Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

"Η γενιά των 55άρηδων, αυτή η μάστιγα" του Βάιου Παπανάγνου (www.protagon.gr, 10 Φεβρουαρίου 2014)

............................................................


Η γενιά των 55άρηδων, 

                                  αυτή η μάστιγα

Photo: Dorian Susan/Flickr
Photo: Dorian Susan/Flickr
 
 
Μερικές φορές, όταν η τύχη βοηθάει και η περίσταση ωφελείται, ένας νέος άνθρωπος θα βρεθεί σε μια θέση εξουσίας. Η ιστορία είναι ελκυστική, η αναγωγή από το περίοπτο στο καθημερινό γίνεται αυτόματα μέσα μας, ο κοινωνικός ιστός υφαίνεται ξανά. Σαν να επιβεβαιώνονται οι μύθοι της φυσικής διαδοχής των γενεών που θέλουμε πολύ να ισχύουν - τα παιδιά μας θα συνεχίσουν από εκεί που σταματήσαμε εμείς. Πειθόμαστε για την πιθανότητα της αξιοκρατίας, οι νέοι αυτοί είναι εξαιρετικά ικανοί, σαν τον Σίντνεϊ Πουατιέ στη λευκή Αμερική του '60 - πολύ καλός για να μην του ανοίξεις την πόρτα. Ξέρουμε ότι μιλάμε για εξαιρέσεις. Οι Έλληνες που είναι στα 30 τους είναι κυρίως άνεργοι.
Διστάζουμε να πούμε ότι φταίει η γενιά που κατέχει τώρα τις σημαντικές θέσεις εξουσίας, οι άνθρωποι στα 55 και τα 65. Αν το λέμε, μετά το μαζεύουμε, παρ' όλο που ξέρουμε ότι οι άνθρωποι ανταγωνίζονται για τα καλά της κοινωνίας, όπως μπορεί ο καθένας, με ό,τι είδος κεφαλαίου μπορεί να μαζέψει, και ότι η παλιά γενιά θα κάνει ό,τι μπορεί για να κρατήσει το πάνω χέρι. Είναι γιατί αυτή η χώρα χρειάζεται μια στοιχειώδη σύμπνοια. Οι υγιείς κοινωνίες είναι αυτές της συναίνεσης, και όσοι βρίσκουν αξία στα αγωνιστικά μοντέλα δεν έχουν ζήσει στην Αθήνα τα χρόνια της κρίσης. Κανείς δεν μπορεί να δεχτεί ότι οι γονείς τρώνε τα παιδιά τους, σε αυτές τις ηλικίες είναι οι πατεράδες μας που έχασαν συντάξεις και εφάπαξ ή οι λίγο νεότεροι που έχασαν μισθούς, δουλειές και σπίτια. Δε μιλάμε για αυτούς. Μιλάμε για όσους τρώνε τα παιδιά των άλλων.
Να τους ορίσουμε: είναι γύρω στα 60, βρίσκονται τώρα στις κορυφαίες θέσεις της ιεραρχίας τους, και έχουν χρησιμοποιήσει τα χρήματα και τις σχέσεις που απέκτησαν τα τελευταία 20 χρόνια ώστε οι απώλειές τους να είναι αμελητέες. Συμμετέχουν στον κοινωνικό ανταγωνισμό από τη θέση ισχύος που απέκτησαν συνομιλώντας με τη διεφθαρμένη εξουσία, κάνοντας deals και ανταλλάσσοντας χάρες με οικονομικούς εγκληματίες. Είναι οι εργοδότες που έχουν ακόμα στο τηλέφωνό τους τα νούμερα των ανθρώπων που βρίσκονται τώρα στη φυλακή. Κρατώντας σε απόσταση ιεραρχίας και οικονομικών απολαβών τις επόμενες γενιές διαφυλάττουν τα προνόμιά τους και χτίζουν τις αυλές τους. Παρ' όλο που τους έρχονται εύκολα στο μυαλό σκόρπιοι κανόνες της ελεύθερης αγοράς, δεν διανοούνται να αναλάβουν τους ρόλους του επενδυτή, του υποστηρικτή, του μέντορα, ο μόνος που τους αρέσει είναι αυτός του αφεντικού. Τους έχω δει να περιφρουρούν τα γραφεία τους σαν κομμάτια της προσωπικότητάς τους. Χωρίς αυτά, άντρες και γυναίκες το ίδιο, δεν αισθάνονται δυνατοί παίκτες στα καθημερινό παιχνίδι της εξουσίας ή ισότιμοι στα δείπνα, ακόμα και η γοητεία τους σαν να ξεθωριάζει και φαίνονται τα χρόνια.
Θα καλύψουν τις σχέσεις εξουσίας που τους ευνοούν με ιδεολογήματα. Oταν έρχονται από αριστερά θα συμβουλεύσουν για την επιστροφή στην απλότητα, επειδή είναι τίμιο να πετάς το στυλιζαρισμένο, θα ψέξουν για την κατάκτηση της γνώσης που είναι άυλη, δεν έχει την αξία του σωματικού μόχθου, σαν παλιοί οπεραϊστές του PCI. Από τα δεξιά θα πουν ότι αυτοί είναι οι πόνοι της ενηλικίωσης, ότι ήμασταν οι καλοαναθρεμμένοι έφηβοι, ότι οι πόρτες της κοινωνίας και της εργασίας θα ανοίξουν μόνο σε αυτούς που είναι διατεθειμένοι να αποδείξουν αφοσίωση στην ιεραρχία, «τα ίδια λέω και στον γιο μου». Ξέρω ότι οι φίλοι μου θα ήταν διατεθειμένοι ακόμα και να ακούσουν αυτό το συνονθύλευμα ψυχο-πολιτικής μπουρδολογίας σε ένα διάλειμμα στην κουζίνα ενός γραφείου, αν ήξεραν ότι η βασική συνθήκη της εργασίας ίσχυε και πληρώνονταν ανάλογα με τη δουλειά τους. Αλήθεια όμως, δεν μπορούμε να έχουμε ψευδο-discours αντί για δουλειές.
Οι καφετζούδες και οι αστρολόγοι το ξέρουν, θα ακολουθήσουμε οποιονδήποτε μας υποσχεθεί ελπίδα. Ήμουν σίγουρος ότι το Wolf of Wall Street θα άρεσε σε μερικούς άντρες της γενιάς μου, (και μερικά χρόνια πιο κάτω) για τους λάθος λόγους. Στη δεκαετία του '80 θα κρεμάγανε στον τοίχο την αφίσα του Scarface, η ιστορία του φτωχού και άσχημου που με την πυγμή του κατακτάει την πόλη και τη γυναίκα θα μπορούσε να γίνει και δική τους. Tώρα ποστάρουν στο Facebook τσιτάτα από την ταινία και ένα από αυτά λέει «το μόνο που στέκεται ανάμεσα σε σένα και τους στόχους σου είναι τα ψέματα που λες στον εαυτό σου για το πώς δεν μπορείς να τους κατακτήσεις». Αυτό θέλει να είναι ένα μήνυμα ελπίδας, οι πιο αφελείς θα ψωνίσουν από εδώ. Όσοι εμπιστεύονται περισσότερο την αγορά από την ακαδημία θα ψωνίσουν από την ιδεολογία του TEDx.
Μας προτείνεται η ελπίδα της καινοτομίας και πηγαίνουμε να ακούσουμε τις ιστορίες των επιτυχημένων entrepreneurs. Είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο τα συνέδρια που μαζεύονται νέοι άνθρωποι για να συζητήσουν για οτιδήποτε, δεν έχει σημασία, αλλά ξέρω ότι οι περισσότεροι ομιλητές δεν έχουν καμία δυνατότητα διαμόρφωσης πρωτότυπης θεωρητικής σκέψης. Οι στρατηγικές που προτείνουν απηχούν ιδεολογία που δεν είναι καινοτόμα, ξεκίνησε στα τέλη του '90 και πέθανε στα μέσα της προηγούμενης. Θυμάμαι πολύ καλά τις αξίες της, γιατί μου άρεσε η βάση τους, ξεκινάνε από την ελπίδα να ελέγξεις το μέλλον σου κάνοντας αυτό που σου αρέσει. Η εργασιακή ασφάλεια είναι για τους τεμπέληδες και το νόημα είναι να είσαι γρήγορος και τολμηρός. Βάζεις ό,τι έχεις στην εταιρεία που δουλεύεις, επενδύεις χρήματα, κύρος, αφοσίωση, ώρες, και όπως συνδέεις έτσι την τύχη σου και τη ζωή σου, μοιράζεσαι το ρίσκο της. Το φαινόμενο λέγεται venture labor, και ξεκίνησε να παρατηρείται στη γενιά που έζησε το κραχ των dot com. Αν όλα πήγαιναν καλά θα ήταν πλούσιοι. Όταν το ρίσκο που μοιράστηκαν με τα αφεντικά τους δεν βγήκε, είδαν ότι οι επιπτώσεις δεν μοιράστηκαν ισότιμα. Συνέβη το ίδιο στην Ελλάδα μετά το 2010. Όταν οι εταιρείες έπεσαν, οι περισσότεροι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους, οι λίγοι έναν σοφέρ. Μπορούσαν να ξεκινήσουν πάλι με ακόμα πιο φτηνά κόστη.
Η καινοτομία για να αναπτυχθεί χρειάζεται δύο πράγματα: τεχνολογία και επένδυση. Οι καλύτεροι μηχανικοί της Ελλάδας έχουν φύγει στο εξωτερικό, σοβαρά χρήματα για επενδύσεις δεν υπάρχουν, ούτε δάνεια. Ένα πειραγμένο Wordpress και ένα e-cart δεν θεωρείται καινοτομία, θεωρείται site που θα σε πάει μέχρι ένα σημείο. Υπάρχουν 4-5 ιστορίες επιτυχίας που ξέρουμε όλοι, έχουν αναζητήσει τεχνολογία και επενδυτές στο εξωτερικό και καλά έκαναν. Αλλά ιδέες υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα και η αρθρογραφία για τα ελληνικά startups συγκεντρώνει πολλά πορτρέτα νέων ανθρώπων που αποφάσισαν να πάρουν τα ρίσκα τους. Οι περισσότεροι από αυτούς, είτε από αφέλεια, είτε από ανάγκη, ελπίζουν να πουλήσουν ό,τι έχουν σε μεγάλες εταιρείες, πριν προλάβουν να το αναπτύξουν, δηλαδή φτηνά. Η εργασία αυτής της γενιάς είτε σε αυτοαπασχόληση, είτε σε προσφορά, κοστολογείται λιγότερο από την αξία της. Δεν εννοώ την αξία σε σχέση με άλλες χώρες ή καλύτερες μέρες, αλλά την αξία που καρπώνεται τώρα - τώρα που 1.000 ευρώ το μήνα είναι καλός μισθός- η γενιά που έχει ακόμα λεφτά. 
Η δημιουργική βιομηχανία, που η μετα-φορντική οικονομία βάζει στο κέντρο της, στην Ελλάδα κινείται μόνο από ελπίδα. Το δημιουργικό πεδίο της Αθήνας ξεκινάει από τους δρόμους γύρω από την Κολοκοτρώνη, φτάνει μέχρι το Γκάζι και το Κολωνάκι, είναι ένα δίχτυ από συναλλαγές μεταξύ των νέων ανθρώπων που κάτι φτιάχνουν, κάτι κάνουν, κάτι λένε, παίρνουν ο ένας από τον άλλο υλικά και ιδέες, και μοιράζονται συνήθειες δουλειάς και ζωής, επιστημική και πολιτισμική γνώση. Καμία κάστα δεν ζει από αυτό που κάνει, όχι στα αλήθεια. Δουλεύουν για την έκθεση της δουλειάς τους, για την εμπειρία και την κατάκτηση της τεχνικής, το άνοιγμα των επαγγελματικών γνωριμιών. Είναι δουλειά δωρεάν με την ελπίδα ότι θα φέρει στο μέλλον κάτι πιο σταθερό, είναι hope labor.
Οι ηθοποιοί που δουλεύουν μπαρ για να παίζουν στο θέατρο. Οι καλοτεχνίτες που σερβίρουν. Οι χορεύτριες της κρατικής που κάνουν freestyle σε κλαμπ. Οι παραγωγοί στο web radio που κάνουν τον dj στα μπαρ. Οι σχεδιαστές που ζουν με τη σύνταξη των γονιών. Οι φωτογράφοι που το έχουν γυρίσει στους γάμους. Οι γραφιάδες που γράφουν βιβλία με το επίδομα ανεργίας. Οι δημοσιογράφοι που γράφουν δωρεάν ή με 400 μεικτά για 30 ποστ ειδήσεων από δεύτερο χέρι. Αν δεν ξέρεις και πολλά θα πεις τι κρίμα, αυτά τα επαγγέλματα δεν πληρώνουν, αλλά έτσι είναι, οι κοινωνίες δεν χρειάζονται τόσους καλλιτέχνες, μηχανικούς και γιατρούς θέλουν. Είναι ένα βολικό ψέμα. Όλος αυτός ο χώρος παράγει μεγάλο συμβολικό κεφάλαιο που μέσα από τα media βγαίνει από τις στενές niche και μετατρέπεται σε λεφτά για τους μεγαλο-επιχειρηματίες. Είναι το περιεχόμενο που προσφέρεται τσάμπα, αλλά φέρνει διαφημιστικά έσοδα στους ιδιοκτήτες των μέσων, είναι το ταλέντο που γίνεται ακριβός τηλεοπτικός χρόνος, είναι οι πρωτοποριακές δεξιότητες που αγοράζονται με μια θέση στο μισθολόγιο.
Και αν βάλεις μέσα σε όλους αυτούς και το love labor, τους γκραφιτάδες, τους skaters, τους εξτριμάδες, όλους όσους κάνουν κάτι που αγαπάνε χωρίς προσδοκία αποζημίωσης, τότε έχεις όλο το φάσμα της νεανικής ενέργειας, της κοσμοπολίτικης πρωτοπορίας, της μοντέρνας καλλιέργειας, της ωραίας avant garde με την οποία όλοι θέλουν να ταυτιστούν. Εχουν πολιτιστικό κεφάλαιο, αλλά όχι μόνο, έχουν και κοινωνικό, το οποίο μπορούν να κινητοποιήσουν εύκολα με ένα ποστ στο Facebook. Οι διαφημιστικές, ισορροπώντας την κάμψη της ζήτησης, αγοράζουν φτηνά: στέλνεις ένα παπούτσι σε έναν hipster και γίνεσαι κι εσύ hip. Κερνάς έναν μπλόγκερ και αγοράζεις καλές προθέσεις. Εκεί που με 10.000 αγόραζες ένα οπισθόφυλλο περιοδικού, τώρα παίρνεις ό,τι θες από ένα site. Και έτσι διατηρείται η ανισότητα όπως την περιγράφει ο Πικετί: o ρυθμός απόδοσης κεφαλαίου είναι μεγαλύτερος από τον ρυθμό ανάπτυξης.
Όταν μπήκαμε στο πρώτο μνημόνιο είχα φοβηθεί ότι η γενιά μας θα πάει χαμένη. Η φράση «χαμένη γενιά», τα χρόνια που ακολούθησαν, τρίφτηκε τόσο πολύ στα πληκτρολόγια ώστε μας φορτώθηκε σαν κουσούρι. Ο χαρακτηρισμός δεν μας συμφέρει. Ο χαμένος, ο απελπισμένος τίποτα δεν μπορεί να διαπραγματευθεί, τον έχεις για ένα κομμάτι ψωμί. Θεωρεί ότι έχει εκπέσει από έναν χαμένο παράδεισο, φοβάται ότι το παρελθόν θα αποδειχθεί καλύτερο από το μέλλον, δεν έχει ελπίδα. Εμείς ήμασταν φτηνοί και πριν το 2010. Δεν είμαστε χαμένοι, είμαστε ριγμένοι.

*Ο Βάιος Παπανάγνου είναι δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: