...........................................................
Οι γαζίες στην πλατεία Βάθη
"ΞΟΥΘΟΥ ΚΑΙ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΓΩΝΙΑ"
Και ’κει που προσπαθείς να διαφύγεις μια ώρα αρχύτερα, να
γίνεται το θαύμα: να φτάνει στο δίκυκλο, από μπαλκόνι της
πλατείας Βάθη, έντονο το άρωμα γαζίας στο γκρίζο και
λεκιασμένο πεζοδρόμιο του απόκοσμου κόσμου μας.
Πώς ξαφνικά το τρέμουλο ζωής (ή τα προεόρτια θανάτου εκατοντάδων εγκαταλειμμένων στα δίχτυα της τρόικας, που προστάζει κι άλλες περικοπές), η διαπομπευμένη πορνεία στα κανάλια της δημοκρατίας και στις υπηρεσίες του Δένδια, η φτώχεια, η έκδηλη θλίψη στα πρόσωπά μας, ο φόβος των χειρότερων που περιμένουμε (και μας προετοιμάζουν άλλοι γκεμπελικά κι άλλοι χαιρέκακα), να γίνεται άρωμα στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Εκεί που άλλοτε περνούσε ο δρόμος του Μενιδίου –απ’ όπου έφταναν οι Αχαρνείς του Αριστοφάνη– μέσα απ’ την κοίτη του ρέματος Κυκλοβόρου, που χρειάστηκε να μπαζωθεί για να απολαμβάνουμε σήμερα την ομορφιά της οδού Μάρνη. Διόλου άχρηστη σημείωση: η γνωστότερη ως «Πλατεία Βάθη», παρακαλώ όχι τελικό σίγμα, ονομάστηκε επισήμως πλατεία «Ανεξαρτησίας» προς τιμήν της απελευθέρωσης της χώρας από τον τουρκικό ζυγό.
Φαίνεται πως φτάνει η στιγμή να μετονομαστεί σε πλατεία «Υποτέλειας». Άλλωστε, διακρίνεται σε υποδομή εμψύχων και αψύχων όντων. Και μη όντων. Δηλαδή ανύπαρκτων. Πώς το μαθαίναμε στα λατινικά; «res», «πράγμα». Σαν τα παιδιά που χτύπαγαν στο αστυνομικό τμήμα της κοντινής Ομόνοιας, τα βασανιστήρια που αποκαλύπτονται μέσω …Γκάρντιαν, τα χημικά και τη βία που ανακαλύπτουμε στις διαδηλώσεις, τις προσαγωγές, τις κλούβες, τις ασπίδες, τα ΜΑΤ που μπήκαν στη ζωή μας και τη φυλάκισαν στο όνομα της δικής μας ασφάλειας. Έτσι συνηθίσαμε την κλειστή Καλλιδρομίου, τις φρουρές στη Ζωοδόχου Πηγής, στη Μπουμπουλίνας –το ’χει το κάρμα του δρόμου να βιάζεται από ασφαλίτες–, στην Ακαδημίας, στα άλλοτε και νυν γραφεία του σοσιαλιστικού κόμματος –ούτε η Βέρμαχτ να ’τανε– στο Μουσείο… Εθιστήκαμε στη Ζήμενς, το Βατοπέδι, τους κουμπάρους, τις υποκλοπές, τα δομημένα, τον Ζαχόπουλο, το λαθρεμπόριο καυσίμων, τα παραδικαστικά κυκλώματα, τις υπεξαιρέσεις και τις ατασθαλίες στους δήμους, τα μεθεόρτια των Πολιτιστικών πρωτευουσών, τους προστάτες και την προστασία, την εξαγορά της ψήφου, τις λίστες της Λαγκάρντ, το ιδρωκόπημα του Βενιζέλου χάρη της εργατικής τάξης, τα φλασάκια, τη βιομηχανία έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων –λες και πρόκειται για την «εθνοσωτήριο» του Παπαδόπουλου–, τις αυτοκτονίες, τους θανάτους στις διαδηλώσεις, τις ελβετικές τράπεζες. Ο Μιθριδατισμός, η ανοχή ολόκληρης της κοινωνίας που δηλητηριάζεται τμηματικά για να αντέχει. Μόνο που το δηλητήριο δεν εξασφαλίζει τη δική μας ανοσία αλλά τη δική τους επιβολή.
Άργησα πολύ να τη μάθω, δε λέω για την περιοχή της πλατείας Βάθη, που πέραν των άλλων σηματοδότησε τη μουσική παιδεία του γιου μου με τις σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο (ιδρύθηκε το 1926 απ’ τον Μανώλη Καλομοίρη, στεγασμένο έκτοτε στο νεοκλασσικό του, Μαιζώνος και Μάγερ 18). Χρόνια περνάγαμε απ’ το δρόμο που πήρε τ’ όνομα του Ελβετού, αλλά φιλέλληνα (δε σχετίζονται όλοι με καταθέσεις), γιατρού Ιάκωβου Μάγερ, εκδότη και διευθυντή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, από τον Γενάρη του 1824 της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά». Που κράτησε ζωντανή τη φλόγα των πολιορκημένων μέχρι την Έξοδο, τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου, προς ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων, μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου του 1826. Μάλλον προδόθηκε στον Ιμπραήμ το σχέδιο της εξόδου με αποτέλεσμα να σφαγιαστούν και να αιχμαλωτιστούν χιλιάδες Έλληνες. Μόνο 1.500 κατάφεραν να διαφύγουν. Έκτοτε και ο πατέρας μου τιμούσε σιωπηρά κάθε Κυριακή των Βαΐων τους συμπατριώτες του, ή μήπως την «Έξοδο» που ουδέποτε τόλμησε;– ενώ χρησιμοποιούσε περήφανα τον περιφραστικό προσδιορισμό «η ιερά πόλις του Μεσολογγίου» οσάκις αναφερόταν στη γενέτειρά του.
Από τη μια ο Μάγερ και η εφημερίδα του αγώνα, της αντίστασης στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, η ηρωική Έξοδος –έστω και καταδικασμένη, και η πλατεία Ανεξαρτησίας. Από την άλλη οι γαζίες και τ’ αρώματά της. Μικρά ασήμαντα κίτρινα χνουδωτά μπιλάκια που τα ’φερνε ο Δημήτρης στις ψυχρές κατασκότεινες σάλες του κεντρικού καταστήματος της Εθνικής. Να νιώσουμε την ευωδιά και να χαθούμε, να ξεχαστούμε στα ελάχιστα δευτερόλεπτα της ελευθερίας μας.
Δύσκολα χρόνια, σκοτεινά, κυμαινόμενα σαν το δείκτη του χρηματιστηρίου, τη μείξη ελπίδας κι απελπισίας, τα συνήθως ανεκπλήρωτα όνειρα, την επανάσταση που δε βλέπαμε, τα κομματικά γραφεία με τους μακριά νυχτωμένους και γι’ αυτό αισιόδοξους, το δίχρωμο πελατειακό παρακράτος. Η νοθεία, η λαγνεία των μάταιων τοποθετήσεων στα διοικητικά συμβούλια, αφού τα πράγματα ετοιμάζονταν υπεργείως στα γραφεία της διοίκησης και υπογείως όπου φυλάσσονταν κάλπες. Οι μεγάλες απεργίες και η φθίνουσα πορεία. Οι προτάσεις του προεδρείου. Οι αγκυλώσεις. Οι αγκιστρώσεις.
Εμείς μεγαλωμένοι να συναντιόμαστε στις διαδηλώσεις, στα Εξάρχεια, στις πορείες, να ανταλλάσσουμε ελπίδες και παροτρύνσεις. Να διαχειριζόμαστε το χρόνο. Με την ελπίδα της ανατροπής, ή την ψυχραιμία της διαχείρισης;
Έζησα, έγραφε ο Μάριος Χάκκας στην «Περίπτωση Θανάτου» (από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ο Μπιντές»), χωρίς να ’χω τουλάχιστον τρεις πήχες χασέ, τα πουρμπουάρ των τραυματιοφορέων, κι ένα καλό στίχο στο στόμα για να δείξω στην πύλη».
Ας προσθέσουμε και την επανάσταση, ή έστω την ηρωική μας Έξοδο. Κι αν δεν αξιωθούμε μιας λαϊκής εξέγερσης, τουλάχιστον ας ζήσουμε σε μια χώρα της ομορφιάς και των αρωμάτων. Γιατί δε μπορεί και στη Δρέσδη, κάπου στα ερείπια της ισοπέδωσης θα φύτρωναν κρίνα. Άνθη στο ισοπεδωμένο Βερολίνο. Οι γαζίες της πλατείας Βάθη γεννούν ελπίδες, ακόμα και σε μας, τους ξοφλημένους.
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Πώς ξαφνικά το τρέμουλο ζωής (ή τα προεόρτια θανάτου εκατοντάδων εγκαταλειμμένων στα δίχτυα της τρόικας, που προστάζει κι άλλες περικοπές), η διαπομπευμένη πορνεία στα κανάλια της δημοκρατίας και στις υπηρεσίες του Δένδια, η φτώχεια, η έκδηλη θλίψη στα πρόσωπά μας, ο φόβος των χειρότερων που περιμένουμε (και μας προετοιμάζουν άλλοι γκεμπελικά κι άλλοι χαιρέκακα), να γίνεται άρωμα στην πιο υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Εκεί που άλλοτε περνούσε ο δρόμος του Μενιδίου –απ’ όπου έφταναν οι Αχαρνείς του Αριστοφάνη– μέσα απ’ την κοίτη του ρέματος Κυκλοβόρου, που χρειάστηκε να μπαζωθεί για να απολαμβάνουμε σήμερα την ομορφιά της οδού Μάρνη. Διόλου άχρηστη σημείωση: η γνωστότερη ως «Πλατεία Βάθη», παρακαλώ όχι τελικό σίγμα, ονομάστηκε επισήμως πλατεία «Ανεξαρτησίας» προς τιμήν της απελευθέρωσης της χώρας από τον τουρκικό ζυγό.
Φαίνεται πως φτάνει η στιγμή να μετονομαστεί σε πλατεία «Υποτέλειας». Άλλωστε, διακρίνεται σε υποδομή εμψύχων και αψύχων όντων. Και μη όντων. Δηλαδή ανύπαρκτων. Πώς το μαθαίναμε στα λατινικά; «res», «πράγμα». Σαν τα παιδιά που χτύπαγαν στο αστυνομικό τμήμα της κοντινής Ομόνοιας, τα βασανιστήρια που αποκαλύπτονται μέσω …Γκάρντιαν, τα χημικά και τη βία που ανακαλύπτουμε στις διαδηλώσεις, τις προσαγωγές, τις κλούβες, τις ασπίδες, τα ΜΑΤ που μπήκαν στη ζωή μας και τη φυλάκισαν στο όνομα της δικής μας ασφάλειας. Έτσι συνηθίσαμε την κλειστή Καλλιδρομίου, τις φρουρές στη Ζωοδόχου Πηγής, στη Μπουμπουλίνας –το ’χει το κάρμα του δρόμου να βιάζεται από ασφαλίτες–, στην Ακαδημίας, στα άλλοτε και νυν γραφεία του σοσιαλιστικού κόμματος –ούτε η Βέρμαχτ να ’τανε– στο Μουσείο… Εθιστήκαμε στη Ζήμενς, το Βατοπέδι, τους κουμπάρους, τις υποκλοπές, τα δομημένα, τον Ζαχόπουλο, το λαθρεμπόριο καυσίμων, τα παραδικαστικά κυκλώματα, τις υπεξαιρέσεις και τις ατασθαλίες στους δήμους, τα μεθεόρτια των Πολιτιστικών πρωτευουσών, τους προστάτες και την προστασία, την εξαγορά της ψήφου, τις λίστες της Λαγκάρντ, το ιδρωκόπημα του Βενιζέλου χάρη της εργατικής τάξης, τα φλασάκια, τη βιομηχανία έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων –λες και πρόκειται για την «εθνοσωτήριο» του Παπαδόπουλου–, τις αυτοκτονίες, τους θανάτους στις διαδηλώσεις, τις ελβετικές τράπεζες. Ο Μιθριδατισμός, η ανοχή ολόκληρης της κοινωνίας που δηλητηριάζεται τμηματικά για να αντέχει. Μόνο που το δηλητήριο δεν εξασφαλίζει τη δική μας ανοσία αλλά τη δική τους επιβολή.
Άργησα πολύ να τη μάθω, δε λέω για την περιοχή της πλατείας Βάθη, που πέραν των άλλων σηματοδότησε τη μουσική παιδεία του γιου μου με τις σπουδές του στο Εθνικό Ωδείο (ιδρύθηκε το 1926 απ’ τον Μανώλη Καλομοίρη, στεγασμένο έκτοτε στο νεοκλασσικό του, Μαιζώνος και Μάγερ 18). Χρόνια περνάγαμε απ’ το δρόμο που πήρε τ’ όνομα του Ελβετού, αλλά φιλέλληνα (δε σχετίζονται όλοι με καταθέσεις), γιατρού Ιάκωβου Μάγερ, εκδότη και διευθυντή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, από τον Γενάρη του 1824 της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά». Που κράτησε ζωντανή τη φλόγα των πολιορκημένων μέχρι την Έξοδο, τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου, προς ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων, μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου του 1826. Μάλλον προδόθηκε στον Ιμπραήμ το σχέδιο της εξόδου με αποτέλεσμα να σφαγιαστούν και να αιχμαλωτιστούν χιλιάδες Έλληνες. Μόνο 1.500 κατάφεραν να διαφύγουν. Έκτοτε και ο πατέρας μου τιμούσε σιωπηρά κάθε Κυριακή των Βαΐων τους συμπατριώτες του, ή μήπως την «Έξοδο» που ουδέποτε τόλμησε;– ενώ χρησιμοποιούσε περήφανα τον περιφραστικό προσδιορισμό «η ιερά πόλις του Μεσολογγίου» οσάκις αναφερόταν στη γενέτειρά του.
Από τη μια ο Μάγερ και η εφημερίδα του αγώνα, της αντίστασης στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, η ηρωική Έξοδος –έστω και καταδικασμένη, και η πλατεία Ανεξαρτησίας. Από την άλλη οι γαζίες και τ’ αρώματά της. Μικρά ασήμαντα κίτρινα χνουδωτά μπιλάκια που τα ’φερνε ο Δημήτρης στις ψυχρές κατασκότεινες σάλες του κεντρικού καταστήματος της Εθνικής. Να νιώσουμε την ευωδιά και να χαθούμε, να ξεχαστούμε στα ελάχιστα δευτερόλεπτα της ελευθερίας μας.
Δύσκολα χρόνια, σκοτεινά, κυμαινόμενα σαν το δείκτη του χρηματιστηρίου, τη μείξη ελπίδας κι απελπισίας, τα συνήθως ανεκπλήρωτα όνειρα, την επανάσταση που δε βλέπαμε, τα κομματικά γραφεία με τους μακριά νυχτωμένους και γι’ αυτό αισιόδοξους, το δίχρωμο πελατειακό παρακράτος. Η νοθεία, η λαγνεία των μάταιων τοποθετήσεων στα διοικητικά συμβούλια, αφού τα πράγματα ετοιμάζονταν υπεργείως στα γραφεία της διοίκησης και υπογείως όπου φυλάσσονταν κάλπες. Οι μεγάλες απεργίες και η φθίνουσα πορεία. Οι προτάσεις του προεδρείου. Οι αγκυλώσεις. Οι αγκιστρώσεις.
Εμείς μεγαλωμένοι να συναντιόμαστε στις διαδηλώσεις, στα Εξάρχεια, στις πορείες, να ανταλλάσσουμε ελπίδες και παροτρύνσεις. Να διαχειριζόμαστε το χρόνο. Με την ελπίδα της ανατροπής, ή την ψυχραιμία της διαχείρισης;
Έζησα, έγραφε ο Μάριος Χάκκας στην «Περίπτωση Θανάτου» (από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ο Μπιντές»), χωρίς να ’χω τουλάχιστον τρεις πήχες χασέ, τα πουρμπουάρ των τραυματιοφορέων, κι ένα καλό στίχο στο στόμα για να δείξω στην πύλη».
Ας προσθέσουμε και την επανάσταση, ή έστω την ηρωική μας Έξοδο. Κι αν δεν αξιωθούμε μιας λαϊκής εξέγερσης, τουλάχιστον ας ζήσουμε σε μια χώρα της ομορφιάς και των αρωμάτων. Γιατί δε μπορεί και στη Δρέσδη, κάπου στα ερείπια της ισοπέδωσης θα φύτρωναν κρίνα. Άνθη στο ισοπεδωμένο Βερολίνο. Οι γαζίες της πλατείας Βάθη γεννούν ελπίδες, ακόμα και σε μας, τους ξοφλημένους.
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου