..............................................................
Αργύρης Εφταλιώτης
(1849 - 1923)
Αργύρης Εφταλιώτης
(1849 - 1923)
· «Η Χαροκαμένη»
διήγημα
από τις
«Νησιώτικες ιστορίες» του Αργύρη Εφταλιώτη (εκδ.
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»)
Δεν
είναι μήτε μιας ώρας δρόμος από τον τόπο μου στο χωριό που την είδα τη «Χαροκαμένη»
πρώτη φορά τις προάλλες. Την ιστορία της την ήξερα. Ήξερα και τ’ όνομά της, και
τη φύτρα της. Μα σαν πήγαινα στο χωριό εκείνο, δεν τύχαινε με τα μάτια μου τη «Χαροκαμένη».
Ήτανε Σάββατο βράδυ, ότι απέλυε ο Σπερνός.
Στάθηκα μια στιγμή στην πόρτα της εκκλησιάς και κοίταζα τις γυναίκες που έβγαιναν.
Ύστερα μπήκα και μέσα, ν’ ανάψω το κερί μου στον άγιο. Σαν άναψα το κερί και
προσκύνησα, βγήκα στο νάρθηκα και κοίταζα κοίταζα κατά το Κοιμητήριο, στο πλάγι
της εκκλησιάς. Κι είδα εκεί μια μαυροφόρα κοπέλα, που άναβε το καντήλι ενός τάφου
και θέμιαζε. Βάζει ύστερα το θεμιατό μπροστά στο καντήλι, κάνει το σταυρό της,
και κάνει κατά τη θύρα, συλλογισμένη, χαμηλόφωνα μάτια, χλωμή όψη, και μια πίκρα
στα χείλη, που της ταίριαζε όσο και η γλύκα που πρέπει να ‘σταζε άλλοτες από το
στόμα της.
-Αυτή είναι η «Χαροκαμένη» μας, μού κάνει ο
εφημέριος. Πόσοι και πόσες έχουν τον ίδιο αγιάτρευτο πόνο, και σ’ αυτήν έμεινε τ’
όνομα! Παράξενος κόσμος! Έτσι θα βρεις και μια παραλυμένη, μια γλωσσού, και μια
δαχτυλοδειχτούμενη γνωστική σε κάθε χωριό!
Και τώρα που την
είδαμε αυτή τη δύστυχη ψυχοπαίδα του χάρου, ας πούμε με λίγα λόγια, την ιστορία
της:
Ήτανε δεκαοχτώ χρόνων ορφανοκόριτσο, σαν την
πάντρεψ’ η θεια της. Η νύφη όμορφη και καλόγνωμη, ο γαμπρός παλληκάρι και
νοικοκύρης, τι άλλο ήθελαν! Ήρθε κι ένα αγοράκι κατόπι, και με το πρώτο του
γέλιο ανθοβόλησε το δεντρί της καλοτυχιάς τους.
Δεν έμεινε όμως μαζί τους πολύν καιρό τ’
αγγελούδι. Πέταξε και τους ρήμαξε πρι να γυρίσει ο χρόνος. Ήταν κι οι δυο τους απαρηγόρητοι.
Η μάνα να θυμάται, πως τ’ άφηνε κάποτες μοναχό στην κούνια και πήγαινε ως τη
βρύση – και να σκάνει στο κλάμα. Κι ο πατέρας να θυμάται, πως μια βραδιά το
φοβέριξε για να σωπάσει – και να κλαίει κι αυτός σα μωρό παιδί. Κάθουνταν οι
δυο τους το βράδυ κοντά στη γωνιά, κι όλο με το πουλάκι τους είχανε να κάνουν.
Ένας ολάκερος χειμώνας πέρασ’ έτσι. Ώσπου να
‘ρθει όμως ο άλλος χειμώνας, το μισοξέχασαν τ’ αγοράκι, και μαζί με την άνοιξη τους
ήρθε το δεύτερό τους – τώρα ήταν κορίτσι. Οι ίδιες χαρές, τα ίδια χάδια, ίσως
κι οι ίδιες οι γρίνιες σαν έκλαιγε το παιδί. Το κακό όμως, που κι η ίδια η
μοίρα το πρόσμενε, και δε χρόνισε μητ’ αυτό το καημένο! Πέταξε λοιπόν η χαρά
πάλι μες από το σπίτι, και ξανάρχισαν τα μοιρολόγια και οι κλάψες.
Ήτανε δεν ήταν τρεις μήνες που το ‘χασαν το
κορίτσι, κι ο αφέντης του Λάμπρου – μεγάλος προεστός του χωριού – τον προστάζει
να ταξιδέψει στη Ρούμελη να του σιάξει κάτι δουλειές, γιατί τον έκλεβαν οι
δικοί του.
Άλλο κακό τούτο! Από το χάρο στο χωρισμό!
Πήγε να ραγίσ’ η καρδιά τους. Είπαν όμως για λίγον καιρό είναι, ας κάμουν
υπομονή. Αφήνει λοιπόν τη Χαροκαμένη του ο Λάμπρος μαζί με τη θεια της, σφίγγει
την καρδιά του και μισεύει στα ξένα.
Ο δύστυχος δεν το ‘ξερε πόσο την αγαπούσε,
ώσπου μίσεψε. Πήγε να λυώσει από το κακό του. Κι άλλη παρηγοριά δεν είχε παρά
τα γράμματά του, και τα γράμματα της καλής του, κι αυτά κι εκείνα γεμάτα
λαχτάρες κι αναστεναγμούς. «Δόξα σοι ο Θεός όμως», του έγραφε μια φορά η
Χαροκαμένη του, «που δε θ’ αργήσω να τον αξιωθώ τον λεβέντη μου».
Και πού να ‘ξερε! Ο Λάμπρος τα βρήκε στη
Ρούμελη όλα θάλασσα! Έπρεπε να μείνει το λιγότερο ένα χρόνο να συμμαζέψει την
ανεμοσκορπισμένη συρμαγιά του αφέντη του. Πάσκιζε να κάμει κουράγιο, και το
κουράγιο έφευγε από την καρδιά του μαζί μ’ ένα στεναγμό! Και πού να της το
γράψει! Θα τη σκότωνε την καημένη! Κάλλιο με το σήμερα και με το αύριο. Χρόνος
είναι και θα περάσει. Φτάνει να της γράφει κάθε βδομάδα. Κι έγραφε κάθε
βδομάδα, και του απαντούσε η καλή του με μισοπνιγμένη ανυπομονησιά, που θα
γινότανε θυμός γερός και φρενιασμένος, αν μπορούσε να του μιλήσει! Κι ας είναι
καλά ο αφέντης, που τους πονούσε, και της εξήγησε την αλήθεια μια μέρα, και τη
σύχασε και το πήρε απόφαση να κάμει υπομονή μερικούς μήνες ακόμα.
Ποιοι μήνες δεν πέρασαν, να περάσουν κι
αυτοί! Ήταν ανοιξιάτικη μέρα τ’ Αγιού Γιωργιού, όλο το χωριό ξεκινούσε στο
πανηγύρι. Τη λυπήθηκαν οι καλές γειτόνισσες τη Χαροκαμένη, και καλά να την
πάρουνε μαζί τους κι εκείνη. Γιατί να μη βγει να ξεσκάσει λιγάκι! Να τη βρει
και στα καλά της ο Λάμπρος, όχι χλωμή καθώς που ήταν τώρα. Τα ίδια της έλεγε κι
η θεια της, και με το στανιό βγήκε και πήγε στο πανηγύρι.
-Τρέχα το,
Μήτρο, τρέχα το να προφτάσουμε πρι να σκοτεινιάσει, άλλη μια ώρα κι ήρθαμε.
Έλεγε ο Λάμπρος του αγωγιάτη τη βραδιά της ημέρας
τ’ Αγιού Γιωργιού. Ξεκίνησε από τη Ρούμελη δυο βδομάδες νωρίτερα απ’ ό,τι
λογάριαζε, ίσως να της κάμει κι μικρό ξάφνισμα της καλής του.
Ήτανε σα λωλός καθώς περνούσε με τ’ άλογο τα
βουνά και τους λόγγους. Μιλούσε μοναχός του, χαιρετούσε, χαμογελούσε – την έβλεπε
από τώρα μπροστά του τη γυναικούλα του μέσα στο ήσυχό του σπιτάκι, καθισμένη σε
μια γωνιά με τη θεια της, ίσως του έγραφε και το στερνό της το γράμμα.
Άλλη μισή ώρα, και περνούν από τον
Άι-Γιώργη. Το ανάστα ο Θεός εδώ πέρα! Διαλαλούσε ο κάμπος με τα τραγούδια.
-Κοίταξε τύχη, έλεγε μοναχός του, να μην
προφτάξω να την πάρω την καημένη στο πανηγύρι! Έννοια σου, χαδεμένη μου, έχουμε
και της Σωτήρας το πανηγύρι, και βλέπεις τότες!
Το είπε δεν το είπε αυτό, κι ανταμώνει μια
παρέα κοπέλες και παλληκάρια, που γύριζαν τραγουδώντας κατά το χωριό. Ότι
βασίλευε ο ήλιος, και μπορούσε ακόμα να τους καλοδεί. Τους γνώρισε όλους και τους
χαιρέτησε με φωνή τρεμουλιαστή από την πολλή τη χαρά. Σε μια λυγερή μοναχά
κοντοστάθηκε. Ποια να ήταν αυτή! Και τι μιασίδι της γυναίκας του! Καθώς την
κοίταζε έτσι, ακούγοντας αυτή τ’ όνομα του αντρός της, που περνούσε από στόμα
σε στόμα, ξεφωνίζει – ο άντρας μου! και πέφτει λιγοθυμισμένη.
Ο Λάμπρος έμεινε στ’ άλογό του απάνω σαν
πέτρα. Λέξη δεν μπόρεσε να πει. Τον πέρασε ένας τρομερός στοχασμός σα μαχαίρι.
Η γυναίκα του στο πανηγύρι, μαζί με κοπέλες και με παλληκάρια! Κι αυτός να τήνε
θαρρεί κλεισμένη στο σπιτικό της!
Δεν μπόρεσε να πάει ο νους του παρέκει.
Τράβηξε το λάζο από τη μέση, και τη στιγμή που πολεμούσαν οι γυναίκες τη
Χαροκαμένη του, αυτός έπεφτε ματοκυλισμένος πάνω στο χώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου