



   -Αχ, τι βουνά ειν’ αυτά! Έλεγε η νιόπαντρη κοιτάζοντας πέρα, πολύ πέρα. Τι νάναι πίσω από κει;

   -Τόπος, παιδί μου.

   -Να βρισκόμουνα κει!

   -Τι θες, παιδί μου, εσύ, στο ρημαγμένο τόπο;

   -Ας βρισκόμουνα αλλού, θειά. Πέρα, πιο πέρα…

   -Τι είν’ αυτά που λες; Εσύ, που είχες την τύχη να πάρης το νοικοκυρόπουλο απ’ το Ζητούνι;

   Η Μαρώ δε μιλούσε.

   Ερχόταν ο άντρας της. Ό,τι είχε μείνει στο Μοριά και δεν τόκαψε ο Ιμπραήμης, της τόφερνε. Τα λαχανικά. Τα οπωρικά. Τα κουφέτα απ’ το μαγαζί. Τα χάδια. Τα παραμύθια. Τα κιθαρίσματα. Γιατί μόνο αυτός είχε κιθάρα στο Ναύπλιο. Αυτή και το βιολί του Φλογαΐτη, φάλτσα και τα δυο, έφταναν για να θυμίσουν μέσα στη δύστυχη πόλη τις εννέα διωγμένες Μούσες και τον Απόλλωνα. Λίγο ιεροψάλτης ο Σάββας και λίγο τραγουδιστής, ξεκρεμούσε την κιθάρα, μοναδικό στόλισμα του κατάγυμνου τοίχου, και τραγουδούσε:

                                       Εις μι’ ανθερή μυρσίνη

                                       η χάρις Ευφροσύνη

                                       εις δάση δροσερά,

                                       τον Έρωτα δεμένον

                                       τον είχε τον καϊμένον

                                       με σίδερα σκληρά.

   -Δεν μπορώ να τ’ ακούω, λυπητερό είναι! Άλλο χαβά! τούλεγε η Μαρώ.

   -Άλλο, Μαρώ μου…

   Και της τραγουδούσε σ’ άλλον ήχο:

                                         Χαίρετε όρη, φθορείς Τιτάνων!

                                         Κρημνοί Αγράφων, Πήλιον, Όσσα!

                                         Ω, Πιερίας μνημεία τόσα,

                                         σάλπιγγες πάντα θούρων παιάνων!

   -Όχι άλλες σάλπιγγες! έλεγε η Μάρω. Βαρέθηκα. Απού ένοιωσα τον εαυτό μου, φωτιές και βροντές ακούω. Με τις κανονιές στεφανώθηκα…

   Κ’ έβγαινε στο παράθυρο.

   -Να μας έπαιρνε κείνο το καράβι, να μας πήγαινε όξω…

   -Πού όξω, Μαρώ; Είναι βασιλικό το καράβι, είναι ντελίνι φράγκικο…

   -Στη Φραγκιά να μας πήγαινε. Στα Παρίσια…

   -Τι δουλειά έχομε στα Παρίσια, Μαρώ μου… Δεν είναι τα χούγια μας τέτοια. Εμείς είμαστε Ρωμιοί, δεν τρώμε μπακάκους. Κι έπειτα, τι, για μικρό τόχεις τ’ Ανάπλι; Εδώ είναι πολιτεία… Εδώ ειν’ στρατηγοί κ’ οι καπετάνιοι.

   -Τσαρούχια, σιλάχια και κάπες! Έλεγε στραβομουτριάζοντας η Μαρώ.

   Γεννήθηκε στη Θεσσαλία από πατέρα μισο-Δημητσανίτη κι από μάννα Μακεδονίτισσα, έζησαν λίγα χρόνια στα Σάλωνα, κουβαλήθηκαν ύστερα με τους άλλους Ρωμιούς στα Ψαρά, την ξερρίζωσαν από κει τα κανόνια του Χοσρέφ, την πήρε η σκούνα, τη δέχτηκε τ’ Ανάπλι – κ’ η Μαρώ πονούσε για τη Φραγκιά. Ήταν απ’ τις ψυχές που βλέπουν όξω! Πέρα! Ήταν σαν το δεντρί που ριζώνει στην αυλή και καρπίζει όξω απ’ το φράχτη. Ποιος θα μάθη τι θέλουν αυτές οι ψυχές; Την ώρα που οι αρχόντοι ήρθαν απ’ την Ευρώπη στ’ Ανάπλι κ’ έτρωγαν όσπρια, η Μαρώ έλεγε στον άντρα της, μουντζοκλαίγοντας και φέρνοντας τα γραμμένα δάχτυλα στον περιστερένιο της λαιμό:

   -Είμαι ως εδώ από φακή!



  Η τύχη, σα να την άκουσε, της έφερε την Ευρώπη μες στην αυλή της. Ήρθε και κάθησε στο αντικρυνό δωμάτιο ένας από τα εικοσιεφτά μέλη του «Πανελληνίου»! Ευρωπαίος. Γρηγόρης Σούτσος τ’ όνομά του. Πριγκιπογενιά. Ερχόταν απ’ τα Παρίσια. Ήταν χυτός, ντελικάτος. Μακρυά δάχτυλα, βαριά και σοβαρή μιλιά. Μα εκείνο που θάμπωσε τη γειτονιά δεν ήταν το αξίωμά του κ’ η πριγκιπική του καταγωγή, όσο τα παράθυρά του με τα τζάμια στο Ναύπλιο. Η γυαλάδα τους, το άναμμά τους στο ηλιοβασίλεμα, το αόριστο, το αμφίβολο, το παραμυθένιο που έδινεν η διαφάνειά τους στα μέσα αντικείμενα, αναστάτωσαν τη Μαρώ. Κλείνοντας αυτή τα σανιδένια της παραθυρόφυλλα, χωριζόταν απ’ τον κόσμο. Κλείνοντας ο πρίγκιπας τα δικά του, είχε μπροστά του το λιμάνι, τα βουνά και τους διαβάτες. Αχ, η Φραγκιά! Κοιτάζοντας η Μαρώ μέσα απ’ το τζάμι, έτρωγε με τα μάτια το ευρωπαϊκό καθισμα που φαινόταν εκεί – ένα ήταν -, το μικρό κομοδίνο και τα πέντε δεμένα βιβλία που ακουμπούσαν απάνω του. Τέλος, ήρθε κ’ η δόξα. Μια Κυριακή μεσημέρι, ο Γρηγόρης Σούτσος, από υποχρέωση που τούστειλε το αντρόγυνο πέντε πορτοκάλια, ανέβηκε τη μικρή τους σκάλα και πήγε να τους χαιρετίσει μ’ όλο τον αέρα της ηγεμονικής του γενιάς και του Παρισιού. Η Μαρώ έκαμε τρεις νύχτες να κοιμηθή.

   -Να εκείνος που θα με μάθαινε γαλλικά! Είπε μια μέρα στον άντρα της.

   -Ο πρίγκιπας; Έλα στα καλά σου, Μαρώ!

   -Θα σκάσω, αν δεν μου μάθη τα γαλλικά!

   Ο καλός Λαμιώτης τής παράστησε πως αυτό είναι τρέλλα. Μη ξέροντας από τη μια μεριά πως το τρελλό είναι εκείνο που τραβά τις γυναίκες, κι από την άλλη τη Μαρώ, ένοιωθε μέσα του πως η τρέλλα έγινε κιόλας. Είχε δίκιο. Την πρώτη φορά ο πρίγκιπας, για να ξεφύγη, βρήκε την πρόφαση πως έχει συχνά συμβούλιο με τον Κυβερνήτη. Τη δεύτερη, πως του λείπουν τα βιβλία. Την τρίτη όμως, μαθαίνοντας πως η ωραία γυναίκα ήταν απομεινάρι της καταστροφής των Ψαρών, συγκινημένος, καταδεχτικός για την αφέλειά της, ανέβηκε στης Μαρώς και της έγραψε σαν καλός δάσκαλος το αλφάβητο. Το τέταρτο μάθημα κόπηκε στη μέση. Η Μαρώ, πετώντας χαρτί και μολύβι, στάθηκε στη μέση και, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι:

                                                  Το πόσο δίνουν το φιλί

                                                   στη Δύση, στην Ανατολή,

                                                  της παντρεμένης τέσσερα

                                                  της χήρας δεκατέσσερα,

φώναξεν άξαφνα:

   -Ακούς τι λέει το κουτοτράγουδο, πως έχει μόνο τέσσερα το φιλί της παντρεμένης; Έχει παραπάνω, έχει εξήντα, διακόσια φλωριά! Να το!

   Κ’ έσκασεν ένα φιλί του δασκάλου.

   Ο Σούτσος ταράχτηκε. Μα ήταν αργά. Σε μιαν αρχόντισσα θάξερε τι να πη, σε μια χωριάτισσα δεν ήξερε. Τη φοβέρισε πως δεν θα ξαναπατήση. Σε τρεις μέρες ξαναπήγε. Κ’ ύστερα το λάθος έγινε καθημερινό. Τόμαθε η αυλή, έπειτα η γειτονιά, έπειτα η Πρόνοια, έπειτα η κορφή του Παλαμηδιού. Ο άντρας της, απελπισμένος, πήρε τα μάτια του κ’ έφυγε στον πόλεμο, με την απόφαση να κυνηγήση τα βόλια και τις μπόμπες ως πού να σκοτωθή.

   Μια μέρα ήρθε ο Νικολέττος απ’ το Κυβερνείο κ’ είπε του Σούτσου πως τον ζητεί ο Κυβερνήτης. Πήγε και παρουσιάστηκε. Δεν τον βρήκε καθισμένο στο γραφείο του και σκυμμένο στα χαρτιά, όπως πάντα. Περπατούσε απάνω κάτω με το δεξί χέρι πίσω. Απάνω στο γραφείο του ήταν λησμονημένο το γεύμα του, ένα φλυτζάνι λαχανόζουμο. Άξαφνα, ο Καποδίστριας στάθηκεν ακίνητος κ’ έρριξε στο Σούτσο τα  δυο μικρά του μάτια, που έλαμπαν κάτω από τα θαυμάσια τόξα των μαύρων του φρυδιών.

   -Κύριε, του είπε, Ροβινσώνες δεν είμεθα.

   -……..

   -Ροβινσώνες δεν είμεθα, σας είπα. Κανείς από μας δεν κατοικεί μόνος του στο νησί του. Το Ναύπλιον δεν είναι ερημόνησος και δεν είσθε ο Κρούσος, κύριε Σούτσε! Η κοινωνία είναι εδώ. Το λησμονήσατε.

   -Εξοχώτατε…

   -Υπάρχομεν γι’ αυτήν, κύριε. Γι’ αυτήν είμαι καλός ή κακός Κυβερνήτης, γι’ αυτήν είσθε καλός ή κακός πολίτης. Από σήμερα δεν είσθε μέλος του «Πανελληνίου». Χαίρετε.

   Ο Γρηγόρης Σούτσος κατέβηκε τη σκάλα και τράβηξε ίσια στην αυτοκτονία. Όχι σκοινί και πιστόλι. Τιποτένια και συνηθισμένα πράματα, για τους δειλούς.   

   Ο Σούτσος έρρεψε από τύψη. Τρεις μήνες περπάτησε ακόμα μες στη μικρή κοινωνία, διαβάζοντας την καταδικαστική της απόφαση, το σκεπτικό της και το διατακτικό, σε χαιρετισμούς χλιαρούς, σε μουρμουρίσματα, σε κοιτάγματα. Τάνοιωθεν όλα. Κρυφογνώστης έγινεν απ’ την τύψη. Από γυαλί ήταν οι διαβάτες. Έβλεπε μέσα τους την κατηγορία. Τη συγγνώμη πουθενά. Ο ίδιος είχε καταδικάσει τον εαυτό του. Είδε τις σπουδές του μάταιες, τη ζωή του πλάνη, τη νιότη του καπνό. Μια γυναικούλα τον τράβηξε και γλίστρησε. Ήρθε στην πατρίδα του να την ωφελήση, πάνε όλα! Αφού λοιπόν το προπατορικό φίδι εξακολουθεί να σφυρίζη τα ίδια στο αυτί των ανθρώπων κι ο άνθρωπος είναι πάντα ο πρώτος κάτοικος του θείου κήπου, ποτέ ο δεύτερος, πάντα ανίδεος, πάντα έτοιμος να γελαστή, να χάση τον κήπο, να μείνη απέξω και ν’ ακούη τις βροντές του ιδιοκτήτη – «επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου…» - αφού τα ίδια γίνονται από τότε και θα γίνωνται, ας τελειώση αυτή η κωμωδία – έλεγε μέσα του ο Σούτσος. Δικαιολογούσε τον Κυβερνήτη που τον έκρινε, τη γυναίκα που ήταν κοκορόμυαλη, και μόνο στον εαυτό του, σαν άρχοντας, έδινεν άδικο. Κι όσο περπατούσε τις νύχτες στην ακρογιαλιά και τα συλλογιόταν αυτά στο σκοτάδι, εύρισκεν, ο αποδιωγμένος, πως όχι μια Μαρώ, παρά ένα χαλίκι, ένα μαμούδι, μπορούν ν’ αλλάξουν τη γραμμή της ζωής του ανθρώπου, άμα τούτο είναι γραμμένο, και τότε η νύχτα, το τρεμάμενο φως μιας ψαρόβαρκας πέρα, ενός άστρου απάνω, ενός λύχνου στο Ιτς-Καλέ, τα κύματα που μούγκριζαν στα μουράγια, η κοινωνία, τα έθνη, το άχυρο που λέμε άνθρωπο, η φήμη, η αρετή, του φαίνονταν όλα μια αλλόκοτη ιστορία, που ένα μόνο σοβαρό νόημα μπορεί νάχη, το τέλος που ο ίδιος περίμενε. Τον τρίτο μήνα, ήρθε ένας τύφος απ’ το νερό του Αναπλιού και τον αποτελείωσε. Ο Σούτσος πέθανε. Όλη η κοινωνία τότε ακυρώνοντας την απόφασή της, ακολούθησε την κηδεία του και τον έκλαψε πικρά. Ποτέ η καμπάνα του Άϊ-Σπυρίδωνα δεν έβγαλε τέτοιον ήχο.



   Πολλοί, διαβάζοντας την αληθινή τούτην ιστορία, θα περιμένουν και το κακό τέλος της Μαρώς. Ας μη γελαστούν. Είναι γυναίκες πλασμένες για να παίρνουν τον αέρα της κοινωνίας. Η Μαρώ ήταν απ’ αυτές. Όποιος κι αν είδε το κυκλαμί στα μάγουλά της και το σεμνό της αργοπερπάτημα, νόμιζε, όπως ο καλότυχος ο Σάββας, πως ήταν η ίδια η Χρηστομάθεια. Τα μάτια έχουν δική τους γνώμη. Ας τρέξανε όσα τρέξανε. Η κοινωνία δεν μπορούσε να της αρνηθή την υπόληψή της. Όσο καταλάβαινε η Μαρώ πως πήρε του κόσμου τον αέρα, τόσο αυτή αδιαντρόπιαζε.

   Και, με τον αέρα τούτον, κυνήγησε τον καινούργιο της καϊμό, που ήταν και πάλι καϊμός της Φραγκιάς. Μετά τα κουτσογαλλικά, χάθηκε να μάθη χορό. Λίγες μέρες μετά την κηδεία, η Μαρώ βρήκε το ευρωπαϊκό της ιδανικό σ’ ένα Γάλλο της στρατιάς του Μαιζόν. Τον ξόρκισε να της μάθη μαζούρκα. Σε τέτοιο μάθημα μιας μαζούρκας παλαβής, που τάραζε το πάτωμα και την κοψομεσασμένη σκάλα, είχαν συναρπαστή κ’ οι δυο, μια μέρα που ο Αλέξανδρος Ραγκαβής αντίκρυ μάζευε τα βιβλία και τις επιστολές του Γρηγόρη Σούτσου. Ήταν μόλις ένας μήνας μετά το θάνατό του! Ο Ραγκαβής, νέος ακόμα, μόλις φερμένος απ’ το Μόναχο, αντί  να θυμώση με την αδιαντροπιά της γυναίκας, γύρισε το πρόσωπό του κι άρχισε να κλαίη για τη φυγή των ανθρώπινων πραγμάτων με το κεφάλι κάτω, με το χέρι ακουμπισμένο στο «Οδοιπορικό» του Σατωβριάνδου, το αγαπημένο βιβλίο του ξαδέρφου του. Τότε άκουσε όξω ένα χαλάζι από βρισιές και τινάχτηκε. Ο γέρο-Τούντας, γυρισμένος από μακρινό ταξίδι, ερχόταν μια και δυο να βρίση την κόρη που περιγέλασε τη συμπόνια του και τον ανθρωπισμό του.

  -Χορό μούστησες, σκρόφα; φώναξεν ο ναυτικός, κοιτάζοντάς την μεσ’ από τ’ ανοιχτό παράθυρο να τινάζεται στον αέρα. Ντροπή, μωρή, ήταν εκείνο πούχες στα μούτρα σου, για ήτανε βαφή; Μάδημα ήθελε τούτο το παλιομούστακο και πέταμα στην κοπριά, σκύλα! Αν ήθελε να σ’ αφήκω στον πάτο της θάλασσας, να σε φάη η σμέρνα και το σκυλόψαρο, δε θα μου κάθιζες τη μουτζούρα που μούβαλες, σακαφλιόρα!

   Η Μαρώ δεν τάχασε. Άμα τελείωσαν οι βρισιές, του φώναξεν ατάραχη:

   -Για να πεθάνω με γλύτωσες, μπάρμπα, ή για να ζήσω;

   Κι έκλεισε το σανιδένιο παράθυρο.



*Σημείωση: Στην αντιγραφή από την έκδοση του "Βιβλιοπωλείου της "Εστίας" τηρήθηκε με ακρίβεια η ορθογραφία του πρωτοτύπου


Δεν υπάρχουν σχόλια: