.........................................................
«Είμαι γάιδαρος».
Της Έφης Γιαννοπούλου
Κάνω συχνά τη σκέψη ότι ο Π. Μανδραβέλης και οι συν αυτώ
απευθύνονται με τα κείμενά τους σε ένα συγκεκριμένο είδος πολίτη που
διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τα είκοσι σχεδόν προ κρίσης χρόνια. Δεν έχει
σημασία που συχνά στηλιτεύει την παλαιά του συμπεριφορά. Εξακολουθεί να
απευθύνεται στη βασική του ιδιότητα.
«Σε όλες τις δημοκρατικές χώρες του κόσμου, κανείς δεν μπορεί να
εμποδίσει έναν πολίτη να μετακινηθεί σε δημόσιο χώρο όπου και όπως αυτός
θέλει. Μόνο η αστυνομία, αλλά και αυτή (διά νόμου) πρέπει να
αιτιολογήσει την απόφασή της. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να κριθεί από
τη Δικαιοσύνη». Έτσι ξεκινά ο Πάσχος Μανδραβέλης το άρθρο του που σε μια
κρίση αυτογνωσίας τιτλοφορεί «Αντιστροφή λογικής και δικαιωμάτων» (Καθημερινή,
8/12/2012). Δεν χρειάζεται να σκεφτεί κανείς πολύ για να καταλάβει ότι
οι παραπάνω δύο προτάσεις μαζί είναι απλώς α-νόητες (δηλαδή στερούνται
νοήματος). Διότι, αφενός και στις δημοκρατικές και στις μη δημοκρατικές
χώρες του κόσμου η αστυνομία είναι αυτή που μπορεί να απαγορεύει τη
μετακίνηση των πολιτών σε δημόσιο χώρο, και μία από τις βασικές μεταξύ
τους διαφορές είναι ακριβώς το σε ποιο βαθμό η αστυνομία χρησιμοποιεί
τέτοιου είδους απαγορεύσεις· και αφετέρου, πουθενά και σε καμία χώρα του
κόσμου ο πολίτης δεν μετακινείται σε δημόσιο χώρο όπου και όπως αυτός
θέλει. Διότι σε όλες τις κοινωνίες όλα τα δικαιώματα του πολίτη
εξαρτώνται από την άσκηση των δικαιωμάτων των υπολοίπων πολιτών, κι
αυτός είναι ο βασικός κανόνας της ανθρώπινης συμβίωσης.
Έτσι ο συμπαθής πολίτης, οδηγώντας το αυτοκίνητό του σε κάποια
δημοσιά της ενδοχώρας, αν τύχει και διασταυρωθεί με έναν βοσκό και το
κοπάδι του που διασχίζουν το οδόστρωμα, δεν χιμά ως σύγχρονος Αίας κατά
των αιγοπροβάτων, αλλά περιμένει να περάσουν τα ζωντανά. Ή αν, στην πόλη
πάλι, ο γείτονας κάνει μετακόμιση και κλείνει προσωρινά το πεζοδρόμιο,
δεν μεταμορφώνεται ο συμπαθής πάλι πολίτης σε ταύρο εν υαλοπωλείω, αλλά
κάνει την απαραίτητη μικρή παράκαμψη προκειμένου να συνεχίσει το δρόμο
του. Αξιολογούμε βέβαια το κατά πόσον θα υποχωρήσουμε στην άσκηση του
δικαιώματος του άλλου κάθε φορά που τα συμφέροντά μας συγκρούονται με τα
δικά του. Καλούμε την αστυνομία ίσως για το γείτονα που βάζει κάθε
βράδυ μουσική στη διαπασών, αλλά κάνουμε υπομονή τη μία νύχτα το χρόνο
που γιορτάζει τα γενέθλιά του.
Ό,τι συμβαίνει στο ατομικό επίπεδο κοινωνικής συνύπαρξης, ισχύει στο
πολλαπλάσιο για το συλλογικό, πόσω μάλλον που οι δημοκρατικές
κοινωνίες, πέρα από το να απαγορεύουν διά της αστυνομίας, εγγυώνται και
δικαιώματα στα μέλη τους, το δικαίωμα στη διαμαρτυρία ας πούμε.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς γιατί ο Ηλίας Κανέλλης, για τον οποίο γράφεται
το εν λόγω άρθρο –αλληλέγγυος ων, κατά τα λεγόμενά του, στον απολυμένο
οδηγό του ΔΟΛ–, αρνείται να κάνει τη μικρή παράκαμψη που θα απαιτούσε ο
σεβασμός στο δικαίωμα διαμαρτυρίας των συμπολιτών του.
Κάνω συχνά τη σκέψη ότι ο Π. Μανδραβέλης και οι συν αυτώ
απευθύνονται με τα κείμενά τους σε ένα συγκεκριμένο είδος πολίτη που
διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τα είκοσι σχεδόν προ κρίσης χρόνια. Δεν έχει
σημασία που συχνά στηλιτεύει την παλαιά του συμπεριφορά. Εξακολουθεί να
απευθύνεται στη βασική του ιδιότητα. Και εξηγούμαι: τέτοια κείμενα
απευθύνονται στον πολίτη που διαμορφώθηκε από την κουλτούρα του απόλυτου
ατομισμού, της περιφρόνησης για κάθε κοινό ή δημόσιο αγαθό, του «εγώ να
πιάσω την καλή», του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;», του «κάνω ό,τι
γουστάρω» τελικά. Του πολίτη που έμαθε να θεωρεί εντελώς παλιομοδίτικη
και αντιαισθητική κάθε συλλογική διεκδίκηση, εκτός απ’ αυτή, εννοείται,
που αφορούσε τα δικά του συμφέροντα (έχει τις ευθύνες της και η κυρίαρχη
εκδοχή του συνδικαλισμού γι’ αυτή την απαξίωση). Γιατί μόνο αυτό το
είδος πολίτη (ή «πολίτη») μπορεί να συγκινείται με τέτοιου τύπου
επιχειρήματα για την ελευθερία της μετακίνησής του όπου και όπως αυτός
θέλει. Μόνο αυτό μπορεί να μη νοιάζεται για το αν απολύεται ο διπλανός
του, για το αν πεινάει, αν δεν έχει χρήματα να ζεσταθεί ή να πληρώσει τα
φάρμακά του.
Γι’ αυτό και ξεκινώντας αυτό το κείμενο θυμήθηκα τους
streetpanthers, μια ομάδα που δημιουργήθηκε το 2003 και έγινε πολύ
γνωστή από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Οι streetpanthers «έβαλαν στο
μάτι» μια συγκεκριμένη κατηγορία τέτοιων πολιτών, όσους πάρκαραν όπου
έβρισκαν εμποδίζοντας την κυκλοφορία των πεζών, πολύ συχνά ακόμη και των
ατόμων με αναπηρία. Και τους αντιμετώπισαν με έναν ευφάνταστο,
πνευματώδη και απολύτως μη βίαιο τρόπο. Με τα γνωστά αυτοκόλλητά τους
που είχαν τη μορφή του συμπαθούς τετράποδου και τη φράση «Είμαι
γάιδαρος, παρκάρω όπου γουστάρω», τα μέλη της ομάδας, και όσοι εν
συνεχεία προμηθεύτηκαν τα αυτοκόλλητα, στιγμάτιζαν τα αυτοκίνητα που
έβρισκαν παρκαρισμένα σε πεζοδρόμια, διαβάσεις πεζών ή ράμπες αναπήρων.
Διαβάζοντας το κείμενο του Μανδραβέλη, πολλά από τα σχόλια στην
ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας και άλλα δεξιά κι αριστερά για την
υπόθεση του (δήθεν) προπηλακισμού ή ξυλοδαρμού του Ηλία Κανέλλη,
σκέφτηκα πως χρειαζόμουν κάμποσα τέτοια αυτοκόλλητα. Γιατί μόνο ο
«γάιδαρος» των streetpanthers μπορεί να συλλαμβάνει έτσι την έννοια της
ελευθερίας μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία.
ΥΓ1. Αυτό το κείμενο σκόπιμα περιόρισε την
επιχειρηματολογία του στην επίκληση της κοινής λογικής και των
στοιχειωδών κανόνων της κοινωνικής συνύπαρξης, που τόσο συχνά
επικαλείται και ο αρθρογράφος. Εξίσου συνειδητά δεν ασχολήθηκε με τη
διερεύνηση του ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα στην υπόθεση αυτή.
Κυρίως γιατί και ο Π. Μανδραβέλης φαίνεται μάλλον να πιστεύει
περισσότερο αυτή την εκδοχή και σ’ αυτήν να απαντά.
ΥΓ2. Η σπαρταριστή σύγκριση του Ηλία Κανέλλη με τη
Ρόζα Παρκς μάλλον δικαιολογεί κι αυτή τον τίτλο του άρθρου, καθιστώντας
πλήρη την αντιστροφή λογικής και δικαιωμάτων. Και για να διορθώσουμε μια
ακόμα από τις συχνές ανακρίβειες του αρθρογράφου, απαραίτητη προφανώς
για να βγει η σύγκριση: η Ρόζα Παρκς δεν κάθισε σε καμιά white only θέση
του λεωφορείου, απλώς αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της (στο τμήμα
εγχρώμων) σε κάποιο λευκό. Και ως συνέπεια του ακτιβισμού της απολύθηκε
από τη δουλειά της.
Πηγή: Rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου