Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

«Ενα είδος “α λα Σκαρίμπα”» 30 χρόνια χωρίς τον Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984) ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16/02/14)

............................................................


"Εφημερίδα των Συντακτών", 16/02/14 

«Ενα είδος “α λα Σκαρίμπα”»

30 χρόνια χωρίς τον Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984)

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
     
ΑΠΑΝΤΑ Γιάννη Σκαρίμπα, Εκδόσεις Νεφέλη
•«Μαριάμπας», 1991, σελ. 232
•«Το σόλο του Φίγκαρω», 1992, σελ. 180
•«Το θείο τραγί», 1993, σελ. 145
•«Το Βατερλώ δυο γελοίων», 1994, σελ. 329
•«Καϋμοί στο Γριπονήσι», 1994, σελ. 176
•«Η μαθητευομένη των τακουνιών», 1995, σελ. 125
•«Ο κύριος του Τζακ – Πατς κι απαγάι», 1996, σελ. 90
•«Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα», 1996, σελ. 180
•«Φυγή προς τα εμπρός», 1997, σελ. 225
•«Τρεις άδειες καρέκλες», 1998, σελ. 140
•«Περίπολος Ζ΄», 2009, σελ. 256
•«Απαντες στίχοι 1937-1970», 2010, σελ. 248


Του Αριστοτέλη Σαΐνη

Στον «Υπνο-Θάνατο» του Ν. Μπακόλα (1973), ένα από τα πιο προωθημένα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η συνειρμική υπερρεαλίζουσα αλυσίδα του μονολόγου με την εφιαλτική εικονογραφία (που δεν αποτελεί παρά περιπλάνηση μέσα στις φαντασμαγορικές εικόνες πίνακα του Ιερώνυμου Μπος) ξετυλίγεται για να συμπεριλάβει, μεταξύ άλλων, αναφορές στον ονειρικό Παπαδιαμάντη, στην παλίμψηστη «Ερση» του Ν. Γ. Πεντζίκη, στον εσχατολογικό «Γιατρό Ινεότη» του Γιώργου Χειμωνά, αλλά και στη σκαριμπική «αλληλοϋποκατάσταση» Πιττακού και Μαριάμπα στο ομώνυμο μυθιστόρημα (1935) του Γιάννη Σκαρίμπα. Φόρος τιμής στον αναρχικό, εκκεντρικό, ιδιοσυγκρασιακό και αταξινόμητο, από την πρώτη του εμφάνιση ώς σήμερα συγγραφέα, που σημάδεψε —μαζί με τις νεωτερικές κατακτήσεις, του ιδιοσυγκρασιακού επίσης, μνημονικού μονολόγου της Μέλπως Αξιώτη— το μυθιστόρημα της Γενιάς του Τριάντα, ίσως με το πιο προωθημένο τεχνικά και τολμηρό θεματικά μυθιστόρημα της εποχής, «Το σόλο του Φίγκαρω» (1938), το οποίο ανακεφαλαιώνει τη μέχρι τούδε πορεία του συγγραφέα, προαναγγέλλει δε «Το Βατερλώ δύο γελοίων» (1959).

«Ανάξιος ανηψιός αρχιληστάρχων θείων και απόγονος Σουλιωτών προγόνων», κατά τη δική του διατύπωση, πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1929 στα «Ελληνικά Γράμματα», και την ίδια χρονιά με το διήγημα «Ο Καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης» αποσπά το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού. Η εισηγητική έκθεση επαινεί «το δυνατό χρώμα και την έντονη προσωπικότητα του ύφους», την «ατόφια, καθαρή, τελείως ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που το έχει γράψει» και, αδυνατώντας να εντάξει εύκολα το βιβλίο σε μια παράδοση, καταλήγει στην ταυτολογία: «Εκαμε ένα είδος ”α λα Σκαρίμπα”»!

Το «ξωτικό της Χαλκίδος» άπλωσε γρήγορα την πληθωρική και αδηφάγα παραγωγή του σε όλα τα είδη: πεζογράφος, διηγηματογράφος αλλά και μυθιστοριογράφος, φαντεζίστ ποιητής [ή «πεζογράφος που στιχουργεί»: «Ουλαλούμ» (1936), «Οι εαυτούληδες» (1952), «Βοϊδάγγελοι» (1968)], μανιώδης καραγκιοζοπαίχτης αλλά και χαρτονομουτροκατασκευαστής, ιστορικός αλλά και θεατρικός συγγραφέας, εκδότης, τέλος, του βραχύβιου περιοδικού «Νεοελληνικά Σημειώματα» (1937). Το «ζούδιο» των τρελών νερών του Ευρίπου, μόνιμα αγκυροβολημένο «εις τόπον ονομαζόμενον “Καράμπαμπα”» στη μυθοποιημένη Χαλκίδα (έξω και έσω τόπο των βιβλίων του), κηρύσσει ανένδοτο αγώνα «κατά της πνευματικής δυναστείας της Αθήνας», αναστατώνοντας διαρκώς τη λογοτεχνία μας και, όντας δικομανής, εμπλέκεται διαρκώς σε δικαστικές διαμάχες, κατορθώνοντας να βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο με οργισμένες βιβλιοκριτικές, προκλητικές επιστολές και σημειώματα στον Τύπο.

Αν η πρώτη συλλογή διηγημάτων «Καϋμοί στο Γριπονήσι» (1930) θεωρήθηκε ανανέωση της ηθογραφίας και η δεύτερη («Θείο Τραγί», 1933) ξάφνιασε την κριτική, ο «Μαριάμπας» (1935) τη διχάζει, και το «Σόλο του Φίγκαρω» (1939) ολοκληρώνει τη σύγχυση, προκαλώντας εξακολουθητική αμηχανία.

Μεσοπόλεμος. «Καλειδοσκοπική μεταγραφή, σε ίδιον ύφος, των αισθητικών αναζητήσεων που δέσποσαν στον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο» συνοψίζει ο Συμεών Σταμπουλού. Την ίδια εποχή που η ανταπόκριση σε κοινούς προβληματισμούς και κοινές αισθητικές αντιλήψεις φέρνουν κοντά —παρά τις σημαίνουσες διαφορές τους— τους αχυράνθρωπους, κατά Κόνραντ, του Τ. Σ. Ελιοτ, με τα χάρτινα ανδρείκελα του Κ. Γ. Καρυωτάκη και τους νεκροζώντανους ήρωες του Γιώργου Σεφέρη, ο Σκαρίμπας οικοδομεί ψηφίδα ψηφίδα το δικό του γκροτέσκο αφηγηματικό σύμπαν και πορτρέτο πορτρέτο την προσωπική Πινακοθήκη των αντιηρώων του με τα παράξενα εξωτικά ονόματα: Ιωάννης Μαριάμπας και Ιωάννης Πιττακός, Αντώνιος Ταπιάγκας και Λαυρέντιος Φιόκος, Σουρούπης και Χαμόδρακας, Μύριαμ Χόπκινς Λάι και Μαίρη Δεπάνου, Νίνα Δολόξα και η παράθεση θα μπορούσε να συνεχιστεί… Ενα αφηγηματικό σύμπαν γεμάτο από αρλεκίνους και πιερότους, ομοιώματα ανθρώπων και «αυτοματικούς κινητάνθρωπους», ανδρείκελα και χαρτονένια «καραγκιοζάκια», ρομπότ και νευρόσπαστα, κούκλες βιτρίνας και μηχανικές γυναίκες από έργα του Ε. Τ. Α. Χόφμαν, «πράγματα» που ζωντανεύουν και μηχανές που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες. Οι σκαριμπικοί ήρωες συναποτελούν έναν ετερόκλητο καλοκουρδισμένο θίασο, που μεταπηδά από έργο σε έργο, δημιουργώντας ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων, παραλληλισμών και αντικατοπτρισμών που μόνο η εκ του σύνεγγυς μικροσκοπική ανάλυση μπορεί να αποδελτιώσει.

Αντιμυθιστορήματα γεμάτα νεωτερικές ακροβασίες. Αφήγηση έκκεντρη και γραφή εκκεντρική που χαρακτηρίζει το υπερρεαλίζον παράδοξο και η χωροχρονικά αλλόκοτη εκτύλιξη της δράσης. Κείμενα διάστικτα από σημειώσεις, αποστροφές στον αναγνώστη, εγκιβωτισμούς άλλων κειμένων, ανύπαρκτα βιβλία και φανταστικούς συγγραφείς, παρενδυσίες και σωσίες, πλαστοπροσωπίες και ψευδωνυμίες, φετιχιστικούς έρωτες, αυτοκτονίες και φονικά. Κείμενα σχεδόν προκλητικά, που εκβιάζουν την αναγνωστική συμμετοχή, γεμάτα ανακολουθίες και εσωτερικές αντιφάσεις, με διαρκείς αλλαγές αφηγηματικών τρόπων και οπτικών γωνιών, αναλυτικό σχολιασμό της ίδιας της διαδικασίας παραγωγής τους, ειρωνεία και σαρκασμό, παρωδία και αυτοπαρωδία, αυτοαναφορικότητα, έντονη διακειμενικότητα, διαρκείς παλινδρομήσεις μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας μέχρι να χαθεί ο προσανατολισμός σε έναν απολαυστικό αναγνωστικό ίλιγγο.

Γλώσσα ελεύθερη και ελευθεριάζουσα, που αντλεί από διάφορες παραδόσεις —από το δημοτικό τραγούδι στην καθαρεύουσα, υπόδειγμα «για το πώς μπορεί κανείς να υπερβαίνει τα όρια δίχως να τα παραβαίνει», σημειώνει ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος—, διάστικτη από χοντροειδή λογοπαίγνια και τοπικούς ιδιωματισμούς, στριφνή σύνταξη και τυπογραφική μορφή που υπηρετεί, πώς αλλιώς, την κατακερματισμένη και εξαρθρωμένη αφήγηση.

Αγνοημένο και παραγνωρισμένο για χρόνια, το έργο του μπορεί να μη βρήκε τον δρόμο του για τις πρώτες ιστορίες της λογοτεχνίας. Ωστόσο, προοδευτικά η θέση του στη γραμματολογία μας αναβαθμίστηκε, συνδέθηκε αρχικά με τον «αλητισμό», ενώ σε μια εποχή αναθεώρησης της παράδοσης και νέων προσεγγίσεων, ξεπεράστηκε ο διχασμός της κριτικής, μεταξύ της αρχικής άρνησης και της όψιμης μυθοποίησης, και ο Σκαρίμπας διαβάστηκε και επαναξιολογήθηκε με ψυχραιμία, κατοχυρώνοντας, κατά πώς του αρμόζει, την πρωτοποριακή του θέση στον νεωτερικό Κανόνα.

Το 1994, η ανθολόγηση κριτικών κειμένων για το έργο του («Για τον Σκαρίμπα», Λευκωσία, 1994), εγκαινιάζει την κομψή, χρήσιμη και χρηστική σειρά των εκδόσεων Αιγαίον. H αυτοαναφορική λειτουργία της γραφής του αποτέλεσε μέρος της διατριβής της Ελένης Γιαννακάκη (1990), η διερεύνηση της ειρωνικής τονικότητας και η κλίμακα της σάτιρας και της παρωδίας θέμα αντίστοιχης της Κατερίνας Κωστίου (1995), και η ανασύσταση της ιδανικής βιβλιοθήκης επιρροών και επιδράσεων του συγγραφέα στόχο του Συμεών Σταμπουλού («Πηγές της Πεζογραφίας του Γ. Σ.», ΣΩΒ, 2006 και «Ο ίσκιος της γραφής», Αγκυρα, 2009). Προϊόντος του χρόνου συνέδρια και λογοτεχνικά αφιερώματα εμπλούτισαν τις σκαριμπικές σπουδές, ανέκδοτα και αθησαύριστα κείμενα ήρθαν στο φως, ενώ η τριακονταετής μικροσκοπική σκαριμπολατρεία του Ξενοφώντα Κοκόλη («Ανθρωποι και μη: τα όρια της φαντασίας στο Σκαρίμπα», USP, 2001) ενισχύθηκε από τη φιλολογική εμβρίθεια του ακάματου Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, που δεν αρκέστηκε μόνο σε μικροφιλολογικές παρατηρήσεις («Σημειώσεις στον Σκαρίμπα»), αλλά μετέτρεψε τον εκτελωνιστή ομότεχνό του σε βασικό λογοτεχνικό ήρωα («Λιμενάρχης Ευρίπου», Κέδρος 1993, Νεφέλη 2002).

Ενα τέλος στην εκδοτική περιπέτεια του έργου του, στην «τυπογραφική ανομία» που χαρακτήριζε τις εκδόσεις του, στο χάος των διορθωμένων και επεξεργασμένων ανατυπώσεων, αλλά και στη μακροχρόνια απουσία από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων αποφασίζουν να βάλουν οι εκδόσεις Νεφέλη, εγκαινιάζοντας το 1992 τη σειρά των «Απάντων» του Σκαρίμπα σε φιλολογική επιμέλεια Κατερίνας Κωστίου. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δέκα ομοιόμορφοι τόμοι, με φιλολογικά σημειώματα και ανθολόγιο κριτικών. Σε άλλο σχήμα και εκτός συνεχόμενης αρίθμησης, τα «Απαντα» Σκαρίμπα συμπληρώνονται από τη σχολιασμένη γενετική φιλολογική έκδοση ενός νεωτερικού αντιπολεμικού αφηγήματος, τμήματα και εκδοχές του οποίου διατρέχουν το έργο του («Περίπολος Ζ΄», 2009), όπως και από τις «ποιητικές συμπυκνώσεις» του σκαριμπικού κόσμου («Απαντες στίχοι 1937-1970», 2010).

Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο και σχεδόν έναν αιώνα μετά την πρώτη εμφάνιση, τα βιβλία του Σκαρίμπα εξακολουθούν να διαβάζονται και αξίζει να ξαναδιαβαστούν. Κόντρα σε όλες τις λογοτεχνικές συμβάσεις και ενάντια σε κάθε σοβαροφάνεια ο αντισυμβατικός λόγος του Σκαρίμπα παραμένει ζωντανός και εξίσου δραστικός: «— Πώς να γίνω τέτοιος, που μου συσταίνουν οι γυναίκες; Σοβαρός! Πώς να γίνω, βρε άχρηστες, εγώ σοβαρός, “που είμαι κατασκευασμένος με χάχανα;” Πώς να τις δέσω χειροπόδαρα τις ιδέες μου, “που είμαι ένα συλλαλητήριο πουλιών;” Πώς να κατανοήσει η γυναίκα, “πως εμένα η ήττα μου στάθηκε εξίσωση μαθηματική· κάθε γκάφα μου αποτέλεσμα ταμπεραμέντου και έμπνευσης;”» μονολογεί με αυτοπαραθέματα ο μυθοποιημένος «σαλτιμπάγκος» της Χαλκίδας στο σπαρταριστό αφήγημα του Τόλη Καζαντζή («Μια μέρα με τον Σκαρίμπα», 1985, Σοκόλης, 2005).

Δεν υπάρχουν σχόλια: