Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

"Ο αφόρητος θεατρικός μοντερνισμός" του Απόστολου Διαμαντή (www.protagon.gr, 2/2/2014)

.............................................................



Ο αφόρητος θεατρικός μοντερνισμός

 

Photo: Άρης Καμαρωτός
Photo: Άρης Καμαρωτός

του Απόστολου Διαμαντή


Ο Φάουστ του Μαρμαρινού είναι η δείγμα του θεατρικού μοντερνισμού που καταλήγει σε μια προσπάθεια σκηνοθετικού εντυπωσιασμού. Την τελευταία φορά που προσήλθα σε παρόμοια παράσταση ήταν πριν χρόνια στο «Εργοτάξιο Σλήμαν» σε σκηνοθεσία του Χάινερ Γκέμπελς, με τον Ακύλλα Καραζήση, την Αμαλία Μουτούση και την Λυδία Κονιόρδου που τραγουδούσε. Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου ελαφρότητα, όπου ανεβοκατέβαιναν απ' το ταβάνι κάτι παιδικά παιχνίδια και ακούγονταν άριες. Μετά βγήκε ο Σλήμαν με ένα καπέλο, μιλούσε γερμανικά και η Κονιόρδου τραγουδούσε «ο Μεμέτης, ο Μενούσης και ο Μεμέτ Αγάς»! Κάποιος έπαιζε τουμπερλέκι, άλλος ούτι και η Μουτούση κραύγαζε αρχαία ονόματα, όπως Θόας, Πηλέας- μια κανονική θεατρική υστερία δηλαδή.
Το σκηνικό απάρτιζαν κάτι σχοινιά που κρέμονταν την ώρα που η Μουτούση άρχισε να πετάει πιάτα, ενώ η Κονιόρδου μοίραζε κουλουράκια. Υποτίθεται ότι όλο αυτό το πράγμα ήθελε να αναπαραστήσει τις διαστρωματώσεις του πολιτισμού! Στο σημείο αυτό, ένας λογικός άνθρωπος, απλώς φεύγει, διότι δεν είναι δυνατόν να παρακολουθεί αυτήν την απέλπιδα προσπάθεια νεωτερισμού που φυσικά είναι ένα είδος κακού βαριετέ, χωρίς την ψυχαγωγική του μάλιστα πλευρά. Κανόνας αυτού του θεάτρου είναι πως ο επόμενος πρέπει να ξεχωρίσει από τον προηγούμενο, κάνοντας την μεγαλύτερη παλαβομάρα. Να σημειώσουμε δε ότι όλοι αυτοί που σκηνοθετούν υποθέτουν ότι είναι και αρχαιογνώστες και φιλόσοφοι και ιστορικοί και απ’ όλα φυσικά. Ποτέ απλοί σκηνοθέτες. Και φυσικά δεν δέχονται ότι ο σκηνοθέτης του θεάτρου είναι ένα μάλλον δευτερεύον στοιχείο σε σχέση με τον συγγραφέα και τον ηθοποιό. Για τον λόγο αυτό ακριβώς καταργούν και τον συγγραφέα και ποτέ δεν ακούς το κανονικό κείμενο, αλλά πάντα μια πειραγμένη εκδοχή του.
Οι παραστάσεις αυτές φυσικά ταλαιπωρούν τον θεατή, πράγμα που οι σκηνοθέτες το θεωρούν εντελώς απαραίτητο. Σε πολλές μάλιστα παραστάσεις σε βάζουν και με το ζόρι να συμμετέχεις. Μα εάν ήθελα να συμμετάσχω θεατρικώς θα γινόμουνα ηθοποιός, όχι γραφέας! Τέλος πάντων, εν σχέση με τον Μαρμαρινό, τελευταία φορά που είδα έργο του ήταν ο Άμλετ. Ο καθένας νομίζει πως πρόκειται για το έργο του Σέξπηρ. Aμ δε. Επρόκειτο για έργο του Mιχαήλ Mαρμαρινού. Που σημαίνει πως αφενός διαλέγουμε έναν περίπου στάβλο για αίθουσα θεάτρου και αφετέρου βάζουμε πριν την έναρξη του έργου έναν ηθοποιό να διηγείται την ιστορία του Aμλετ σαν τον Bέγγο. Bάζουμε τον Αμλετ να παίζει ηλεκτρική κιθάρα, να διαβάζει ο ίδιος το κείμενο του Σέξπηρ, να τρέχει στον δρόμο, έξω στον δρόμο εννοώ, να μιλάει μέσα από τα δόντια του ως αποστασιοποιημένος Mπρέχτ, να κρατάει την Οφηλία λες και κρατάει κάποια μακρινή θεία του- μη τυχόν και τον κατηγορήσουμε για υπερβολικό πάθος.
Εδώ δεν πρόκειται για νεωτερισμό, πρόκειται για θεατρική δημαγωγία. Δυστυχώς η πληθώρα των θεατρικών σχημάτων στην Aθήνα, οι διεκδικούμενες επιχορηγήσεις και η κρίση του ρεπερτορίου, γεννούν αυτήν την αστεία εικόνα των σκηνοθετών που διαγκωνίζονται Δεν υπολογίζουν πλέον τίποτα προκειμένου να κάνουν τους αφελείς θεατές να μένουν με ανοιχτό το στόμα. Ούτε το Σέξπηρ, ούτε τον Παπαδιαμάντη, ούτε τον Kαριωτάκη, ούτε τίποτα. Όλα πλέον είναι σκηνοθεσία, όλα είναι θέμα εικόνας.
H φρικτή αλήθεια είναι πως όταν αντί να παίξουμε τον Αμλετ, απλώς σχολιάζουμε τον ρόλο, τότε δεν έχουμε την δυνατότητα να τον μεταδώσουμε ως θεατρική συγκίνηση στον θεατή. Δεν ξεκινάω να πάω στου Ψυρρή για να δω εξυπνάδες. Ξεκινάω για να βρω μια απάντηση για την ζωή μου, να δω και πάλι το μυστήριο της τέχνης. Διαφορετικά θα μπορούσα και μόνος μου να φτιάξω τον Αμλετ, μέσω δικών μου νεωτερισμών. Nα τον βάλω πάνω σε ποδήλατο, ή να τον κάνω εισπράκτορα.
Όμως η τέχνη είναι κάτι ιερό. Δεν είναι πλάκες. Kαι αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τα μεγάλα έργα. «Πρωτοτυπία είναι να μένεις πιστός στους πρώτους τύπους, στα αιώνια πρότυπα, να σβύνεις την ιδίαν φρόνησιν μπροστά στον ξυνόν λόγον (Hράκλειτος), με παράλληλα λόγια να χάνεις την ψυχή σου αν θέλεις να τη βρεις και όχι να προβάλλεις την ιδιορρυθμία σου ή να κάνεις του κεφαλιού σου», όπως έλεγε κάποτε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος.

*Ο Απόστολος Διαμαντής είναι Πανεπιστημιακός και συγγραφέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: