.............................................................
Ένα δέντρο που το έλεγαν Παολίνο
Ο Πιέτρο ο χωρικός μένει άφωνος όταν αποκτά ένα μωρό με πράσινα μαλλιά. Ο Πιέτρο είχε δει ανθρώπους με μαλλιά μαύρα, ξανθά και κόκκινα. Είχε ακόμα ακούσει να μιλάνε για μια νεράιδα με σκούρα γαλάζια μαλλιά, αλλά πράσινα δεν είχε δει ποτέ του. Οι γυναίκες που έρχονταν να δούνε το μωρό λέγανε: "Μοιάζει σαν να του 'χει φυτρώσει ένα μαρούλι στο κεφάλι". Κι έτσι το παιδί βαφτίστηκε: ο πατέρας του τον φώναζε Παολίνο, οι γυναίκες τον φώναζαν Παολίνο Μαρουλίνο. Έστειλαν και φώναξαν γιατρούς για να δουν τα μαλλιά του παιδιού. Εκείνοι είπαν πως δεν ήταν τίποτε, έγραψαν τη συνταγή τους κι ύστερα έφυγαν, αλλά τα μαλλιά του Παολίνο έμεναν πάντα πράσινα. Όταν το μωρό έγινε δύο χρονών, ο παππούς του το πήρε μαζί του στους αγρούς να βοσκήσουν μια κατσικούλα. Και να που σε μια στιγμή η κατσικούλα πλησίασε και μπροστά στα μάτια του παππού έκανε μια χαψιά όλα τα μαλλιά του Παολίνο, αφήνοντας το κεφάλι του παιδιού σαν χωράφι ύστερα από θερισμό. Έτσι κατάλαβαν όλοι ότι τα πράσινα μαλλιά του Παολίνο δεν ήταν κανονικά μαλλιά αλλά γρασίδι, μια ωραία φρεσκια και τρυφερή πρασινάδα που μεγάλωνε στο πι και φι.
- Θα μπορούσες να θρέψεις μια κατσίκα και στη μέση της θάλασσας, είπε γελώντας ο μπαμπάς του Παολίνο. Την άνοιξη, ανάμεσα στο πράσινο, ακριβώς καταμεσής του κεφαλιού, εμφανίστηκε μια ωραία κίτρινη μαργαρίτα. Κι άρχισε να έρχεται κόσμος από μακριά για να δει το αγόρι που στο κεφάλι του φύτρωναν μαργαρίτες. Ο Παολίνο μεγάλωσε κι έγινε νέο παλικάρι και μια φορά έκανε κάτι κακό: αμέσως στο κεφάλι του φύτρωσε μια τούφα αγριόχορτα, μαυριδερή και ακανθώδης. Ο Παολίνο ντερπόταν πολύ να περιφέρεται με εκείνα τα αγριόχορτα στο κεφάλι που του έπεφταν και στα μάτια. Γι' αυτό και φρόντισε στο μέλλον να μην ξανακάνει κακές πράξεις. Με το πέρασμα των χρόνων άρχισε να μεγαλώνει, καταμεσής της χλόης ένα δενδρύλλιο. Ανακάλυψε πως ήταν μια μικρή βελανιδιά και πως με τον καιρό, όσο δηλαδή γερνούσε ο Παολίνο, γινόταν όλο και πιο δυνατή κι ανθεκτική. Όταν έφτασε πενήντα χρονών, το δεντράκι έγινε σωστή βελανιδιά.
Ο Παολίνο δεν είχε ανάγκη τη σκιά των δέντρων το καλοκαίρι: του έφτανε αυτό που μεγάλωνε στο κεφάλι του και του χάριζε μια χαρά σκιά, ευάερη και δροσερή. Όταν ο Παολίνο έγινε ογδόντα χρονών, η βελανιδιά στο κεφάλι του είχε γίνει τόσο μεγάλη, που όχι μόνο έχτιζαν πάνω της τις φωλιές τους τα πουλιά, αλλά τα παιδιά σκαρφάλωναν στα κλαδιά της για να παίξουν και οι ζητιάνοι που έφταναν μέχρι την αυλή του για να ζητήσουν ένα αυγό ή λίγο νερό ξεκουράζονταν για λίγο στη σκιά του Παολίνο και δεν έπαυαν να τον ευγνωμονούν για την καλοσύνη του. Όταν πέθανε, ο Παολίνο θάφτηκε όρθιος, έτσι ώστε το φυτό να συνεχίσει να ζει και να μεγαλώνει στον καθαρό αέρα. Σήμερα είναι μια πολύ παλιά καταπράσινη βελανιδιά κι όλοι τη φωνάζουν Παολίνο. Γύρω από τον κορμό της έχουν βάλει ένα καλογυαλισμένο πράσινο παγκάκι. Οι γυναίκες κάθονται για να πλέξουν μαλλί με τις μεγάλες βελόνες, οι χωρικοί για να φάνε τη σούπα τους και να καπνίσουν την πίπα τους. Οι γέροι κάθονται εκεί μέχρι να πέσει το σκοτάδι: τότε φαίνονται κόκκινες οι καύτρες από τις αναμμένες πίπες τους. Πριν πάνε για ύπνο, χαιρετάνε το φίλο τους, τον Παολίνο:
- Καληνύχτα Παολίνο, ήσουν πράγματι ένα καλό παιδί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου