Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

"Το τέλος του εναλλακτικού τουρισμού" (γ'. και τελευταίο μέρος) Του Χρήστου Α. Χωμενίδη ((Από τις «Αληθινές Ιστορίες», περιοδικό «Η Λέξη», τ.188, απρ.-ιούν. 2006)

..............................................................


·      


       Το τέλος του εναλλακτικού τουρισμού





  

Του Χρήστου Α. Χωμενίδη










   
 (Από τις «Αληθινές Ιστορίες»,  περιοδικό «Η Λέξη», τ.188, απρ.-ιούν. 2006)



(συνέχεια από το προηγούμενο)





...Δήλωνα, εν μέρει από αντίδραση, θαυμαστής του Ωραίου Κοιμωμένου και παράλληλα πίστευα – και πιστεύω – ακράδαντα πως ο Θεός, εάν υπάρχει, είναι ο μέγας φαρσέρ του σύμπαντος. Γιατί να εκπλαγώ με αυτό που μού συνέβη; Που ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε να ανέβω – εκών άκων – στην σκηνή και από παρατηρητής να γίνω συμμέτοχος στον τραγέλαφο;
   Όλα ξεκίνησαν απ’ την ολέθρια έμπνευση του συμπαθούς νεαρού που υποδυόταν τον Ωραίο Κοιμωμένο να νοικιάσει στη Φλώρινα μηχανή. Και τι μηχανή, μηχανή «στριτ»! Δεν πρόφτασε ούτε δέκα χιλιόμετρα να τρέξει, ούτε μια σούζα να κάνει, ούτε με το τρακτέρ καν – που ερχόταν απ’ το αντίθετο ρεύμα του επαρχιακού δρόμου – να συγκρουστεί. Τόσο ατζαμής ήτανε ώστε μόλις το αντίκρυσε ταράχτηκε, ντελαπάρισε και κατέληξε στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι.
   Σύσσωμος ο θίασος συγκεντρωμένος στο προσκέφαλο του τραυματία, εκείνος να ψελλίζει διάφορα ψέμματα για να καλύψει το ρεζιλίκι της άδοξης πτώσης – «είχε λάδια η άσφαλτος, πετάχτηκε και μια γριά από ένα χωράφι…» - κι ο θιασάρχης να βλαστημάει μέσ’ απ’ τα δόντια του… «…Και βρισκόμαστε στην καλύτερη φάση της περιοδείας, γαμώ το φελέκι μου! Μες στη βδομάδα που ‘ρχεται, έχω κλείσει τέσσερις διπλές και μια τριπλή παράσταση!» «Και οι ατυχίες στη ζωή είναι…» δοκίμαζε να τον παρηγορήσει η γυναίκα του. «Σκάσε κι εσύ, μωρή! Σιγά μην σκύψω το κεφάλι στην ατυχία! Έχω ήδη προπωλήσει χίλια διακόσια εισιτήρια, έχω συνεννοηθεί εγώ με ανθρώπους! Δεν υπάρχει περίπτωση: Και στην Έδεσσα θα παίξουμε και στις Σέρρες και στο Κιλκίς!» «Χωρίς Ωραίο Κοιμωμένο;». Κοίταξε γύρω του με απόγνωση και ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε πάνω μου και το πρόσωπό του έλαμψε. «Αυτός εδώ θα κάνει τον Ωραίο Κοιμωμένο!» αποφάσισε. «Θα αστειεύεσαι βέβαια! Εγώ δεν είμαι ηθοποιός!» «Γιατί; Σάμπως οι άλλοι είναι;».
   Δεν θα αποπειραθώ να αποσείσω τις ευθύνες μου για τα όσα ακολούθησαν. Κανέναν απολύτως λόγο δεν είχα να ενδώσω στην επιθυμία του απίθανου εκείνου ανθρώπου. Κανέναν απολύτως λόγο, εκτός… Εκτός από την τυχοδιωκτική μου δήθεν φύση, από την «έμφυτή» μου τάση να εκτίθεμαι και να «συλλέγω εμπειρίες», απ’ τη φιλοδοξία μου να επαληθεύσω μια φορά κι εγώ τον ρομαντικό μύθο που θέλει τους συγγραφείς όχι μονάχα να αφηγούνται αλλά και να βιώνουν περιπέτειες. Η διαρρήδην άρνησή μου έδωσε ταχύτατα την θέση της στην αμφιταλάντευση. Όχι ότι η ιδέα να υποδυθώ τον Ωραίο Κοιμωμένο μού φάνταζε τώρα λιγότερο εξωφρενική. Μα το εξωφρενικόν του πράγματος ήταν εκείνο ακριβώς που με κέντριζε. «…Την εποχή που αλώνιζα την επαρχία και πρωταγωνιστούσα σε μια μπουλουκτσίδικη παράσταση…» άκουγα ήδη τον εαυτό μου να κομπάζει στις αθηναϊκές παρέες, ασκώντας την πιο πατροπαράδοτη τέχνη, το να κάνεις την πορδή βροντή.
   Ο θιασάρχης, εν τω μεταξύ, με είχε στενά μαρκάρει κι αγωνιζόταν για να κάμψει τις όποιες αντιρρήσεις μου. «Κι άμα χάσω τα λόγια μου;» «Σιγά τα λόγια, δέκα ατάκες θα λες όλες κι όλες. Κι αν τις ξεχάσεις, θα αυτοσχεδιάσεις!». «Κι άμα κομπλάρω και μπλοκάρω εντελώς;». «Εσύ να κομπλάρεις; Τέτοιο θρασίμι;». «Μα πείθω για Ωραίος Κοιμωμένος;». «Γιατί δεν πείθεις; Έχεις παράστημα, αρχοντιά, ακτινοβολίά…». «Δεν αφήνεις την πλάκα;» τον έκοβα μα, κατά βάθος-βάθος-βάθος, κολακευόμουν.
«Καλώς το πριγκιπόπουλο!» μού πέταξε περιφρονητικά η Δ. «Για ποιο λόγο ξινίζεις;» της απάντησα. «Εσύ δεν είχες φαγωθεί τόσο καιρό ότι η όλη φάση είναι σκέτη παρωδία; Πηδάω κι εγώ στο σανίδι και το αλαλούμ ολοκληρώνεται!» «Ένα πράγμα σου λέω: Έτσι τυχόν και παίξεις τον Ωραίο Κοιμωμένο, θα σε χωρίσω». «Δεν δέχομαι όρους και απειλές! Χωρίζουμε από τώρα!» Βρόντηξα πίσω μου την πόρτα κι έσπευσα στον θιασάρχη, να κάνουμε πρόβα.
Η Κοπέλα των Αγρών έβαλε όλη τη μοδιστρική της τέχνη – κληρονομημένη απ’ τη μαμά της – για να φαρδύνει τα ρούχα του πριγκιπόπουλου και μολοντούτο το σαλβάρι εξακολουθούσε  να μου ‘ρχεται βία μέχρι τους αστραγάλους και το λαμέ πουκάμισο να με στενεύει. Ποιος νοιαζόταν όμως για τέτοιες λεπτομέρειες, το βροχερό εκείνο πρωινό που η μαθητιώσα νεολαία της Εδέσσης γέμιζε το μοναδικό κινηματοθέατρο κι εγώ κάπνιζα απανωτά τσιγάρα κοιτώντας πίσω απ’ τις κουίντες και αδημονώντας να σημάνει το τρίτο κουδούνι;  Με είχε κυριεύσει η ίδια ακριβώς φούρια που καταλαμβάνει μερικούς πρωτάρηδες στην είσοδο του καζίνο ή μερικούς εφήβους παλαιότερων εποχών καθ’ οδόν προς το μπουρδέλο. Η Δ. με σκούντησε περνώντας δίπλα μου και μου ‘ριξε μια θανατηφόρα ματιά κι εγώ παραδόξως – μες στην υπερδιέγερσή μου – αντί να θυμώσω, ερεθίστηκα και σεξουαλικά.
Το πρώτο ημίωρο του θεατρικού μου ντεμπούτου κύλησε υπεράνω πάσης προσδοκίας. Δεν ξέρω βέβαια πώς θα με έκρινε το κοινό, εγώ πάντως ένιωθα κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε όλο και πιο άνετα, να κυριαρχώ σχεδόν επάνω στη σκηνή, τόσο που όταν ήρθε η στιγμή να φαρμακωθώ από το δηλητηριασμένο βέλος και να ταβλιαστώ στο κρεβάτι, απογοητεύθηκα. «Μπας και διαθέτω τελικά ταλέντο και ηθοποιού;» αναρωτιόμουν, καθώς κειτόμουν ανάσκελα με κλειστά μάτια και η δράση εξελισσόταν γύρω μου. Και φανταζόμουν τον εαυτό μου να ενσαρκώνει διάφορους ρόλους, πρωταγωνιστικούς φυσικά, κλασικούς κατά προτίμησιν…
   Ο ρεμβασμός μου διακόπηκε με το βιαιότερο δυνατό τρόπο. Ο Μ.. ο δευτερότοκος ζηλόφθων, έσκυψε από πάνω μου και μού άστραψε ένα χαστούκι. Το σοκ ήταν τέτοιο ώστε μου πήρε κάμποσα δευτερόλεπτα εωσότου συνειδητοποιήσω τι ακριβώς είχε συμβεί.
   Στο μεταξύ, το έργο είχε διακοπεί και ο Βασιλιάς-θιασάρχης είχε πιαστεί στα χέρια με τον «γιό» του. «Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο μαλάκας;» ωρυόταν ο Μ. «Με ποιο δικαίωμα παίζει; Είναι ηθοποιός; Έχει άδεια εργασίας;». «Τι σε νοιάζει εσένα, ρε γελοίε;» «Τι λόγος σού πέφτει;». «Δεν λες «ευχαριστώ» που σας ξελάσπωσα και γλιτώσατε τα μεροκάματά σας;» μπήκα κι εγώ στον καβγά, ενώ οι γυναίκες του θιάσου υποχωρούσαν προς το βάθος της σκηνής και οι υπόλοιποι δυο άντρες προσπαθούσαν να μας χωρίσουν. «Ποια μεροκάματα, άσχετε, συγγραφέα της κακιάς ώρας; Τα λεφτά μας τα δικαιούμαστε έτσι κι αλλιώς, όταν η παράσταση αναβάλλεται χωρίς δική μας ευθύνη!» ξύπνησε η συνδικαλιστική συνείδηση του Μ. «Όχι όταν αναβάλλεται για λόγους ανωτέρας βίας!» τον διόρθωσε ο θιασάρχης. «Ποιους λόγους ανωτέρας βίας; Που χτύπησε ο συνάδελφος και μπήκε στο νοσοκομείο; Για εργατικό ατύχημα πρόκειται – θα σε καταγγείλω!». «Τα αρχίδια θα μου κλάσεις!».
   Πλακώνονταν κανονικότατα στο ξύλο – οι μικροί θεατές από κάτω είχαν μείνει κάγκελο. Αίφνης ο Μ. αποφάσισε να απευθυνθεί και σε εκείνους: «Ακούστε, παιδιά μου, τι συμβαίνει και πείτε το – όπως σας το λέω – στους γονείς σας. Ο κύριος Β. από δω, θεατρικός μαφιόζος, λαδώνει, χρηματίζει, πληρώνει παράνομα τους δασκάλους σας για να σας κουβαλάνε στις εκτρωματικές του παραστάσεις! Πρόκειται για σκανδ…». Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη φράση του – είχε προ πολλού υπερβεί τα εσκαμμένα. Ο Β. του έριξε μια τόσο δυνατή κλωτσιά στα μαλακά, που έχασε την ισορροπία του και προσγειώθηκε από τη σκηνή στην πλατεία.
   Δεν θυμάμαι πώς βρεθήκαμε – πώς μας κουβάλησαν για την ακρίβεια σηκωτούς – στο αστυνομικό τμήμα. Ένιωθα ξαφνικά φρικτά απέναντι σε όλους τους – ένα συναίσθημα ντροπής και αποξένωσης -, αφού ήμουν ο μόνος που δεν είχα τίποτα να χάσω, που δεν είχα από την αρχή ρισκάρει τίποτα, ούτε καν την αγάπη της Δ. Ένιωθα παρατηρητής, τουρίστας, αφρόψαρο στα δικά τους ταραγμένα νερά και δραπέτης παράλληλα απ’ τη δική μου προσωπική περιπέτεια… Έδωσα στον αξιωματικό υπηρεσίας μια «ήξεις-αφίξεις» κατάθεση και έφυγα άρον-άρον με ταξί για τη Θεσσαλονίκη κι από εκεί με την πρώτη πτήση για Αθήνα.
   Δεν ξανάδα από τότε κανέναν τους – ο «Ωραίος Κοιμωμένος» είχε οριστικά μάλλον ξυπνήσει.


                                 - ΤΕΛΟΣ -

                     

Δεν υπάρχουν σχόλια: