Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

"Οι γα­ζίες στην πλα­τεία Βά­θη" Του Κώστα Κρεμμύδα (από τη στήλη του "ΞΟΥΘΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΓΩΝΙΑ" / "Εποχή", Δευτέρα, 22 Οκτωβρίου 2012)

...........................................................

Οι γα­ζίες στην πλα­τεία Βά­θη

"ΞΟΥΘΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΓΩΝΙΑ"

 


Και ’κει που προ­σπα­θείς να δια­φύ­γεις μια ώ­ρα αρ­χύ­τε­ρα, να γί­νε­ται το θαύ­μα: να φτά­νει στο δί­κυ­κλο, α­πό μπαλ­κό­νι της πλα­τείας Βά­θη, έ­ντο­νο το ά­ρω­μα γα­ζίας στο γκρί­ζο και λε­κια­σμέ­νο πε­ζο­δρό­μιο του α­πό­κο­σμου κό­σμου μας.
Πώς ξαφ­νι­κά το τρέ­μου­λο ζωής (ή τα προ­εόρ­τια θα­νά­του ε­κα­το­ντά­δων ε­γκα­τα­λειμ­μέ­νων στα δί­χτυα της τρόι­κας, που προ­στά­ζει κι άλ­λες πε­ρι­κο­πές), η δια­πο­μπευ­μέ­νη πορ­νεία στα κα­νά­λια της δη­μο­κρα­τίας και στις υ­πη­ρε­σίες του Δέν­δια, η φτώ­χεια, η έκ­δη­λη θλί­ψη στα πρό­σω­πά μας, ο φό­βος των χει­ρό­τε­ρων που πε­ρι­μέ­νου­με (και μας προ­ε­τοι­μά­ζουν άλ­λοι γκε­μπε­λι­κά κι άλ­λοι χαι­ρέ­κα­κα), να γί­νε­ται ά­ρω­μα στην πιο υ­πο­βαθ­μι­σμέ­νη πε­ριο­χή της Αθή­νας. Εκεί που άλ­λο­τε περ­νού­σε ο δρό­μος του Με­νι­δίου –α­π’ ό­που έ­φτα­ναν οι Αχαρ­νείς του Αρι­στο­φά­νη– μέ­σα α­π’ την κοί­τη του ρέ­μα­τος Κυ­κλο­βό­ρου, που χρειά­στη­κε να μπα­ζω­θεί για να α­πο­λαμ­βά­νου­με σή­με­ρα την ο­μορ­φιά της ο­δού Μάρ­νη. Διό­λου ά­χρη­στη ση­μείω­ση: η γνω­στό­τε­ρη ως «Πλα­τεία Βά­θη», πα­ρα­κα­λώ ό­χι τε­λι­κό σίγ­μα, ο­νο­μά­στη­κε ε­πι­σή­μως πλα­τεία «Ανε­ξαρ­τη­σίας» προς τι­μήν της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης της χώ­ρας α­πό τον τουρ­κι­κό ζυ­γό.
Φαί­νε­ται πως φτά­νει η στιγ­μή να με­το­νο­μα­στεί σε πλα­τεία «Υπο­τέ­λειας». Άλλω­στε, δια­κρί­νε­ται σε υ­πο­δο­μή εμ­ψύ­χων και α­ψύ­χων ό­ντων. Και μη ό­ντων. Δη­λα­δή α­νύ­παρ­κτων. Πώς το μα­θαί­να­με στα λα­τι­νι­κά; «res», «πράγ­μα». Σαν τα παι­διά που χτύ­πα­γαν στο α­στυ­νο­μι­κό τμή­μα της κο­ντι­νής Ομό­νοιας, τα βα­σα­νι­στή­ρια που α­πο­κα­λύ­πτο­νται μέ­σω …Γκάρ­ντιαν, τα χη­μι­κά και τη βία που α­να­κα­λύ­πτου­με στις δια­δη­λώ­σεις, τις προ­σα­γω­γές, τις κλού­βες, τις α­σπί­δες, τα ΜΑΤ που μπή­καν στη ζωή μας και τη φυ­λά­κι­σαν στο ό­νο­μα της δι­κής μας α­σφά­λειας. Έτσι συ­νη­θί­σα­με την κλει­στή Καλ­λι­δρο­μίου, τις φρου­ρές στη Ζωο­δό­χου Πη­γής, στη Μπου­μπου­λί­νας –το ’χει το κάρ­μα του δρό­μου να βιά­ζε­ται α­πό α­σφα­λί­τες–, στην Ακα­δη­μίας, στα άλ­λο­τε και νυν γρα­φεία του σο­σια­λι­στι­κού κόμ­μα­τος –ού­τε η Βέρ­μα­χτ να ’τα­νε– στο Μου­σείο… Εθι­στή­κα­με στη Ζή­με­νς, το Βα­το­πέ­δι, τους κου­μπά­ρους, τις υ­πο­κλο­πές, τα δο­μη­μέ­να, τον Ζα­χό­που­λο, το λα­θρε­μπό­ριο καυ­σί­μων, τα πα­ρα­δι­κα­στι­κά κυ­κλώ­μα­τα, τις υ­πε­ξαι­ρέ­σεις και τις α­τα­σθα­λίες στους δή­μους, τα με­θεόρ­τια των Πο­λι­τι­στι­κών πρω­τευου­σών, τους προ­στά­τες και την προ­στα­σία, την ε­ξα­γο­ρά της ψή­φου, τις λί­στες της Λα­γκάρ­ντ, το ι­δρω­κό­πη­μα του Βε­νι­ζέ­λου χά­ρη της ερ­γα­τι­κής τά­ξης, τα φλα­σά­κια, τη βιο­μη­χα­νία έκ­δο­σης προ­ε­δρι­κών δια­ταγ­μά­των –λες και πρό­κει­ται για την «ε­θνο­σω­τή­ριο» του Πα­πα­δό­που­λου–, τις αυ­το­κτο­νίες, τους θα­νά­τους στις δια­δη­λώ­σεις, τις ελ­βε­τι­κές τρά­πε­ζες. Ο Μι­θρι­δα­τι­σμός, η α­νο­χή ο­λό­κλη­ρης της κοι­νω­νίας που δη­λη­τη­ριά­ζε­ται τμη­μα­τι­κά για να α­ντέ­χει. Μό­νο που το δη­λη­τή­ριο δεν ε­ξα­σφα­λί­ζει τη δι­κή μας α­νο­σία αλ­λά τη δι­κή τους ε­πι­βο­λή.
Άργη­σα πο­λύ να τη μά­θω, δε λέω για την πε­ριο­χή της πλα­τείας Βά­θη, που πέ­ραν των άλ­λων ση­μα­το­δό­τη­σε τη μου­σι­κή παι­δεία του γιου μου με τις σπου­δές του στο Εθνι­κό Ωδείο (ι­δρύ­θη­κε το 1926 α­π’ τον Μα­νώ­λη Κα­λο­μοί­ρη, στε­γα­σμέ­νο έ­κτο­τε στο νε­ο­κλασ­σι­κό του, Μαι­ζώ­νος και Μά­γερ 18). Χρό­νια περ­νά­γα­με α­π’ το δρό­μο που πή­ρε τ’ ό­νο­μα του Ελβε­τού, αλ­λά φι­λέλ­λη­να (δε σχε­τί­ζο­νται ό­λοι με κα­τα­θέ­σεις), για­τρού  Ιά­κω­βου Μά­γε­ρ, εκ­δό­τη και διευ­θυ­ντή στο πο­λιορ­κη­μέ­νο Με­σο­λόγ­γι, α­πό τον Γε­νά­ρη του 1824 της ε­φη­με­ρί­δας «Ελλη­νι­κά Χρο­νι­κά». Που κρά­τη­σε ζω­ντα­νή τη φλό­γα των πο­λιορ­κη­μέ­νων μέ­χρι την Έξο­δο, τη νύ­χτα του Σαβ­βά­του του Λα­ζά­ρου, προς ξη­με­ρώ­μα­τα Κυ­ρια­κής των Βαΐων, με­τα­ξύ 10ης και 11ης Απρι­λίου του 1826. Μάλ­λον προ­δό­θη­κε στον Ιμπραήμ το σχέ­διο της ε­ξό­δου με α­πο­τέ­λε­σμα να σφα­για­στούν και να αιχ­μα­λω­τι­στούν χι­λιά­δες Έλλη­νες. Μό­νο 1.500 κα­τά­φε­ραν να δια­φύ­γουν. Έκτο­τε και ο πα­τέ­ρας μου τι­μού­σε σιω­πη­ρά κά­θε Κυ­ρια­κή των Βαΐων τους συ­μπα­τριώ­τες του, ή μή­πως την «Έξο­δο» που ου­δέ­πο­τε τόλ­μη­σε;– ε­νώ χρη­σι­μο­ποιού­σε πε­ρή­φα­να τον πε­ρι­φρα­στι­κό προσ­διο­ρι­σμό «η ιε­ρά πό­λις του Με­σο­λογ­γίου» ο­σά­κις α­να­φε­ρό­ταν στη γε­νέ­τει­ρά του.
Από τη μια ο Μά­γερ και η ε­φη­με­ρί­δα του α­γώ­να, της α­ντί­στα­σης στο πο­λιορ­κη­μέ­νο Με­σο­λόγ­γι, η η­ρωι­κή Έξο­δος –έ­στω και κα­τα­δι­κα­σμέ­νη, και η πλα­τεία Ανε­ξαρ­τη­σίας. Από την άλ­λη οι γα­ζίες και τ’ α­ρώ­μα­τά της. Μι­κρά α­σή­μα­ντα κί­τρι­να χνου­δω­τά μπι­λά­κια που τα ’φερ­νε ο Δη­μή­τρης στις ψυ­χρές κα­τα­σκό­τει­νες σά­λες του κε­ντρι­κού κα­τα­στή­μα­τος της Εθνι­κής. Να νιώ­σου­με την ευω­διά και να χα­θού­με, να ξε­χα­στού­με στα ε­λά­χι­στα δευ­τε­ρό­λε­πτα της ε­λευ­θε­ρίας μας.
Δύ­σκο­λα χρό­νια, σκο­τει­νά, κυ­μαι­νό­με­να σαν το δεί­κτη του χρη­μα­τι­στη­ρίου, τη μεί­ξη ελ­πί­δας κι α­πελ­πι­σίας, τα συ­νή­θως α­νεκ­πλή­ρω­τα ό­νει­ρα, την ε­πα­νά­στα­ση που δε βλέ­πα­με, τα κομ­μα­τι­κά γρα­φεία με τους μα­κριά νυ­χτω­μέ­νους και γι’ αυ­τό αι­σιό­δο­ξους, το δί­χρω­μο πε­λα­τεια­κό πα­ρα­κρά­τος. Η νο­θεία, η λα­γνεία των μά­ταιων το­πο­θε­τή­σεων στα διοι­κη­τι­κά συμ­βού­λια, α­φού τα πράγ­μα­τα ε­τοι­μά­ζο­νταν υ­περ­γείως στα γρα­φεία της διοί­κη­σης και υ­πο­γείως ό­που φυ­λάσ­σο­νταν κάλ­πες. Οι  με­γά­λες α­περ­γίες και η φθί­νου­σα πο­ρεία. Οι προ­τά­σεις του προ­ε­δρείου. Οι α­γκυ­λώ­σεις. Οι α­γκι­στρώ­σεις.
Εμείς με­γα­λω­μέ­νοι να συ­να­ντιό­μα­στε στις δια­δη­λώ­σεις, στα Εξάρ­χεια, στις πο­ρείες, να α­νταλ­λάσ­σου­με ελ­πί­δες και πα­ρο­τρύν­σεις. Να δια­χει­ρι­ζό­μα­στε το χρό­νο. Με την ελ­πί­δα της α­να­τρο­πής, ή την ψυ­χραι­μία της δια­χεί­ρι­σης;
Έζη­σα, έ­γρα­φε ο Μά­ριος Χάκ­κας στην «Πε­ρί­πτω­ση Θα­νά­του» (α­πό τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των με τίτ­λο «Ο Μπι­ντές»), χω­ρίς να ’χω του­λά­χι­στον τρεις πή­χες χα­σέ, τα πουρ­μπουάρ των τραυ­μα­τιο­φο­ρέων, κι έ­να κα­λό στί­χο στο στό­μα για να δεί­ξω στην πύ­λη».
Ας προ­σθέ­σου­με και την ε­πα­νά­στα­ση, ή έ­στω την η­ρωι­κή μας Έξο­δο. Κι αν δεν α­ξιω­θού­με μιας λαϊκής ε­ξέ­γερ­σης, του­λά­χι­στον ας ζή­σου­με σε μια χώ­ρα της ο­μορ­φιάς και των α­ρω­μά­των. Για­τί δε μπο­ρεί και στη Δρέσ­δη, κά­που στα ε­ρεί­πια της ι­σο­πέ­δω­σης θα φύ­τρω­ναν κρί­να. Άνθη στο ι­σο­πε­δω­μέ­νο Βε­ρο­λί­νο. Οι γα­ζίες της πλα­τείας Βά­θη γεν­νούν ελ­πί­δες, α­κό­μα και σε μας, τους ξο­φλη­μέ­νους.

Κώ­στας Κρεμ­μύ­δας
mandragoras_magazine@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: