.............................................................
Μάριος Χάκκας (1931 – 1972)
Περίπτωση θανάτου
Δεν είναι που φοβάμαι το θάνατο. Αγωνιώ μη τυχόν δεν προλάβω, κι έχω μια
σειρά πράγματα ακόμα να κάνω, κι άλλα που γίνηκαν λάθος θέλουν διόρθωμα.
Νάμουν στη
θέση του τσιγαρά! Λίγο πριν ξεψυχήσει είπε στο γιό του: "Χρωστάω στο
πρατήριο 126 δραχμές". "Καλά", είπε ο γιος του, "γίνε πρώτα
καλά"."Όχι πρώτα... Τώρα... Να τα πας και να μου φέρεις απόδειξη. Δε
θέλω να χρωστάω πουθενά... Σε λίγο μπορεί να πεθάνω". Ήταν η μοναδική του
εκκρεμότητα. Περίμενε την απόδειξη να τα τινάξει.
Εμένα μου
λείπουν αποδείξεις χιλιάδες, εκκρεμότητες πλήθος με περιμένουν, κι αν μούρθει
ξαφνικά το κακό θα μείνουν όλα στη μέση: Τα βιβλία που γράφω, οι γυναίκες που
τριγυρίζω κι έχω σκοπό να πηδήξω, τα ταξίδια που σχεδιάζω, μια εγχείρηση που
κάθε φορά αναβάλλω και που κάποτε πρέπει να γίνει.
Αν ήμουν η
κυρά - Μαρία, δε θάχα αντίρρηση. Τι άλλο περισσότερο πια να κάνεις μες στους
ανθρώπους; Πού μακρύτερα μπορεί κανένας να φτάσει όταν είναι πανέτοιμος για μια
τέτοια στάση; Γιατί η κυρά-Μαρία, την παραμονή του θανάτου της, είχε το
κουράγιο ακόμα να καυγαδίζει την αδερφή της, που της είχε κάνει στο νοσοκομείο
επίσκεψη: "Γιατί νάρθεις σε μένα και να αφήσεις τον άντρα σου χωρίς
φαγητό; Τους ζωντανούς πρέπει να νοιάζεστε". Αργότερα έπεσε σε κώμα. Όποτε
συνερχόταν για λίγο, την άκουγαν να μουγκρίζει: "Τους ζωντανούς... Τους
ζωντανούς...".
Αυτοί, και οι
δυο ήτανε τέλειοι άνθρωποι, ξέραν τι κάνανε μέχρι το τέλος, ενώ εγώ απ' την
αρχή τα θαλάσσωσα, έχασα τους φίλους μου όλους, τους οπαδούς μου, πολλές φορές
τις ιδέες μου, κι όλ' αυτά πρέπει να μου δοθεί χρόνος και κουράγιο για να τα
ξανακερδίσω, γιατί δεν μπορώ να φύγω έτσι στα κούφια, χωρίς μιαν απόδειξη, καλή
ώρα ο τσιγαράς, κάτι τέλος πάντων που να λέει πως είμαι εντάξει.
Εκείνον που
δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ο τσιγαράς, γιατί κάθε μέρα τούδινα ένα δεκάρικο κι
έπαιρνα ένα πακέτο με άσσο. Στεκόταν στην ίδια πάντα γωνία κι έφερνε το νόμισμα
κάτω από τα μυωπικά του γυαλιά, με το στόμα μισάνοιχτο σαν έτοιμος να το
δαγκώσει. Ένα πρωινό δεν ήταν στη θέση του. "Στο Νοσοκομείο", μου
κάνει ο καφετζής. "Καρδιά. Δεν τη βγάζει". Βρέθηκα με το στόμα
μισάνοιχτο, να κρατάω στο χέρι το νόμισμα, κι όπως ήμουν εκνευρισμένος, που δεν
είχα τσιγάρο, άρχισα να το δαγκώνω. Έτρεξα φουρκισμένος στο πιο κοντινό μου
περίπτερο. «Άσσο», είπα. «Δεν έχει», μούπε το παιδί του περίπτερου. Χρόνια τώρα
μου κάνει υπόμνηση ο θάνατος καθώς δαγκώνω αυτό το δεκάρικο λίγο πριν αγοράσω
τσιγάρα. «Τελείωσαν για σένα», περιμένω ν’ ακούσω, «όλα τελείωσαν», και το κακό
είναι που θάμαι και τότε ανέτοιμος, μ’ αυτό το δεκάρικο μόνο για διαπύλια, ένα
φτηνό κέρμα, ένα φθαρμένο σύμβολο για να περάσω απέναντι.
Κι όμως υπάρχουν άνθρωποι που φεύγουν
πανέτοιμοι: Η κυρία Κούλα που ταξίδεψε στους αγίους τόπους μόνο και μόνο ν’
αγοράσει σάβανα, κι ο κύριος Ιωακείμ, τακτοποιημένος από κάθε πλευρά, κι ο
λόγος που καθυστερούσε ήταν ν’ ακούσει πως ανθρώπινο πόδι πάτησε στο φεγγάρι κι
απέ να τελειώνει.
Συχνά σκέφτομαι την Αιμιλία, από μένα λίγο
μικρότερη, πέντε εγχειρήσεις, τριάντα πέντε κιλά, το πετσί και το κόκαλο, και
μόνο τα μάτια της ίδια, φωτεινά και μεγάλα όπως πρώτα, να κοιτούν το παράθυρο
του νοσοκομείου μια μέρα πριν το θάνατο. «Σαν γυρίσουμε, Σάκη, στο σπίτι, να
πάρουμε ένα κλωνάρι τριανταφυλλιάς. Αυτή η ποικιλία μας λείπει». «Ναι»,
απαντούσε ο άντρας της κι έψαχνε στην τσέπη με ιδρωμένα δάχτυλα τα τελειωμένα
χαρτιά της, λογαριασμός της νεκρόκασας, άδεια εξαγωγής της νεκρής, ειδικές
διατυπώσεις για το αεροπλάνο. «Σάκη, μήπως χρειάζονται διατυπώσεις στο
αεροπλάνο για την τριανταφυλλιά;» Και λίγο πριν την ξαποστείλουν στο
χειρουργείο: «Όχι στον τάφο μου. Στο σπίτι τη θέλω». Ήξερε πως είναι το τέλος
της, πως δεν θα ξανάβλεπε το φως της μέρας, τον κήπο με τα τριαντάφυλλα, στον
ουρανό αστέρια, κι όμως ως τις τελευταίες στιγμές της, πηγαίνοντας για έκτη
φορά στο χειρουργείο, τραγουδούσε κι αντιλαλούσαν οι διάδρομοι: «Πότε θα κάνει
ξαστεριά». Φυσικά για τους άλλους.
Εγώ διαπυήθηκα τόσο από τη σαπίλα του καιρού
μου, που δε θάχω κουράγιο εκείνες τις στιγμές να κάνω την κίνηση που αποδιώχνει
μια μύγα, πολύ περισσότερο να τραγουδήσω δίνοντας ελπίδες στους άλλους. «Ούτε
και ένα «και» δε θα μπορώ να πω για τους άλλους. Και να σκέφτομαι πως κάποτε,
τότε που συνεργαζόμασταν με την Αιμιλία για τα κοινά, ήμουν σαν ένα φύλλο, -
όχι φύλλο μνήμη, μαραμένο σε κάποια σελίδα βιβλίου – πράσινο, καταπράσινο φύλλο
πάνω σε δέντρο, δροσιά και χαμόγελο. Και τώρα νιώθω σα να διάβηκα, όλες τις
ρωγμές της απαλάμης μου, σα να εξεμέτρησα όλες τις μέρες μου κι αφήνομαι να με
επικαλύπτει η σκόνη. Πίσω να γυρίσω δε γίνεται, μαζεύοντας τους στίχους που
ρόεψα εδώ και κει, ούτε να παραδεχτώ πως όπως έζησα, έζησα, προχωρώντας στην
τελική ευθεία, χωρίς νάχω τρεις πήχες χασέ, τα μπουρμπουάρ των τραυματιοφορέων,
κι ένα καλό στίχο στο στόμα για να δείξω στην πύλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου