.............................................................
- · «Η γάτα που νόμιζε πως ήταν σκύλος και ο σκύλος που νόμιζε πως ήταν γάτα»
Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ (1902-1991) |
Από τις «Ιστορίες για παιδιά» του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ (μτφ. Ανθή Λεούση, εκδ. «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ»,
2005)
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
ήταν ένας φτωχός χωρικός, που τον έλεγαν Γιαν Σκίμπα. Ζούσε με τη γυναίκα του
και τις τρεις κόρες του σε μια καλύβα, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, με αχυρένια
στέγη, μακριά από το χωριό. Το σπίτι είχε ένα κρεβάτι, έναν πάγκο και μια
σόμπα, αλλά κανέναν καθρέφτη. Ο καθρέφτης ήταν πολυτέλεια για ένα φτωχό χωρικό.
Και γιατί να χρειάζεται καθρέφτη ένας χωρικός; Οι χωρικοί δεν ενδιαφέρονται για
την εμφάνισή τους.
Αλλά αυτός ο χωρικός είχε ένα σκύλο και μια
γάτα στην καλύβα του. Ο σκύλος λεγόταν Μπούρεκ και η γάτα Κοτ. Είχαν γεννηθεί
και οι δύο την ίδια εβδομάδα. Όσο λίγο φαγητό κι αν είχε ο χωρικός για τον
εαυτό του και την οικογένειά του, δεν θα άφηνε ποτέ το σκύλο και τη γάτα του
νηστικούς. Καθώς ο σκύλος δεν είχε δει ποτέ του άλλο σκύλο, ο σκύλος φανταζόταν
ότι ήταν γάτα και η γάτα νόμιζε πως ήταν σκύλος. Η αλήθεια ήταν ότι δεν
έμοιαζαν καθόλου από φυσικού τους. Ο σκύλος γάβγιζε και η γάτα νιαούριζε. Ο
σκύλος κυνηγούσε κουνέλια και η γάτα παραμόνευε ποντίκια. Αλλά πρέπει όλα τα
πλάσματα να είναι εντελώς όμοια με το είδος τους; Τα παιδιά του χωρικού δεν
ήταν όμοια το ένα με το άλλο. Ο Μπούρεκ και η Κοτ είχαν φιλικές σχέσεις, συχνά
έτρωγαν από το ίδιο πιάτο και προσπαθούσαν να μιμηθούν ο ένας τον άλλον. Όταν ο
Μπούρεκ γάβγιζε, η Κοτ προσπαθούσε να γαβγίσει κι αυτή, κι όταν η Κοτ
νιαούριζε, ο Μπούρεκ προσπαθούσε να νιαουρίσει. Η Κοτ καμιά φορά κυνηγούσε
κουνέλια και ο Μπούρεκ δοκίμαζε να πιάσει κανένα ποντίκι.
Οι γυρολόγοι που αγόραζαν πλιγούρι,
κοτόπουλα, αυγά, μέλι, βοοειδή και γενικά οτιδήποτε διέθεταν οι κάτοικοι του
χωριού, ποτέ δεν περνούσαν από τη φτωχική καλύβα του Γιαν Σκίμπα. Ήξεραν ότι ο
Γιαν ήταν τόσο φτωχός που δεν είχε τίποτα να πουλήσει. Αλλά μια μέρα ένας γυρολόγος
έτυχε να ξεστρατίσει κι έτσι ήρθε στην καλύβα. Όταν μπήκε μέσα, άρχισε να
απλώνει τα εμπορεύματά του κι η γυναίκα του Γιαν Σκίμπα και οι κόρες της θαμπώθηκαν
από τα όμορφα μπιχλιμπίδια. Ο πραματευτής έβγαζε απ’ το σάκο του κίτρινες
χάντρες, ψεύτικα μαργαριτάρια, τενεκεδένια σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, περιδέραια,
μαντίλες διαφόρων χρωμάτων, καλτσοδέτες, κι άλλα παρόμοια ψευτοκοσμήματα. Αλλά
το εμπόρευμα που ξετρέλανε τις γυναίκες του σπιτιού, περισσότερο απ’ όλα τ’
άλλα, ήταν ένας καθρέφτης σε μια ξύλινη κορνίζα. Ρώτησαν τον γυρολόγο πόσο
κόστιζε και τους αποκρίθηκε μισό φιορίνι, που ήταν πάρα πολύ για φτωχούς
χωρικούς. Μετά από λίγο, η γυναίκα του Γιαν Σκίμπα, ονόματι Μαριάννα, του έκανε
μια πρόταση: Θα του έδινε πέντε δεκάρες το μήνα για τον καθρέφτη. Εκείνος
κοντοστάθηκε. Ο καθρέφτης έπιανε πολύ χώρο στο σάκο του και υπήρχε πάντα ο
κίνδυνος να σπάσει. Έτσι αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση, πήρες τις πρώτες
πέντε δεκάρες από τη Μαριάννα κι άφησε τον καθρέφτη στην οικογένεια. Επισκεπτόταν
συχνά την περιοχή κι ήξερε πως οι Σκίμπα ήταν τίμιοι άνθρωποι. Θα έπαιρνε σιγά
σιγά πίσω τα λεφτά του και με κέρδος.
Ο καθρέφτης προκάλεσε αναστάτωση στην
καλύβα. Μέχρι τότε, η Μαριάννα και τα παιδιά σπανίως είχαν δει τον εαυτό τους.
Πριν αποκτήσουν τον καθρέφτη, μπορούσαν μόνο να δουν την αντανάκλασή τους στο
βαρέλι με το νερό που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα. Τώρα πλέον μπορούσαν να
κοιταχτούν καθαρά κι άρχισαν να βρίσκουν ατέλειες στα πρόσωπά τους. Ατέλειες
που δεν είχαν προσέξει ποτέ πριν. Η Μαριάννα ήταν όμορφη, αλλά της έλειπε ένα
δόντι μπροστά και νόμιζε πως αυτό την έκανε άσχημη. Η μια κόρη ανακάλυψε ότι η
μύτη της ήταν πλακουτσωτή και φαρδιά, η δεύτερη πως το πηγούνι της ήταν πολύ
λεπτό και πολύ μακρύ, η τρίτη πως το πρόσωπό της ήταν σπαρμένο με φακίδες.
Ακόμα και ο Γιαν Σκίμπα έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και απογοητεύτηκε από τα
χοντρά χείλη του και τα δόντια του που ξεπετάγονταν όπως του κουνελιού. Εκείνη
τη μέρα, οι γυναίκες αφοσιώθηκαν τόσο πολύ στον καθρέφτη που δεν έφτιαξαν
φαγητό, δεν έστρωσαν τα κρεβάτια και παραμέλησαν οποιαδήποτε άλλη δουλειά του
σπιτιού. Η Μαριάννα είχε ακούσει για κάποιον οδοντίατρο στη μεγάλη πόλη, που
μπορούσε να αντικαταστήσει ένα δόντι που έλειπε, αλλά τέτοια πράγματα ήταν
πανάκριβα. Τα κορίτσια προσπαθούσαν να παρηγορήσουν το ένα το άλλο πως ήταν
αρκετά όμορφες, και μπορούσαν να βρουν θαυμαστές, αλλά δεν ένιωθαν χαρούμενες όπως
πρώτα. Είχαν προσβληθεί από τη ματαιοδοξία των κοριτσιών της πόλης. Η μια με τη
φαρδιά μύτη προσπαθούσε να την πιέσει με τα δάχτυλά της για να τη λεπτύνει, η
άλλη με το μακρύ πηγούνι το πίεζε προς τα πάνω για να το κοντύνει και η τελευταία με τις φακίδες
αναρωτιόταν αν υπήρχε στην πόλη κάποια αλοιφή που να εξαφανίζει φακίδες. Αλλά
πού θα έβρισκε τα λεφτά για να πάει στην πόλη; Και πως θαν πλήρωνε αυτή την
αλοιφή; Για πρώτη φορά η οικογένεια Σκίμπα ένιωσε βαθιά τη φτώχεια της και φθόνησε τους πλούσιους.
Αλλά δεν επηρεάστηκαν μόνο οι άνθρωποι του
σπιτιού. Ακόμα και η γάτα και ο σκύλος ενοχλήθηκαν από την παρουσία του
καθρέφτη. Η καλύβα ήταν χαμηλή κι ο καθρέφτης είχε κρεμαστεί πάνω από τον
πάγκο. Την πρώτη φορά που η γάτα πήδηξε στον πάγκο κι είδε την εικόνα της,
σάστισε. Δεν είχε δει ποτέ της ένα τέτοιο πλάσμα. Τα μουστάκια της Κοτ
ορθώθηκαν. Άρχισε να νιαουρίζει στην αντανάκλασή της και μάλιστα τη φοβέρισε με
την πατούσα της, αλλά και η άλλη γάτα νιαούρισε και σήκωσε την πατούσα της.
Σύντομα ο σκύλος πήδηξε κι αυτός στον πάγκο κι όταν είδε τον άλλο σκύλο, έγινε
έξω φρενών από θυμό κι αποστροφή. Άρχισε να γαβγίζει στον άλλο σκύλο και του ‘δειξε
τα δόντια του, αλλά κι εκείνος γάβγισε το ίδιο και γύμνωσε τα δόντια του. Ο
Μπούρεκ και η Κοτ βρίσκονταν σε τόσο δύσκολη θέση, που για πρώτη φορά στη ζωή τους
στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου. Ο Μπούρεκ δάγκωσε το λαιμό της Κοτ κι η
Κοτ σφύριξε, έφτυσε και με τα νύχια της έγδαρε τη μουσούδα του. Άρχισαν να
ματώνουν και η θέα του αίματος τους διέγειρε τόσο, που σχεδόν σακάτεψαν ο ένας τον
άλλο. Τα μέλη του σπιτιού μόλις και μετά βίας κατάφεραν να τους χωρίσουν.
Επειδή ο σκύλος είναι πιο δυνατός από τη γάτα, ο Μπούρεκ έπρεπε να δεθεί έξω
από το σπίτι, όπου αλυχτούσε όλη μέρα κι όλη νύχτα. Μες στην αγωνία τους, και ο
σκύλος και η γάτα σταμάτησαν να τρώνε.
Όταν
ο Γιαν Σκίμπα είδε τη διάλυση που είχε προκαλέσει ο καθρέφτης στο σπιτικό του,
αποφάσισε πως ο καθρέφτης δεν ήταν ό,τι χρειαζόταν η οικογένειά του. «Γιατί να
κοιτάς τον εαυτό σου», είπε, «όταν μπορείς να δεις και να θαυμάσεις τον ουρανό,
τον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια και τη γη, μ’ όλα της τα δάση, τα λιβάδια, τα
ποτάμια, τα φυτά;» Πήρε τον καθρέφτη απ’ τον τοίχο και τον έκρυψε στην αποθήκη
με τα καυσόξυλα. Όταν ο γυρολόγος ήρθε για τη μηνιαία δόση του, ο Γιαν Σκίμπα
του έδωσε πίσω τον καθρέφτη, και στη θέση του αγόρασε μαντίλες και παντόφλες
για τις γυναίκες. Αφότου ο καθρέφτης εξαφανίστηκε, ο Μπούρεκ και η Κοτ έγιναν
πάλι φυσιολογικοί. Ο Μπούρεκ νόμιζε πάλι ότι ήταν γάτα, κι η Κοτ ήταν σίγουρη
πως ήταν σκύλος. Παρ’ όλες τις ατέλειες που τα κορίτσια είχαν βρει στο πρόσωπό τους,
έκαναν καλούς γάμους. Ο παπάς του χωριού άκουσε τι είχε γίνει στην καλύβα του
Γιαν Σκίμπα κι είπε: «Οι γυάλινοι καθρέφτες δείχνουν μόνο την εξωτερική όψη των
ανθρώπων. Η αληθινή εικόνα κάποιου είναι να βοηθήσει τον εαυτό του και την
οικογένειά του και, όσο γίνεται, αυτούς με τους οποίους έρχεται σε επαφή. Αυτό
το είδος καθρέφτη φανερώνει την πραγματική ψυχή του ανθρώπου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου