..............................................................
Το πέος ως τιμωρός
Από τα επεισόδια έξω από το γραφείο του Μ. Βαρβιτσιώτη, κρατάω την απειλή
που εξαπέλυσε ένας άντρας της ΔΕΛΤΑ προς τον δημοσιογράφο Άγγελο
Καλοδούκα: «Θα σε γαμήσουμε, αν σηκώσεις τη φωτογραφική μηχανή».
Η μεταφορική χρήση του ρήματος «γαμάω» με την έννοια της τιμωρίας, της εκδίκησης ή της ταλαιπωρίας είναι ευρύτατη στην ελληνική γλώσσα. Από το «θα σε γαμήσω αν…» μέχρι το «με γάμησαν στη δουλειά» ή απλώς το «γαμιέται» για μια συσκευή που δεν λειτουργεί, βλέπουμε σταθερά ότι το «γαμάω» όχι μόνο είναι μια πράξη τιμωρητική, αλλά –κυρίως– ότι το «γαμιέμαι» είναι μια πράξη υποβιβασμού και εξευτελισμού. Είναι κακό πράγμα το να «γαμιέσαι» – και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αντιθέτως, είναι πηγή περηφάνιας και κύρους το να γαμάς, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, όπως βλέπουμε στις εκφράσεις «το τραγούδι γαμάει» ή «οι Βαζέλοι δεν γαμάνε».
Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα. Νομίζουμε, εσφαλμένα, ότι η γλώσσα απλώς αποτυπώνει την πραγματικότητά μας, αλλά δεν ισχύει. Τη συνδημιουργεί συνεχώς, εμπεδώνοντας νοήματα και καθορίζοντας τη ματιά μας πάνω στον κόσμο. Ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας ή, για να το πω πιο κατανοητά, ο μόνος τρόπος που έχουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα είναι μέσα από τη γλώσσα. Δεν υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία αποτυπώνει πιστά η γλώσσα. Αντιθέτως, η γλώσσα ταξινομεί και κατηγοριοποιεί την πραγματικότητα υποκειμενικά. Π.χ. η ταξινόμηση του χρωματικού φάσματος διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, θεωρούμε το μπλε διαφορετικό χρώμα από το πράσινο, ενώ το θαλασσί το θεωρούμε απόχρωση του μπλε και όχι χρώμα. Στα βιετναμέζικα, δεν υπάρχει μπλε και πράσινο χρώμα, υπάρχει μόνο μπλάσινο (grue γλωσσολογικά) και όταν θέλουν να τα διαφοροποιήσουν λένε μπλάσινο του νερού ή μπλάσινο των φύλλων. Αντιθέτως, στα ρωσικά το θαλασσί δεν είναι απόχρωση αλλά χρώμα, εντελώς ξεχωριστό από το μπλε.
Ο λόγος που μακρηγορώ περί χρωμάτων είναι για να καταδείξω ότι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα δημιουργεί την πραγματικότητά μας. Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου, όπως λέει ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Έτσι λοιπόν, η χρήση του «γαμιέμαι» σαν πράξη υποβιβασμού δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες σε όσους και όσες είναι δέκτες του πέους-τιμωρού. Οι άντρες που κάνουν παθητικό σεξ (είτε γκέι είτε στρέιτ – ω ναι, υπάρχουν στρέιτ άντρες που τους αρέσει να τους πηδάει η σύντροφός τους) πολύ συχνά ντρέπονται που επιτρέπουν σε κάποιον να τους «υποβιβάσει» γαμώντας τους. Επίσης, δεν είναι λίγες οι γυναίκες που, παρότι, γαμιούνται, αισθάνονται ότι εκχωρούν τη δύναμή τους στον άντρα ή έστω ότι υφίστανται μια πράξη, αντί αυτές οι ίδιες να πράττουν. Γι’ αυτό και το να «του κάτσουν» είναι κάτι που απαιτεί περίσκεψη και διαπραγμάτευση.
Γενικότερα, η εντελώς αυθαίρετη ταξινόμηση της σεξουαλικής πράξης σε παθητικό και ενεργητικό ρόλο, με τον «γαμιά» να έχει τον ενεργητικό (δηλαδή να «ενεργεί») και τη γυναίκα (ή τον γκέι που υποβιβάζεται σε γυναίκα) να «παθαίνει», δημιουργεί σχέσεις ανισότητας και εξουσίας. Απαιτείται καθάρισμα της λέξης «γαμιέμαι» για να ξεφορτωθεί τις αρνητικές χροιές που έχει. Όπως δήλωσε με παρρησία μια νέα γυναίκα στις ομάδες για τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία που οργανώνω: «Γαμιέμαι και είμαι εξαιρετικός άνθρωπος» («και», όχι «αλλά»!)
Όσες και όσοι γαμιούνται, ξέρουν καλά ότι απαιτείται πολλή ενέργεια εκ μέρους τους· δεν υφίστανται. Δεν είναι απλώς παθητικός δέκτης της ενέργειας του «ενεργητικού γαμιά», αλλά ενεργούν και οι ίδιοι/ες. Όμως η γλώσσα δεν το απεικονίζει αυτό – αντιθέτως εμπεδώνει ακριβώς το αντίθετο. Ο/Η διεισδυόμενος/η παθαίνει, υφίσταται· ο διεισδύων κάνει, ενεργεί. Με όλα όσα συνεπάγεται αυτό περί γενικότερης δράσης των αντρών και παθητικότητας των γυναικών.
Η γλώσσα όμως αλλάζει. Ήδη το ρήμα «fuck» στα αγγλικά χρησιμοποιείται μεταβατικά και από γυναίκες: «Τρεις φορές τον γάμησα αυτόν χτες» λέει μια γυναίκα, και η αγγλική πλέον επιτρέπει αυτή τη σύνταξη. Και στα ελληνικά, κάποιες γυναίκες παίρνουν πίσω τη δύναμη που τους έχει αφαιρέσει η πατριαρχική γλώσσα, χρησιμοποιώντας το «γαμάω»/«πηδάω» ενεργητικά (στον βαθμό που τους ταιριάζει αισθητικά). «Θέλω να τον γαμήσω αυτόν», λένε.
Η νέα σύνταξη δεν είναι κολπάκι άνευ ουσίας. Δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, καθώς βάζει τη γυναίκα σε ρόλο ενεργητικού υποκειμένου αντί σε ρόλο παθητικού αντικειμένου. Ειδικά δε όσον αφορά τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, η οποία θεωρείται ανύπαρκτη ή έστω παραπληρωματική της αντρικής και σίγουρα όχι αυτόνομη ή αυθύπαρκτη, το να «γαμάει» μια γυναίκα (χωρίς τη συμπαραδήλωση της τιμωρίας ή της εκδίκησης) όχι μόνο της δίνει μια δύναμη που της έχουν στερήσει, αλλά και τη βοηθά να διεκδικήσει την ερωτική επιθυμία της.
«Οι λέξεις φταίνε… Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν», όπως γράφει η Κική Δημουλά.
Η μεταφορική χρήση του ρήματος «γαμάω» με την έννοια της τιμωρίας, της εκδίκησης ή της ταλαιπωρίας είναι ευρύτατη στην ελληνική γλώσσα. Από το «θα σε γαμήσω αν…» μέχρι το «με γάμησαν στη δουλειά» ή απλώς το «γαμιέται» για μια συσκευή που δεν λειτουργεί, βλέπουμε σταθερά ότι το «γαμάω» όχι μόνο είναι μια πράξη τιμωρητική, αλλά –κυρίως– ότι το «γαμιέμαι» είναι μια πράξη υποβιβασμού και εξευτελισμού. Είναι κακό πράγμα το να «γαμιέσαι» – και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αντιθέτως, είναι πηγή περηφάνιας και κύρους το να γαμάς, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, όπως βλέπουμε στις εκφράσεις «το τραγούδι γαμάει» ή «οι Βαζέλοι δεν γαμάνε».
Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα. Νομίζουμε, εσφαλμένα, ότι η γλώσσα απλώς αποτυπώνει την πραγματικότητά μας, αλλά δεν ισχύει. Τη συνδημιουργεί συνεχώς, εμπεδώνοντας νοήματα και καθορίζοντας τη ματιά μας πάνω στον κόσμο. Ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας ή, για να το πω πιο κατανοητά, ο μόνος τρόπος που έχουμε ν’ αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα είναι μέσα από τη γλώσσα. Δεν υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία αποτυπώνει πιστά η γλώσσα. Αντιθέτως, η γλώσσα ταξινομεί και κατηγοριοποιεί την πραγματικότητα υποκειμενικά. Π.χ. η ταξινόμηση του χρωματικού φάσματος διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, θεωρούμε το μπλε διαφορετικό χρώμα από το πράσινο, ενώ το θαλασσί το θεωρούμε απόχρωση του μπλε και όχι χρώμα. Στα βιετναμέζικα, δεν υπάρχει μπλε και πράσινο χρώμα, υπάρχει μόνο μπλάσινο (grue γλωσσολογικά) και όταν θέλουν να τα διαφοροποιήσουν λένε μπλάσινο του νερού ή μπλάσινο των φύλλων. Αντιθέτως, στα ρωσικά το θαλασσί δεν είναι απόχρωση αλλά χρώμα, εντελώς ξεχωριστό από το μπλε.
Ο λόγος που μακρηγορώ περί χρωμάτων είναι για να καταδείξω ότι ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα δημιουργεί την πραγματικότητά μας. Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου, όπως λέει ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Έτσι λοιπόν, η χρήση του «γαμιέμαι» σαν πράξη υποβιβασμού δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες σε όσους και όσες είναι δέκτες του πέους-τιμωρού. Οι άντρες που κάνουν παθητικό σεξ (είτε γκέι είτε στρέιτ – ω ναι, υπάρχουν στρέιτ άντρες που τους αρέσει να τους πηδάει η σύντροφός τους) πολύ συχνά ντρέπονται που επιτρέπουν σε κάποιον να τους «υποβιβάσει» γαμώντας τους. Επίσης, δεν είναι λίγες οι γυναίκες που, παρότι, γαμιούνται, αισθάνονται ότι εκχωρούν τη δύναμή τους στον άντρα ή έστω ότι υφίστανται μια πράξη, αντί αυτές οι ίδιες να πράττουν. Γι’ αυτό και το να «του κάτσουν» είναι κάτι που απαιτεί περίσκεψη και διαπραγμάτευση.
Γενικότερα, η εντελώς αυθαίρετη ταξινόμηση της σεξουαλικής πράξης σε παθητικό και ενεργητικό ρόλο, με τον «γαμιά» να έχει τον ενεργητικό (δηλαδή να «ενεργεί») και τη γυναίκα (ή τον γκέι που υποβιβάζεται σε γυναίκα) να «παθαίνει», δημιουργεί σχέσεις ανισότητας και εξουσίας. Απαιτείται καθάρισμα της λέξης «γαμιέμαι» για να ξεφορτωθεί τις αρνητικές χροιές που έχει. Όπως δήλωσε με παρρησία μια νέα γυναίκα στις ομάδες για τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία που οργανώνω: «Γαμιέμαι και είμαι εξαιρετικός άνθρωπος» («και», όχι «αλλά»!)
Όσες και όσοι γαμιούνται, ξέρουν καλά ότι απαιτείται πολλή ενέργεια εκ μέρους τους· δεν υφίστανται. Δεν είναι απλώς παθητικός δέκτης της ενέργειας του «ενεργητικού γαμιά», αλλά ενεργούν και οι ίδιοι/ες. Όμως η γλώσσα δεν το απεικονίζει αυτό – αντιθέτως εμπεδώνει ακριβώς το αντίθετο. Ο/Η διεισδυόμενος/η παθαίνει, υφίσταται· ο διεισδύων κάνει, ενεργεί. Με όλα όσα συνεπάγεται αυτό περί γενικότερης δράσης των αντρών και παθητικότητας των γυναικών.
Η γλώσσα όμως αλλάζει. Ήδη το ρήμα «fuck» στα αγγλικά χρησιμοποιείται μεταβατικά και από γυναίκες: «Τρεις φορές τον γάμησα αυτόν χτες» λέει μια γυναίκα, και η αγγλική πλέον επιτρέπει αυτή τη σύνταξη. Και στα ελληνικά, κάποιες γυναίκες παίρνουν πίσω τη δύναμη που τους έχει αφαιρέσει η πατριαρχική γλώσσα, χρησιμοποιώντας το «γαμάω»/«πηδάω» ενεργητικά (στον βαθμό που τους ταιριάζει αισθητικά). «Θέλω να τον γαμήσω αυτόν», λένε.
Η νέα σύνταξη δεν είναι κολπάκι άνευ ουσίας. Δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, καθώς βάζει τη γυναίκα σε ρόλο ενεργητικού υποκειμένου αντί σε ρόλο παθητικού αντικειμένου. Ειδικά δε όσον αφορά τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, η οποία θεωρείται ανύπαρκτη ή έστω παραπληρωματική της αντρικής και σίγουρα όχι αυτόνομη ή αυθύπαρκτη, το να «γαμάει» μια γυναίκα (χωρίς τη συμπαραδήλωση της τιμωρίας ή της εκδίκησης) όχι μόνο της δίνει μια δύναμη που της έχουν στερήσει, αλλά και τη βοηθά να διεκδικήσει την ερωτική επιθυμία της.
«Οι λέξεις φταίνε… Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν», όπως γράφει η Κική Δημουλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου