.........................................................
Γιώργος Φιλιππίδης
(1977 - 1997)
Νυχτοκόπος
Θέλω να βυθίσω εμέναν,
μακριά στη νορβηγική θάλασσα
θα κοιτάζω τα φιόρδ,
στα ρουθούνια μου θα μπαίνει νερό
και σιγά
σιγά θα βυθιστώ με την όμορφη εικόνα των φιόρδ
στο μυαλό μου.
Η νορβηγική θάλασσα είναι κρύα
βραδιάτικα,
θα με σκεπάσουν μαύρα κύματα,
αλλά εγώ
θα σκέφτομαι τους τόσους κολπίσκους
και τις υπέροχες πτυχώσεις των βράχων,
οι ελπίδες τους θα κυλούν μες στο αίμα μου
και δεν θα κρυώνω,
θα γίνει ο πόθος μου οι παραλίες,
αυτές εκεί πάνω,
που δεν τις έντυσαν ακόμα ψεύτικα
με τις κεραίες της τηλεόρασης.
Τα μαύρα κύματα θα με σκεπάζουν
κι έτσι θα χάνομαι
μες στα σκοτάδια,
μέσα στις άβυσσες,
θα ανατριχιάζω σε τέτοια νερά
κι έτσι θα χάνομαι,
καθώς θα ξέρω
πως στην καρδιά του Βορρά
ξεχωρίζει ακόμα
αλήθεια και ψέμα.
Κι η γη δεν λέει από καιρό
ν' αφεθεί στην αλμύρα,
ο Προμηθέας είναι αυτή η γη,
ο γιος των ανθρώπων,
του Καραγκιόζη,
ενός παλιάτσου,
όχι κανενός σε ουράνιους θόλους - μη φανταστείς -
ο γιος των ψαράδων
που βγήκαν πυροφάνι με τα καΐκια,
πλένε πάνω απ' το κεφάλι μου
- μα είμαι ήδη πολύ βαθιά,
πάνω
πάνω,
δεν βλέπω τα φανάρια τους
(έτσι ψαρεύουν)
σίγουρα θα βγήκαν τέτοια ώρα
με τα καΐκια τους
κι εγώ κατεβαίνω συνέχεια
σαν το φύλλο που το πάιρνει ο άνεμος,
σαν τα μεγάλα βαπόρια χτυπημένα στους πάγους,
σαν τον άνθρωπο μες στο σαλόνι,
σαν εσάς,
σαν όλους.
Δεν πεινάνε πια πολλοί
στο Όσλο,
στο Νότοντεν,
στο Νάρβικ,
στο Μπέργκεν,
φροντίζουν γι' αυτούς κάτι άλλοι ψαράδες,
της λάσπης και του θανάτου,
με τα γαλόνια, με παράσημα, με πελώρια σπίτια
και μ' αυτά τα ιδιότυπα χαζά καπέλα
που κρύβουν καλά,
σχεδόν εντελώς,
την αριθμομηχανή που παρασταίνει το κεφάλι τους'
αναδύομαι
στον κόλπο της Γουινέας
στην αγκαλιά της Αφρικής
- ένα ταξίδι, μια νύχτα -
και είμαι γαλάζιος,
τόσο γαλάζιος,
σαν ουρανός και σαν τη λίμνη της λευτεριάς,
σαν κόκκινο φλάμπουρο,
κάνει ζέστη εδώ
και βρέχει πάνω στη θάλασσα,
οι σταγόνες της βροχής που προϋπαντούν
τον πολιτισμό
γιατί κλαίνε,
στην Γκάνα, στο Καμερούν και στην Αγκόλα,
μιας και εκεί πολλοί δεν έχουν να φάνε
και πεθαίνουν της πείνας,
μιας και εκεί δεν έχουν ιδέα για τα πανέμορφα
φιόρδ
- σκεφθείτε λίγι κι αυτούς,
κλάψτε μια σταλιά και γι' αυτούς που πια δεν
πεινάνε,
για την Ουάσινγκτον,
τη Χάγη
και το Παρίσι,
που πια δεν χωράνε
ούτε σε μια ζωγραφιά,
κάτι θα θυμάμαι
από ένα τέτοιο ταξίδι,
αφού εδώ
δεν χωρέσανε διαφημίσεις!
Θέλω να παίξω ποδόσφαιρο
μ' αυτή την μπάλα,
όπως τα παιδιά στις όχθες της Γκαμπόν,
στην αμμουδιά
- δύο λεπτά να σκουπίσω το μέτωπό μου απ' τον
ιδρώτα,
κάνει ζέστη σ' αυτή τη θάλασσα -
και να την κλοτσήσω
στον ήλιο
και να γυρίσει,
μήπως και καταλάβει κανείς
πόσο πολύ δεν με νοιάζει
αν καούν όλα
τα δολάρια
και τα μάρκα
και τα γιεν του κόσμου
ή σφαχτούν στην ποδιά μιας καινούριας μέρας
που θ' αγαπά άλλον,
για να γυρίσω κι εγώ να κοιμηθώ
της προκοπής,
στην Αθήνα.
Από την συλλογή "Γαλάζια μηχανή" (εκδ. Καστανιώτη, γ' έκδοση, με πρώτη το 1999)
Γιώργος Φιλιππίδης
(1977 - 1997)
Νυχτοκόπος
Θέλω να βυθίσω εμέναν,
μακριά στη νορβηγική θάλασσα
θα κοιτάζω τα φιόρδ,
στα ρουθούνια μου θα μπαίνει νερό
και σιγά
σιγά θα βυθιστώ με την όμορφη εικόνα των φιόρδ
στο μυαλό μου.
Η νορβηγική θάλασσα είναι κρύα
βραδιάτικα,
θα με σκεπάσουν μαύρα κύματα,
αλλά εγώ
θα σκέφτομαι τους τόσους κολπίσκους
και τις υπέροχες πτυχώσεις των βράχων,
οι ελπίδες τους θα κυλούν μες στο αίμα μου
και δεν θα κρυώνω,
θα γίνει ο πόθος μου οι παραλίες,
αυτές εκεί πάνω,
που δεν τις έντυσαν ακόμα ψεύτικα
με τις κεραίες της τηλεόρασης.
Τα μαύρα κύματα θα με σκεπάζουν
κι έτσι θα χάνομαι
μες στα σκοτάδια,
μέσα στις άβυσσες,
θα ανατριχιάζω σε τέτοια νερά
κι έτσι θα χάνομαι,
καθώς θα ξέρω
πως στην καρδιά του Βορρά
ξεχωρίζει ακόμα
αλήθεια και ψέμα.
Κι η γη δεν λέει από καιρό
ν' αφεθεί στην αλμύρα,
ο Προμηθέας είναι αυτή η γη,
ο γιος των ανθρώπων,
του Καραγκιόζη,
ενός παλιάτσου,
όχι κανενός σε ουράνιους θόλους - μη φανταστείς -
ο γιος των ψαράδων
που βγήκαν πυροφάνι με τα καΐκια,
πλένε πάνω απ' το κεφάλι μου
- μα είμαι ήδη πολύ βαθιά,
πάνω
πάνω,
δεν βλέπω τα φανάρια τους
(έτσι ψαρεύουν)
σίγουρα θα βγήκαν τέτοια ώρα
με τα καΐκια τους
κι εγώ κατεβαίνω συνέχεια
σαν το φύλλο που το πάιρνει ο άνεμος,
σαν τα μεγάλα βαπόρια χτυπημένα στους πάγους,
σαν τον άνθρωπο μες στο σαλόνι,
σαν εσάς,
σαν όλους.
Δεν πεινάνε πια πολλοί
στο Όσλο,
στο Νότοντεν,
στο Νάρβικ,
στο Μπέργκεν,
φροντίζουν γι' αυτούς κάτι άλλοι ψαράδες,
της λάσπης και του θανάτου,
με τα γαλόνια, με παράσημα, με πελώρια σπίτια
και μ' αυτά τα ιδιότυπα χαζά καπέλα
που κρύβουν καλά,
σχεδόν εντελώς,
την αριθμομηχανή που παρασταίνει το κεφάλι τους'
αναδύομαι
στον κόλπο της Γουινέας
στην αγκαλιά της Αφρικής
- ένα ταξίδι, μια νύχτα -
και είμαι γαλάζιος,
τόσο γαλάζιος,
σαν ουρανός και σαν τη λίμνη της λευτεριάς,
σαν κόκκινο φλάμπουρο,
κάνει ζέστη εδώ
και βρέχει πάνω στη θάλασσα,
οι σταγόνες της βροχής που προϋπαντούν
τον πολιτισμό
γιατί κλαίνε,
στην Γκάνα, στο Καμερούν και στην Αγκόλα,
μιας και εκεί πολλοί δεν έχουν να φάνε
και πεθαίνουν της πείνας,
μιας και εκεί δεν έχουν ιδέα για τα πανέμορφα
φιόρδ
- σκεφθείτε λίγι κι αυτούς,
κλάψτε μια σταλιά και γι' αυτούς που πια δεν
πεινάνε,
για την Ουάσινγκτον,
τη Χάγη
και το Παρίσι,
που πια δεν χωράνε
ούτε σε μια ζωγραφιά,
κάτι θα θυμάμαι
από ένα τέτοιο ταξίδι,
αφού εδώ
δεν χωρέσανε διαφημίσεις!
Θέλω να παίξω ποδόσφαιρο
μ' αυτή την μπάλα,
όπως τα παιδιά στις όχθες της Γκαμπόν,
στην αμμουδιά
- δύο λεπτά να σκουπίσω το μέτωπό μου απ' τον
ιδρώτα,
κάνει ζέστη σ' αυτή τη θάλασσα -
και να την κλοτσήσω
στον ήλιο
και να γυρίσει,
μήπως και καταλάβει κανείς
πόσο πολύ δεν με νοιάζει
αν καούν όλα
τα δολάρια
και τα μάρκα
και τα γιεν του κόσμου
ή σφαχτούν στην ποδιά μιας καινούριας μέρας
που θ' αγαπά άλλον,
για να γυρίσω κι εγώ να κοιμηθώ
της προκοπής,
στην Αθήνα.
Από την συλλογή "Γαλάζια μηχανή" (εκδ. Καστανιώτη, γ' έκδοση, με πρώτη το 1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου