...........................................................
Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ’ ολίγους ήχους |
Tου Nικου Γ. Ξυδακη |
Δεν έχω τίποτε να γράψω που να μην έχει ήδη γραφτεί, από άλλους,
καλύτερα. Κι όμως γράφω και γράφω, γιατί αυτή η δουλειά μου έλαχε· όσο
κι αν μικρός έγερνα το παραθυρόφυλλο και το ’σκαγα, για να μη γράψω, να
φύγω απ’ τη μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης Πάρκερ. Κι αν πέρασε
μισός αιώνας από την πρώτη παντοτινή απόδραση, γράφω ακόμη, ταγμένος να
ξαναπλάθω όσα έχουν ήδη ειπωθεί από μαέστρους, αυτούς που μου μετέδωσαν
φως και φωνή, ευλογία και καταδίκη.
Χαϊδεύω ράχες γερασμένων τόμων
σε σανιδένια ράφια, σε πειραιώτικη αυλή και συριανό ημιϋπόγειο, σε
δημοτικές βιβλιοθήκες και πατώματα αρχαία που τρίζουν, μυθιστορήματα και
κλασικά εικονογραφημένα ανάμικτα με κατάστιχα νοταριακών πράξεων, με
φως ανελέητο έξω από τους χοντρούς τοίχους, με βυθίσεις μεσημβρινές σε
ρήματα και χίμαιρες βαπόρια. Κι οι ποιητές τσουρούφλιζαν έφηβους πόθους
με μολύβι στο περιθώριο, ταξιδεύοντας από δώμα σε δώμα, διαρκή φυλαχτά
ανάμικτα με κοχύλια ναυτίλους και βινύλια φρανκζάππα.
Είναι
αφόρητα μπανάλ η νοσταλγία των εορτών, η καταισχύνη κάθε αισθητή, αλλά
και το αποκούμπι του μεσήλικος· ξέρεις πια πότε να σκύβεις ταπεινά, όχι
από ήττα ή συμβιβασμό, αλλά για ν’ αποδώσεις τις πρέπουσες τιμές στην
ηλικία και στις φωνές που σ’ έπλασαν. Ας πούμε μια φωνή που την άκουσα
μεγάλος:
«Tο γράψιμο, όμοια προς όλες τις εκδηλώσεις που αφορούν
τη μνήμη, έχει ανάγκη οικείου κοινού. Σε όλα τα μνημόσυνα, όπως και στις
ονομαστικές επέτειες, τα ποικίλα και διάφορα κεράσματα αποτελούν
συνήθεια. Γράφοντας, έχω την εντύπωση, ότι επεξεργάζομαι τον καρπό της
καρυδιάς, για να επανέλθω πάλι στο δέντρο. [...] Ο βαρύς από τον καημό
άνθρωπος, νομίζει, ότι θα πάψει υφιστάμενος αν δεν τελέσει όλα τα
εθιμοτυπικά, που του είναι κατά βάθος μεγάλη παρηγορία. Παρά ταύτα όμως,
η συνέχιση των καθημερινών απασχολήσεων, του είναι δύσκολη και
βυθίζεται στη σιωπή. Σιωπώ και εγώ. Δεν γίνεται αλλοιώς.» Ο Πεντζίκης
απάντησε κάποτε γιατί γράφω.
Κι ύστερα γυρνώ στους ανθρώπους του
καιρού μας. Τι περισσότερο να πω για τους πονεμένους των δρόμων απ’ όσα
έγραψε ο Νίκος Καρούζος; «Γυρίζει μόνος / στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
/ συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του. / Ωχρός / με βουλιαγμένα όνειρα
κι ανέγγιχτος / νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός / έλληνας. / [...] Mην
του μιλάτε είναι άνεργος / τα χέρια στις τσέπες του / σαν δυο
χειροβομβίδες. / Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.»
Τι
πληρώνει ο ωχρός Ελληνας; Ποιον αδίκησε πάρεξ τον εαυτό του; «Και οι
δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε
τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. / Και
θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό
το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να
είναι πολλά;» (Διονύσιος Σολωμός).
Γυρνώ στους εθιμοτυπικούς
δρόμους, φωτισμένους για ν’ αντέξουμε τη σκοτεινιά, φωτισμένους σαν την
Kodachrome φωτογραφία του Μπαλάφα από τη φαντασμαγορική οδό Σταδίου τον
Δεκέμβρη του ’60, χειμωνιάτικη Αβάνα και Τσαϊνατάουν· σίγουρα με
περπάτησε εδώ μικρό παιδί η Μανταλένα να δω τον τροχονόμο μες στη
φαντασμαγορία και ακουγότανε η άρπα του Τέλλου Αγρα: «Mε χωρίς
φωτοχυσίες, μ’ ολίγους ήχους / βρέχει, “επί δικαίους και αδίκους”... /
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή, / – οικουμενική βροχή, ευαγγελική. //
Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία) / που γυρνάνε απ’ τα Nοσοκομεία· / και
στις προφητείες του Kαζαμία / (“τροπή του καιρού προς νότον...
τρικυμία...”).»
Φωτοχυσίες Βερολίνου και όρθροι κυκλαδικοί σε
καλντερίμια, γιρλάντες μπαλκονιών αθηναϊκών, και τραπεζώματα ευφρόσυνα
με βαφτιστήρια, σύντεκνους και αποστάγματα ορεινά, με τον πρωτότοκο να
περπατάει ασταθής το χαλί εγκάρσια από τον καρυδένιο μπουφέ ώς τον
καναπέ, όλα ξετυλίγονται κι απλώνονται, ξανοίγονται πέρα, μπροστά, μάς
λέει ο Ελύτης: «Ισως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ / Μπορεί
και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα / Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο
από φωτιά ψυχρή / Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας /
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά / Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια /
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα / Τα Πέραν και τα
Μέλλοντα.»
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου