..............................................................
Μανιτάκης: Στο σοκ και τον εκφοβισμό της τρόικας, εθνική συνεννόηση
Στην συνέντευξή του στον Στέλιο Κούλογλου και το tvxs.gr, το πρώτο μέρος της οποίας δημοσιεύθηκε χθες ο πρώην υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Αντώνης Μανιτάκης,
μιλάει την εκβιαστική, ρατσιστική και περιφρονητική στάση που είχαν οι
εκπρόσωποι των δανειστών κατά τις διαπραγματεύσεις. Στο σημερινό,
δεύτερο μέρος, εξηγεί πως λειτούργησε ο παράγοντας του φόβου στην
επιβολή των μνημονιακών μέτρων και σχολιάζει τον ρόλο των ΜΜΕ στον
εκφοβισμό. Ιδιαίτερη έμφαση δίνει στην ανάγκη μιας εθνικής
διαπραγματευτικής στρατηγικής.
Η τρόικα μοιάζει να εφαρμόζει την τακτική του σοκ και δέους.
Το «Σοκ και Δέος» είναι μια βασική διαπραγματευτική τακτική που
αποδίδει τα μέγιστα όταν μια χώρα είναι απροετοίμαστη και κυριαρχεί
καθεστώς φόβου, αγωνίας, και ανασφάλειας οικονομικής. Το καθεστώς αυτό
κυριαρχούσε στην Ελλάδα και το εκμεταλλεύτηκαν πάρα πολύ. Το
εκμεταλλεύτηκαν και μέσω του τύπου. Η τρόικα στην πολιτική της είχε μια
θέση τιμωρητική, λουθηριανή, προτεσταντική διάθεση, ότι πρέπει να
τιμωρηθείς. Αφού είσαι υπεύθυνος άρα καλά να πάθεις. Αυτή ήταν η λογική
της και ήθελε να προκαλέσει για αυτό φόβο, που θεωρούσε ότι κρατάει πίσω
την οργή και την αγανάκτηση.
Ο φόβος έλεγαν τα παλιά κλασικά κείμενα μαρξιστών του εργατικού
κινήματος του μεσοπολέμου ότι σε εποχή κρίσης οδηγεί το εργατικό κίνημα
σε υποχώρηση. Γιατί η εργατική τάξη κοιτάζει την ατομική της επιβίωση.
Χάνει τον αλληλέγγυο χαρακτήρα που είχε, χάνει την αγωνιστικότητά της.
Αυτό το καλλιεργούσε. Κάθε φορά που ήταν να έρθει η τρόικα τα ΜΜΕ είχαν
μόνιμο θέμα τις απολύσεις.
Τι ρόλο έπαιζαν τα ΜΜΕ σε αυτό;
Τα ΜΜΕ και ένα μέρος της πολιτικής ηγεσίας συνειδητά ή ασυνείδητα
είτε γιατί ταίριαζε με την πολιτική του φιλοσοφία ότι «ναι οι απολύσεις
θα σώσουν την κατάσταση», είτε γιατί αυτό εξυπηρετούσε κάποια πολιτική
ιδεολογία, στόχευαν την ΔΗΜΑΡ και τον υπουργό υπουργό Διοικητικής
Μεταρρύθμισης. Πίστευαν τότε ότι εμείς θα γίνουμε υπαίτιοι για να μην
πάρουμε τη δόση. Δεν τα κατάφεραν γιατί κάναμε διαπραγματεύσεις και επί
ένα χρόνο τουλάχιστον κρατήσαμε σε μια καλή βάση τη διαπραγμάτευση,
χωρίς να σταματήσουμε να προχωρούμε την αναδιάρθρωση.
Ενδιαφέρεται η τρόικα για τις κοινωνικές συνέπειες των μέτρων που επιβάλλει;
Όχι. Η τρόικα είναι ελεγκτές των δανειστών. Το μνημόνιο είναι ένα
πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Ήθελε να πετύχει τη μείωση των
δημοσίων υπαλλήλων, και το πέτυχε. Οι απασχολούμενοι στο δημόσιο τα
τελευταία τρία χρόνια, μειώθηκαν κατά 300 χιλιάδες. Ήταν ένα εκατομμύριο
και έγιναν 700 χιλιάδες. Οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν 700
χιλιάδες και έγιναν τώρα 600 και θα πάνε 550. Η μείωση δηλαδή είχε
επιτευχθεί, με θυσίες φυσικά. Άρα το θέμα των απολύσεων ήταν ένα μέσο
εκφοβισμού για να περάσουν όλα τα μέτρα.
Αν έπεφτε η κυβέρνηση;
Αν θα πέσει η κυβέρνηση, αν θα γίνει μπάχαλο, δεν είναι δικιά τους
δουλειά. Δουλεύουν με ένα δικό τους μοντέλο. Αυτοί έλεγαν ότι οφείλουν
σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και επειδή λογοδοτούν στις αγορές, να
δώσουν ένα μοντέλο, χωρίς να ξέρουν τις ιδιομορφίες της χώρας, και να
το κάνουν να λειτουργεί.
Εάν αυτό οδηγήσει σε 1,5 εκατομμύριο ανέργους δεν είναι δικιά τους
δουλειά. Δεν τους ενδιαφέρει. «Να το λύσετε σε άλλα επίπεδα». Ήταν
ξεκάθαροι σε αυτό. Και δε σου άφηναν να συζητήσεις πολιτικά. «Εγώ κύριε
κάνω τη δουλειά μου. Η δουλειά μου είναι να εισπράξω τα χρήματα και να
κάνω δημοσιονομική προσαρμογή, αυτό ξέρω».
Γιατί μπορούσαν τα κλιμάκια της τρόικας να εκβιάζουν;
Οι διαπραγματεύσεις είναι μια τεχνική, μια επιστήμη, την οποία την
ξέρουν πάρα πολύ καλά. Το δράμα στο τόπο αυτό πέραν του ότι δεν είμαστε
καλά προετοιμασμένοι είναι ότι δεν είχαμε μια εθνική συνεννόηση.
Δεν είχαμε μια μόνιμη τεχνοκρατική επιτροπή από κοινά αναγνωρισμένους
τεχνοκράτες με την εμπειρία, που θα είχαν λάβει μέρος σε
διαπραγματεύσεις επί εποχής Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλου, και που θα
συγκεντρώνει τα στοιχεία έχοντας γνώση της συνέχειας των πραγμάτων.
Υπήρχε ένα επιτελείο, με την τελική ευθύνη να την έχει ο πρωθυπουργός
και ο υπουργός Οικονομικών, που έχουν τη λαϊκή εντολή. Αλλά είναι
αυτονόητο σε μια πολιτισμένη χώρα να υπάρχει ένα think tank πολιτικών,
πρώην πρωθυπουργών που να συνέρχεται και να αποφασίζει ή να ανταλλάσσει
απόψεις ή να εισηγείται στο πρωθυπουργό της χώρας.
Χωρίς στοιχειώδη εθνική συνεννόηση δεν νομίζω ότι μπορούμε να
επιτύχουμε επιτυχείς διαπραγματεύσεις με αυτούς που ξέρουν, που
εκβιάζουν γιατί είναι δανειστές.
Τα κλιμάκια, ενημέρωναν τον Τόμσεν και τον Μόρς και διαπραγματεύονταν
παίζοντας παιχνίδια με τις στατιστικές και τους αριθμούς. Δεν
διαπραγματεύονταν με λόγια. Εμείς στατιστικές δεν είχαμε, ινστιτούτα
μελετών δεν είχαμε. Ξυπόλυτοι πηγαίναμε. Ούτε με γιούρια, ούτε με
ασπίδες και ακόντια, ούτε λέγοντας το ηρωικό «όχι, αντιμετωπίζει κανείς
την ανεξέλεγκτη παγκόσμια αγορά – το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και τους
εκπροσώπους του, που είναι αδίστακτή και δεν καταλαβαίνουν παρά μόνο τι
αποδίδει κέρδος.
Δεν είμαστε ούτε την εποχή του Λεωνίδα, ούτε την εποχή του 1940. Σε
μια παγκοσμιοποιημένη εποχή, ο σύγχρονος πόλεμος είναι οικονομικός.
Γίνεται με διαπραγματεύσεις, γίνεται με επιχειρήματα, γίνεται με
διοργάνωση και γίνεται σταθμίζοντας τι μπορείς, ποιό είναι το εφικτό, τι
γίνεται, τι συμμαχίες κάνεις στην Ευρώπη. Πολύ σύνθετα πράγματα. Μια
πρακτική και μια κουλτούρα, που δεν την είχαμε ποτέ και πληρώνουμε αυτό
το τίμημα.
Πόσο έχει περιοριστεί η δυνατότητα αυτόνομης εθνικής πολιτικής σε αυτό το περιβάλλον;
Απόλυτα. Καταρχήν ξεχάσαμε ένα πράγμα: Το σύμβολο της δημιουργίας
ενός κράτους ήταν το νόμισμα του. Μαζί με τον στρατό και την ασφάλεια,
έπρεπε να κόψει νόμισμα. Άρα ένδειξη κυριαρχίας ενός κράτους είναι η
νομισματική του πολιτική. Μην ξεχνάτε ότι βασικό όπλο της οικονομικής
πολιτικής στη δεκαετία του 50 και του 60 - όταν είχαμε τη δραχμή - ήταν
το νόμισμα. Η υποτίμηση του νομίσματος. Τη νομισματική κυριαρχία την
εκχωρήσαμε πλήρως, ολοκληρωτικά όταν μπήκαμε στο ευρώ. Δεν μπορούμε να
ασκήσουμε οικονομική πολιτική μέσω μιας νομισματικής πολιτικής.
Επίσης, όντας στην ευρωζώνη, έχουμε δεχθεί περιορισμούς πολύ πιο
ισχυρούς, πιο αυστηρούς από το μνημόνιο με τους κανονισμούς του
Eurogroup. Το κανονισμό και των συμφωνιών που έχουμε υπογράψει. Είχαμε
υποχρέωση σταθερότητας των τιμών, υποχρέωση μειωμένου δημοσιονομικού
ελλείμματος μέχρι 3%, που δεν το τηρήσαμε, υποχρεώσεις για το ισοζύγιο
πληρωμών, και άλλα που δεν τα τηρούσαμε.
Άρα τα περιθώρια δημοσιονομικής μας πολιτικής είναι περιορισμένα.
Τώρα δε που χρωστάμε, 230 δις καταλαβαίνατε ότι ως οφειλέτες υποκείμεθα
ούτως η άλλως, εκ των πραγμάτων σε μια διαρκή μακροχρόνια δημοσιονομική
επιτροπεία.
Ούτε προϋπολογισμό μπορούμε να φτιάξουμε. Ούτε μπορούμε να κάνουμε
δημοσιονομική πολιτική. Θα έλεγα, έχουμε χάσει τη δημοσιονομική μας
αυτονομία. Έχει συρρικνωθεί, έχει εκμηδενιστεί.
Τυπικά, δημοσιονομικά έχουμε τη δυνατότητα που έχει η Γερμανία και η
Γαλλία. Ουσιαστικά όμως δεν μπορούμε. Άρα να πιστεύουμε ότι είναι
δυνατόν να κάνουμε δικιά μας δημοσιονομική πολιτική θα μου επιτρέψετε να
πω ότι είναι αφελές. Με οποιαδήποτε κυβέρνηση. Είναι συνέπεια της
ένταξής μας στην ευρωζώνη. Στην Ε.Ε. Το ισχυρό ευρώ δεν είναι για τις
χώρες του νότου.
Νομίζετε ότι αν στην αρχή που ξέσπασε ο οικονομικός πόλεμος
είχαν γίνει τα πράγματα διαφορετικά, θα μπορούσαν να είχαν γίνει
καλύτερες συμφωνίες;
Βέβαια, προφανώς. Αν και νομίζω ότι ούτε τώρα διδασκόμαστε. Δεν βλέπω
ακόμη να εξασφαλίστηκε θεσμική συνέχεια. Εγώ ήμουν στη διάθεση του
κυρίου Μητσοτάκη και το είχα δηλώσει από την αρχή. Δεν με κάλεσε ποτέ.
Μπορούσα να πω τη γνώμη μου, δεν ήταν υποχρεωμένος να την ακούσει. Να πω
πως είχαν γίνει οι διαπραγματεύσεις, να πω πως είχαν συμφωνήσει αλλά
ξέρετε δεν υπάρχει εμπιστοσύνη.
Η πολιτική ηγεσία όφειλε να είχε προβλέψει. Έβλεπε τα ελλείμματα.
Ακόμα και η αντιπολίτευση όφειλε και αυτή να ξέρει και να μην ζητάει
συνέχεια απαιτήσεις και διεκδικήσεις όταν ξέρει τι υπήρχε, ότι ήταν
δανικά όλα αυτά.
Φυσικά εκ των υστέρων το λέμε, όλα θα μπορούσαν να γίνουν πολύ
διαφορετικά αν ήμασταν διαφορετική χώρα, διαφορετικοί άνθρωποι, αν
είχαμε διαφορετική κουλτούρα αυτό τώρα δεν ξέρω αν έχει πολύ νόημα να το
λέμε.
Όμως όλη η μεταπολίτευση στηρίχθηκε στο σλόγκαν ότι «αρκεί να υπάρχει
πολιτική βούληση». Θυμάστε την εποχή του Παπανδρέου; «Έχουμε τη
βούληση». Η βούληση είχε μαγικές ιδιότητες, θεϊκές ιδιότητες όπως η
βούληση του θεού. Μετά ήταν η βούληση του λαού και μετά η βούληση του
κόμματος. Η βούληση λες και παρείχε έργο. Κινούσε όρη. Αυτό ήταν τραγικό
λάθος, ήταν μεταφυσικό και το πιστεύουμε ακόμα.
Όταν είπε ο Γιάννης Στουρνάρας το περίφημο, «το μόνο δημοσιονομικό
σχέδιο που έχουμε στην Ελλάδα είναι το μνημόνιο» είχε εν μέρει δίκαιο.
Δεν υπάρχει ένα άλλο αντισχέδιο. Δεν έχουμε ινστιτούτα που να μελετήσουν
τις εναλλακτικές λύσεις. Δεν μπορούμε να φτιάξουμε εύκολα εναλλακτικές
προτάσεις και αντισταθμίσεις. Δεν βλέπετε τι δυστοκία υπάρχει και πως
γίνεται ο δημόσιος λόγος κάτω από την πίεση φυσικά των συμφερόντων; Δεν
υπάρχουν οι υποδομές. Και επομένως ο άλλος επιβάλει και από πάνω και σε
έχει ενοχοποιήσει ως φταίχτη.
Φτάνει πια η αυτοδυναμία και του δικομματισμού, «εγώ ξέρω την
αλήθεια, εγώ είμαι ο μοναδικός θεός, εγώ έχω τη μόνη βούληση την
πολιτική, εγώ θα σώσω τον τόπο». Είναι αστείο αυτό το πράγμα, είναι
μεταφυσικό. Είναι ιδεαλιστικό. Να κατέβουν κάτω όλοι οι υπεύθυνοι γιατί
κοινός είναι ο τόπος, κοινό το καράβι, κοινά τα προβλήματα, και όλοι την
πληρώνουμε την νύφη. Να συνεννοηθούμε και να κάνουμε κοινές
τεχνοκρατικές επιτροπές. Πέρα από κόμματα. Αυτά χρεοκόπησαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου