Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

"Σημερινή χαρά, αυριανή απειλή;" του Γρηγόρη Ιωαννίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 12/12/2012)

............................................................

Σημερινή χαρά, αυριανή απειλή;


Του Γρηγόρη Ιωαννίδη



Πόσες παραστάσεις πια να επισκεφτεί ένας μέσος («μέσος» από οικονομική άποψη, όχι βέβαια από την άποψη της δεκτικότητας) θεατρόφιλος της Αθήνας; Κρατούσα στο ένα χέρι την καταχώριση της φετινής δραστηριότητας της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και στο άλλο τη λίστα των παραστάσεων του Εθνικού.


Αξιόλογες παραγωγές αναντίρρητα, μερικές μάλιστα τόσο αξιόλογες ώστε να σκέφτεται κανείς ότι μόνο το Ελληνικό Φεστιβάλ θα μπορούσε να τις διεκδικήσει πριν από μερικά χρόνια.

Το αποτέλεσμα; Η διαδρομή μας έχει αρχίσει να επαναλαμβάνεται μονότονα ανάμεσα σε συγκεκριμένους χώρους της Αθήνας. Και το ερώτημα εγείρεται ολοένα και περισσότερο ανησυχητικό: Πόσο ανταγωνισμό μπορεί να αντέξει εκείνο το παλιό καλό «ποιοτικό θέατρο» του κέντρου και της ημιαστικής περιφέρειας, που για χρόνια στήριξε το ρεπερτόριό του γύρω από τον ένα ή τους δύο θιασάρχες, το ευπρεπές της παραγωγής, τη μια καλλιτεχνική ανησυχία και –το κυριότερο – το ένα συγκεκριμένο κι αφοσιωμένο κοινό;

Δεν υπάρχει λόγος να θυμίσουμε σε όλους πως το ελληνικό θέατρο περνάει την τωρινή του κρίση (την τωρινή, καλύτερα, φάση της διαρκούς κρίσης την οποία διέρχεται εδώ και τουλάχιστον 60 χρόνια), με τον γνώριμο τρόπο: διασπώμενο (αντί συνασπιζόμενο) και αενάως πολλαπλασιαζόμενο.

Οι 500 παραγωγές που θα διεκδικήσουν την παρουσία μας (και ίσως και τον καλό μας λόγο στο τέλος) αποτελούνται ως επί το πλείστον από προσπάθειες ανθρώπων που εκκινούν από το γνωστό μότο του Μανώλη Αναγνωστάκη «έλπιζες από απελπισία». Και καθώς δεν περισσεύουν ούτε τα καλά έργα ούτε βέβαια η καλή διάθεση, ο χειμώνας στον πάντα στενό λάκκο του ελληνικού θεάτρου προβλέπεται δριμύς.

Αυτή τη φορά όμως υπάρχει ακόμα ένας κρίσιμος συντελεστής, που συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της ελληνικής σκηνής, τον οποίο δεν θα πρέπει διόλου να υποτιμήσουμε. Είναι η άνοδος των ιδρυμάτων και πολυχώρων–φορέων πολιτισμού, οι οποίοι χρονιά με τη χρονιά έχουν μετατραπεί από πολλαπλασιαστές θεάματος σε βασικούς ρυθμιστές της θεατρικής κίνησης.

Δίπλα σε ένα Εθνικό Θέατρο, που υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Χουβαρδά απέκτησε τον χαρακτήρα πολυσχιδούς καλλιτεχνικής δράσης, συλλειτουργούν η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, το Ιδρυμα Κακογιάννη αλλά και οι -μην τους υποτιμήσει κανείς συγκρίνοντας τα μεγέθη- πολυχώροι νεανικής κυρίως κίνησης, όπως το Bios, το Six D.O.G.S. κ.ά.

Στα παραπάνω προσθέστε (γιατί όχι;) το «Ακροπόλ» και την Ελληνική Θεαμάτων, ακόμα και το περιβόητο Ελληνικό Φεστιβάλ (τους θερινούς μήνες). Και καταλήξτε.

Με εξωστρεφές προφίλ, σχετικά άνετο μπάτζετ και κορυφαίους ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά, οι χώροι αυτοί αποτελούν τη σημερινή χαρά και αυριανή απειλή του ελεύθερου ελληνικού θεάτρου. Σαν τα πλατάνια που χαρίζουν ανάπαυλα στους ταξιδιώτες, αλλά δεν αφήνουν τίποτα να φυτρώσει στη σκιά τους -και για όσους αρέσκονται σε πιο σύγχρονες μεταφορές, σαν τα πολυμάγαζα που κλείνουν κάθε μικρομάγαζο σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων- οι θεσμοί αυτοί πρέπει κάποια στιγμή να θεωρηθούν το ίδιο σαν κέρδος και ζημία σε σχέση με τη γενικότερη εικόνα του ελληνικού θεάτρου.

Γιατί ακόμα και η τέχνη εμπίπτει κάποτε στην αναγκαιότητα των αριθμών: όταν μόνο η Στέγη προσφέρει μια βεντάλια τουλάχιστον είκοσι προτάσεων ξένων και ελληνικών, συμπεριλαμβανομένων εφηβικής σκηνής, εργαστηρίων, αθηναϊκών διαλόγων και τόσων άλλων, συν ένα σπουδαίο κτίριο με την αίγλη του αστικού περιβάλλοντος, συν το άνετο πάρκινγκ και τη συνήθως εύκολη ροή της Συγγρού, πόσοι από εμάς πλέον περισσεύουμε για τους πολλούς, λοιπούς, μικρομεσαίους «άλλους»;

Το ελληνικό θέατρο, πιστεύω, αλλάζει όχι μόνο οριζοντίως αλλά και καθέτως. Αλλάζει όχι μόνο ως προς τα πρόσωπα που διεκδικούν τη θέση της κυρίαρχης γενιάς του, όχι μόνο ως προς την οπτική και τη γενικότερη κουλτούρα του, αλλά και ως προς την ίδια του την οργάνωση.

Κανείς ασφαλώς δεν μπορεί να κατηγορήσει ένα ευαγές και ισχυρό οικονομικό ίδρυμα επειδή κάνει τη δουλειά του σωστά, και όσο περισσότερο μπορεί. Και, τέλος πάντων, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την εξέλιξη (ας αποφύγουμε τη λέξη «πρόοδο» προς το παρόν), ειδικά όταν αυτή μοιάζει τόσο αναγκαία από την άποψη της ιστορίας, τόσο φυσική αλλά και τόσο καλοδεχούμενη.

Μη μας κάνει όμως αυτό να εφησυχάζουμε. Αυτό που σήμερα μοιάζει να προωθεί την υπόθεση του ελληνικού θεάτρου, ίσως αύριο αποδειχτεί μέρος της στρεβλής του ανάπτυξης. Ειδικά όταν νιώσουμε ότι μαζί με όλα αυτά τα μικρομάγαζα του θεάτρου της μεταπολίτευσης, χάνεται και ένα μέρος της ψυχής του.


12/12/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: