.................................................................
Οι σουνίτες, οι σιίτες και οι «καλοί» χριστιανοί
γράφει η Μιρέλλα Καλοστύπη
http://www.zougla.gr, Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2016
Μια αφελής απάντηση για τον συνεχιζόμενο εμφύλιο, όπως αποκαλείται,
στη Συρία, είναι ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις που μάχονται κατά των
ανταρτών, αντέχουν ακόμα. Μια άλλη, λιγότερο αφελής, απάντηση είναι ότι ο
πρόεδρος, Μπασάρ Αλ Άσαντ, είναι σιίτης. Μια τρίτη απάντηση,
πραγματιστική, είναι ότι οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου, η διεθνής
κοινότητα, όπως λέμε στον δυτικό κόσμο, δηλαδή οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, αλλά
και οι μεγάλες δυνάμεις του ανατολικού κόσμου, όπως η Τουρκία, το
Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, η Κίνα, δεν έχουν ακόμα αποφασίσει
εάν το μέλλον της Δαμασκού, της πρώτης πολιτιστικά πρωτεύουσας του
Ισλάμ, συμφέρει να είναι σουνιτικό, (δεδομένου ότι σχεδόν το 75% του
πληθυσμού της Συρίας είναι σουνίτες) ή σιιτικό (παρότι περίπου 15% του
πληθυσμού της χώρας είναι σιίτες). Σήμερα, πάντως, στη Συρία η μειοψηφία
των σιιτών κυριαρχεί επί των σουνιτών.
Επίσημο και αιρετικό Ισλάμ
Ιστορικά, ως επίσημο Ισλάμ από τον 7ο αι. μ. Χ. (με χριστιανική μέτρηση του χρόνου) θεωρείται το σουνιτικό. Σήμερα, αποτελεί παγκοσμίως περίπου το 90% του μουσουλμάνων, σε αντίθεση με το μικρό ποσοστό σιιτών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, εξαιρουμένης της σχεδόν καθαρώς σιιτικής Περσίας/ Ιράν, και του Ιράκ, με πλειοψηφία σιιτών περίπου στο 60%. Πλειοψηφία σιιτών επίσης υπάρχει στην Υεμένη, το Μπαχρέιν και τον Λίβανο.
Όσοι έχουν επισκεφτεί τη Δαμασκό σίγουρα γνωρίζουν το περίφημο Μέγα Τέμενος των Ουμεϊάδων, που χτίστηκε από βυζαντινούς τεχνίτες. Συμβολίζει την απόλυτη θρησκευτική και κοσμική κυριαρχία των σουνιτών στον ισλαμικό κόσμο. Οι Ουμεϊάδες υπήρξαν ένα δυναμικό κίνημα μουσουλμάνων της Συρίας που, μετά τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ (το 632μ. Χ. με χριστιανική μέτρηση χρόνου), συγκρούστηκαν και επικράτησαν του χαλίφη Αλή και των γιών του, Χασάν και Χουσεϊν, οι οπαδοί των οποίων ονόμασαν τους εαυτούς τους σιίτες και πενθούν κάθε Οκτώβριο τον βασανισμό και τον θάνατο του Χουσείν από τους Ουμεϊάδες, μνημονεύοντάς τον με αιματηρό για τους ίδιους τρόπο (αυτομαστιγώνονται στους δρόμους) καθώς και την κατ’ αυτούς άδικη και βίαιη ανατροπή του καλού και σωστού Αλή. Το σχίσμα και το μίσος μεταξύ σηιτών και σουνιτών μουσουλμάνων είναι αβυσσαλέο και αγιάτρευτο έως τις μέρες μας. Παραδείγματος χάριν, το τζαμί που έγινε πολύνεκρος στόχος επίθεσης του ISIS στη Δαμασκό δεν ήταν βέβαια το ιστορικό Μέγα Τέμενος των σουνιτών Ουμεϊάδων, ήταν το σιιτικό τζαμί Σαγίντα Ζεϊνάμπ σε σιιτική συνοικία.
Υπερδύναμη το Ισλάμ;
Το πρόβλημα για τη Δύση γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο και επικίνδυνο για την παγκόσμια ασφάλεια για δυο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι διαπιστωμένος εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια. Το Ισλάμ έχει εξαπλωθεί, και εξαπλώνεται ραγδαία, ως προτιμώμενη θρησκεία έναντι του χριστιανισμού. Είναι η έκφραση αγανάκτησης των φτωχών όλου του κόσμου σε Ασία, Αφρική, Ευρώπη και βόρεια Αμερική, που βλέπουν τη χριστιανική Δύση ως την επιτομή της απληστίας, της βίας και της περιφρόνησης εις βάρος τους. Πρόκειται για συσσωρευμένη απογοήτευση ανθρώπων που είτε υφίστανται ρατσιστική βία είτε άγρια οικονομική εκμετάλλευση και απαξίωση. Αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με στατιστική έρευνα και μετρήσεις ειδικών επιστημόνων, η αριθμητική και γεωγραφική ταχύτητα του Ισλάμ να καταγράφει ρεκόρ επιρροής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μέσα σε δέκα χρόνια, δηλαδή από το χριστιανικό έτος 2000 έως το 2010, το Ισλάμ κέρδισε παγκοσμίως σχεδόν μισό δισεκατομμύριο περισσότερους «πιστούς». Ο προβληματισμός χτύπησε κόκκινο: αν αυτός ο ρυθμός συνεχιζόταν, σε δυο ή το πολύ τρεις δεκαετίες το Ισλάμ θα υπερτερούσε και θεωρητικά θα γινόταν μια δύναμη, ισχυρότερη από την Καθολική Εκκλησία. Όμως ο “εμφύλιος”, που ιστορικά το σπαράσσει εσωτερικά, στέκεται εμπόδιο και απομακρύνει, χωρίς να ακυρώνει, μια τέτοια εξέλιξη.
Με τους σουνίτες
Αρχικά η Δύση θεώρησε ότι το σουνιτικό Ισλάμ είναι εκείνο με το οποίο θα μπορούσε να συνεργαστεί ώστε, με αμοιβαία επωφελείς οικονομικούς όρους, να ελεγχθούν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της επιρροής του. Πολιτικά, η σουνιτική εκδοχή του μουσουλμανισμού έχει κυρίως διακυβερνητικό χαρακτήρα της κοινότητας των μουσουλμάνων άρα οι διαδοχές των χαλίφηδων έχουν να κάνουν περισσότερο με τα προσόντα τους όσον αφορά την προστασία και την εφαρμογή του Ιερού Νόμου (Σαρία) παρά με την κληρονομική συνέχεια εξουσίας εκπορευόμενης από τον προφήτη Μωάμεθ. Η σιιτική εκδοχή, αντίθετα, θέλει αυστηρά κληρονομική συνέχεια στους χαλίφηδες κι επιπλέον ο ηγέτης τους να είναι αποκλειστικά θρησκευτική αυθεντία και ερμηνευτής του θείου μηνύματος. Είναι ο ιμάμης τους, αυτός που εκλέχτηκε από τον θεό ως οδηγός προς την σωτηρία. Στο Ιράν, το 1977, δυο χρόνια πριν από την Επανάσταση που ανέτρεψε τον Σάχη, ο σημερινός πρόεδρος του Ιράν, Χασάν Ρουχανί, αποκάλεσε δημοσίως για πρώτη φορά «ιμάμη» μέσα στο Τέμενος της Τεχεράνης τον εξόριστο Αγιατολλάχ Χομεϊνί.
Η Δύση για αρκετά χρόνια “κατανοούσε” την εκδοχή των σουνιτών μουσουλμάνων, θεωρώντας τους λιγότερο φανατικούς από τους σιίτες και τρόπον τινά πιο φιλελεύθερους, κυρίως ανοιχτούς σε κάθε είδους επωφελείς οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες με τον δυτικό κόσμο.
Η συνεργασία με την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, το Πακιστάν, τη Μαλαισία, την Ινδονησία είναι μερικά παραδείγματα σουνιτικών κρατών με τα οποία η δυτική διεθνής κοινότητα επιδίωξε και διατηρούσε καλή συνεννόηση. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν…
Οι «κακοί» του Ισλάμ για τον αμερικανικό παράγοντα, όπως τουλάχιστον εκφραζόταν από τον πρώην πρόεδρο Τζώρτζ Μπους, ήταν οι σιίτες, κυρίως το Ιράν, αλλά επίσης το Ιράκ, λιγότερο η Συρία και βέβαια ο Λίβανος απ’ όπου δρούσε η σιιτική Χεζμπολάχ, ως μακρύ χέρι του Ιράν εναντίον του Ισραήλ. Το Ιράκ από πλειοψηφικά σουνιτική χώρα που ήταν επί Σαντάμ Χουσείν μετετράπη σε πλειοψηφικά σιιτική μετά τις αμερικανικές πολεμικές επιχειρήσεις, γεγονός που αν και ικανοποιούσε το Ιράν, προκαλούσε δυσφορία στη σουνιτική Σαουδική Αραβία για την οποία φημολογείται ότι ήδη από το 2011 είχε αρχίσει μυστικά να χρηματοδοτεί τους σουνίτες του Ιράκ που δημιούργησαν και το ISIS.
Συσχετισμοί τρόμου
Τα γεγονότα στις σιιτικές χώρες και τη Δύση υπό την προεδρία του Τζωρτζ Μπους είναι νωπά ακόμα στη μνήμη του κόσμου όλου. Είχαν τη δραματική συνέχειά τους που αποτυπώνεται στην παρούσα κατάσταση που αντιμετωπίζει ο κόσμος με το ISIS. Στη διεθνή δυτική κοινότητα τα πράγματα είναι δυσεπίλυτη εξίσωση όπως και για το Ισραήλ αφού σουνιτική είναι η Χαμάς των Παλαιστινίων άρα ο ισλαμικός εχθρός για το Ισραήλ είναι διπλός: σιιτικός, λόγω Χεσμπολάχ και σουνιτικός, λόγω Χαμάς.
Η μεγάλη στροφή
Υπάρχει διέξοδος με μόνιμη λύση και εάν, ναι, ποια μπορεί να είναι; Εάν λόγου χάρη αποφάσιζε η Δύση να ενισχύσει το μειοψηφικό Ισλάμ και να αναπτύξει αυτή τη φορά με τους σιίτες τις αμοιβαίως επωφελείς συνεργασίες που ανέπτυσσε στο παρελθόν με τους σουνίτες; Ένα άνοιγμα προς το Ιράν πόσο επωφελές θα μπορούσε να αποβεί στον πόλεμο με τον ασυγκράτητο σουνιτικό ISIS; Το Ισραήλ μπορεί να μην τρέφει τα καλύτερα αισθήματα για τον φιλοϊρανό Σύρο πρόεδρο Άσαντ, αλλά αντιλαμβάνεται ότι με ενδεχόμενη πτώση του και επικράτηση των σουνιτών δεν θα βελτιωθούν οι σχέσεις με τη Συρία. Άλλωστε τον Άσαντ στηρίζουν εκτός από την Τεχεράνη, η Μόσχα και το Πεκίνο.
Οι τζιχαντιστές του ISIS επιδιώκουν μεταξύ άλλων την εξουδετέρωση των αυταρχικών και άπιστων σιιτών άρα η εξουδετέρωση τόσο της σιιτικής Χεζμπολάχ όσο και του Άσαντ θα ικανοποιούσε μεν το Ισραήλ, αλλά το μεγαλό πρόβλημα της μη αναγνώρισης κράτους από τη σουνιτική Χαμάς, παραμένει. Έχουν επομένως και οι Ισραηλινοί σοβαρό λόγο να τάσσονται στο πλευρό των κρατών που βρίσκονται αντιμέτωποι με το εξτρεμιστικό ISIS.
Έτσι η Δύση έκανε τη στροφή της. Βελτιώνει τάχιστα τις σχέσεις της με το Ιράν που αντιμετωπίζει θετικά τον Άσαντ την ώρα που η Σ. Αραβία, το Κατάρ και άλλα σουνιτικά κράτη, όπως η Τουρκία, κλείνουν το μάτι στη συριακή αντιπολίτευση και τους αντάρτες. Επιπλέον, η ψυχρότητα Τουρκίας – Ρωσίας δεν αποτελεί επίδειξη εκατέρωθεν μόνο στρατιωτικής πυγμής και ισχύος, σε ότι αφορά τα τεκταινόμενα στη Συρία, αλλά και αναμέτρηση θρησκευτικής ισχύος ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους παγκοσμίως είτε είναι ορθόδοξοι και καθολικοί είτε σιίτες και σουνίτες. Η χριστιανική Δύση είναι υποχρεωμένη πολιτικά να διατηρήσει στη Συρία ένα καθεστώς που δεν επιδιώκει αυτή τη στιγμή τον αφανισμό της. Κι αυτό είναι μιας σιιτικής απόχρωσης ισλαμικό πράσινο. Δηλαδή ο Άσαντ; Ακόμα, ναι.
Νέο κεφάλαιο διχασμού στη Γενεύη
Η πρόσφατη συνάντηση στη Ρώμη του Ποντίφηκα με τον ιρανό πρόεδρο Χασάν Ρουχανί, τον μετριοπαθή, όπως θέλουν να τον αποκαλούν στη Δύση, κάνει κάποιους στις συνομιλίες της Γενεύης να σκέφτονται ότι ο Μπασάρ Αλ Άσαντ, καλύτερα να υποστηριχτεί δυναμικά και να παραμείνει στο τιμόνι της Συρίας. Ύστατη συμβολική προσπάθεια να ανακοπεί η ομολογουμένως τρομακτική εξάπλωση και κυριαρχία του σουνιτικού Ισλάμ; Μπορεί. Ίσως και να εξιλεωθεί η Δύση για την καταστροφική στήριξη που πρόσφερε αλόγιστα στο παρελθόν σε σουνιτικά τυραννικά καθεστώτα, παραβλέποντας ή και υποτιμώντας τις ολέθριες συνέπειες που έμελλε και η ίδια να υποστεί. Γι αυτό η φράση του Χασάν Ρουχανί στη Ρώμη, που μετρά πάνω απ’ όλες τις άλλες, είναι ότι «ο εξτρεμισμός και η τρομοκρατία μονάχα με ανάπτυξη και δουλειές για τους ανθρώπους θα πολεμηθεί». Εξ ου και οι επενδυτικές συμφωνίες δισεκατομμυρίων με το σιιτικό Ιράν σε πείσμα του σουνιτικού ISIS. Επόμενα χτυπήματα σίγουρα θα υπάρξουν. Θα στραφούν, όπως και όλα τα προηγούμενα, εναντίον αθώων χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών που συνεχίζουν να δολοφονούνται και να φυγαδεύονται μέσω θανάσιμων διαδρόμων προς τις πολιτισμένες χώρες έστω κι αν ακόμα αυτές δεν κατάφεραν να εμπεδώσουν πολιτισμό εκεί όπου είναι πιο απαραίτητος: στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε Ανατολή και Δύση. Όσο μαίνεται ο πόλεμος στη Συρία, οι σουνίτες τζιχαντιστές θα κερδίζουν εδάφη και κύρος στον ισλαμικό κόσμο όσο κι αν τα ΜΜΕ τους αποκαλούν τέρατα και τρομοκράτες. Άλλωστε πότε έλειψαν από την Ιστορία σκληροτράχηλοι, τέρατα και δολοφόνοι που κυριάρχησαν;
Επίσημο και αιρετικό Ισλάμ
Ιστορικά, ως επίσημο Ισλάμ από τον 7ο αι. μ. Χ. (με χριστιανική μέτρηση του χρόνου) θεωρείται το σουνιτικό. Σήμερα, αποτελεί παγκοσμίως περίπου το 90% του μουσουλμάνων, σε αντίθεση με το μικρό ποσοστό σιιτών μουσουλμάνων ανά τον κόσμο, εξαιρουμένης της σχεδόν καθαρώς σιιτικής Περσίας/ Ιράν, και του Ιράκ, με πλειοψηφία σιιτών περίπου στο 60%. Πλειοψηφία σιιτών επίσης υπάρχει στην Υεμένη, το Μπαχρέιν και τον Λίβανο.
Όσοι έχουν επισκεφτεί τη Δαμασκό σίγουρα γνωρίζουν το περίφημο Μέγα Τέμενος των Ουμεϊάδων, που χτίστηκε από βυζαντινούς τεχνίτες. Συμβολίζει την απόλυτη θρησκευτική και κοσμική κυριαρχία των σουνιτών στον ισλαμικό κόσμο. Οι Ουμεϊάδες υπήρξαν ένα δυναμικό κίνημα μουσουλμάνων της Συρίας που, μετά τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ (το 632μ. Χ. με χριστιανική μέτρηση χρόνου), συγκρούστηκαν και επικράτησαν του χαλίφη Αλή και των γιών του, Χασάν και Χουσεϊν, οι οπαδοί των οποίων ονόμασαν τους εαυτούς τους σιίτες και πενθούν κάθε Οκτώβριο τον βασανισμό και τον θάνατο του Χουσείν από τους Ουμεϊάδες, μνημονεύοντάς τον με αιματηρό για τους ίδιους τρόπο (αυτομαστιγώνονται στους δρόμους) καθώς και την κατ’ αυτούς άδικη και βίαιη ανατροπή του καλού και σωστού Αλή. Το σχίσμα και το μίσος μεταξύ σηιτών και σουνιτών μουσουλμάνων είναι αβυσσαλέο και αγιάτρευτο έως τις μέρες μας. Παραδείγματος χάριν, το τζαμί που έγινε πολύνεκρος στόχος επίθεσης του ISIS στη Δαμασκό δεν ήταν βέβαια το ιστορικό Μέγα Τέμενος των σουνιτών Ουμεϊάδων, ήταν το σιιτικό τζαμί Σαγίντα Ζεϊνάμπ σε σιιτική συνοικία.
Υπερδύναμη το Ισλάμ;
Το πρόβλημα για τη Δύση γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο και επικίνδυνο για την παγκόσμια ασφάλεια για δυο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι διαπιστωμένος εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια. Το Ισλάμ έχει εξαπλωθεί, και εξαπλώνεται ραγδαία, ως προτιμώμενη θρησκεία έναντι του χριστιανισμού. Είναι η έκφραση αγανάκτησης των φτωχών όλου του κόσμου σε Ασία, Αφρική, Ευρώπη και βόρεια Αμερική, που βλέπουν τη χριστιανική Δύση ως την επιτομή της απληστίας, της βίας και της περιφρόνησης εις βάρος τους. Πρόκειται για συσσωρευμένη απογοήτευση ανθρώπων που είτε υφίστανται ρατσιστική βία είτε άγρια οικονομική εκμετάλλευση και απαξίωση. Αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με στατιστική έρευνα και μετρήσεις ειδικών επιστημόνων, η αριθμητική και γεωγραφική ταχύτητα του Ισλάμ να καταγράφει ρεκόρ επιρροής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι μέσα σε δέκα χρόνια, δηλαδή από το χριστιανικό έτος 2000 έως το 2010, το Ισλάμ κέρδισε παγκοσμίως σχεδόν μισό δισεκατομμύριο περισσότερους «πιστούς». Ο προβληματισμός χτύπησε κόκκινο: αν αυτός ο ρυθμός συνεχιζόταν, σε δυο ή το πολύ τρεις δεκαετίες το Ισλάμ θα υπερτερούσε και θεωρητικά θα γινόταν μια δύναμη, ισχυρότερη από την Καθολική Εκκλησία. Όμως ο “εμφύλιος”, που ιστορικά το σπαράσσει εσωτερικά, στέκεται εμπόδιο και απομακρύνει, χωρίς να ακυρώνει, μια τέτοια εξέλιξη.
Με τους σουνίτες
Αρχικά η Δύση θεώρησε ότι το σουνιτικό Ισλάμ είναι εκείνο με το οποίο θα μπορούσε να συνεργαστεί ώστε, με αμοιβαία επωφελείς οικονομικούς όρους, να ελεγχθούν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της επιρροής του. Πολιτικά, η σουνιτική εκδοχή του μουσουλμανισμού έχει κυρίως διακυβερνητικό χαρακτήρα της κοινότητας των μουσουλμάνων άρα οι διαδοχές των χαλίφηδων έχουν να κάνουν περισσότερο με τα προσόντα τους όσον αφορά την προστασία και την εφαρμογή του Ιερού Νόμου (Σαρία) παρά με την κληρονομική συνέχεια εξουσίας εκπορευόμενης από τον προφήτη Μωάμεθ. Η σιιτική εκδοχή, αντίθετα, θέλει αυστηρά κληρονομική συνέχεια στους χαλίφηδες κι επιπλέον ο ηγέτης τους να είναι αποκλειστικά θρησκευτική αυθεντία και ερμηνευτής του θείου μηνύματος. Είναι ο ιμάμης τους, αυτός που εκλέχτηκε από τον θεό ως οδηγός προς την σωτηρία. Στο Ιράν, το 1977, δυο χρόνια πριν από την Επανάσταση που ανέτρεψε τον Σάχη, ο σημερινός πρόεδρος του Ιράν, Χασάν Ρουχανί, αποκάλεσε δημοσίως για πρώτη φορά «ιμάμη» μέσα στο Τέμενος της Τεχεράνης τον εξόριστο Αγιατολλάχ Χομεϊνί.
Η Δύση για αρκετά χρόνια “κατανοούσε” την εκδοχή των σουνιτών μουσουλμάνων, θεωρώντας τους λιγότερο φανατικούς από τους σιίτες και τρόπον τινά πιο φιλελεύθερους, κυρίως ανοιχτούς σε κάθε είδους επωφελείς οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες με τον δυτικό κόσμο.
Η συνεργασία με την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, το Πακιστάν, τη Μαλαισία, την Ινδονησία είναι μερικά παραδείγματα σουνιτικών κρατών με τα οποία η δυτική διεθνής κοινότητα επιδίωξε και διατηρούσε καλή συνεννόηση. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν…
Οι «κακοί» του Ισλάμ για τον αμερικανικό παράγοντα, όπως τουλάχιστον εκφραζόταν από τον πρώην πρόεδρο Τζώρτζ Μπους, ήταν οι σιίτες, κυρίως το Ιράν, αλλά επίσης το Ιράκ, λιγότερο η Συρία και βέβαια ο Λίβανος απ’ όπου δρούσε η σιιτική Χεζμπολάχ, ως μακρύ χέρι του Ιράν εναντίον του Ισραήλ. Το Ιράκ από πλειοψηφικά σουνιτική χώρα που ήταν επί Σαντάμ Χουσείν μετετράπη σε πλειοψηφικά σιιτική μετά τις αμερικανικές πολεμικές επιχειρήσεις, γεγονός που αν και ικανοποιούσε το Ιράν, προκαλούσε δυσφορία στη σουνιτική Σαουδική Αραβία για την οποία φημολογείται ότι ήδη από το 2011 είχε αρχίσει μυστικά να χρηματοδοτεί τους σουνίτες του Ιράκ που δημιούργησαν και το ISIS.
Συσχετισμοί τρόμου
Τα γεγονότα στις σιιτικές χώρες και τη Δύση υπό την προεδρία του Τζωρτζ Μπους είναι νωπά ακόμα στη μνήμη του κόσμου όλου. Είχαν τη δραματική συνέχειά τους που αποτυπώνεται στην παρούσα κατάσταση που αντιμετωπίζει ο κόσμος με το ISIS. Στη διεθνή δυτική κοινότητα τα πράγματα είναι δυσεπίλυτη εξίσωση όπως και για το Ισραήλ αφού σουνιτική είναι η Χαμάς των Παλαιστινίων άρα ο ισλαμικός εχθρός για το Ισραήλ είναι διπλός: σιιτικός, λόγω Χεσμπολάχ και σουνιτικός, λόγω Χαμάς.
Η μεγάλη στροφή
Υπάρχει διέξοδος με μόνιμη λύση και εάν, ναι, ποια μπορεί να είναι; Εάν λόγου χάρη αποφάσιζε η Δύση να ενισχύσει το μειοψηφικό Ισλάμ και να αναπτύξει αυτή τη φορά με τους σιίτες τις αμοιβαίως επωφελείς συνεργασίες που ανέπτυσσε στο παρελθόν με τους σουνίτες; Ένα άνοιγμα προς το Ιράν πόσο επωφελές θα μπορούσε να αποβεί στον πόλεμο με τον ασυγκράτητο σουνιτικό ISIS; Το Ισραήλ μπορεί να μην τρέφει τα καλύτερα αισθήματα για τον φιλοϊρανό Σύρο πρόεδρο Άσαντ, αλλά αντιλαμβάνεται ότι με ενδεχόμενη πτώση του και επικράτηση των σουνιτών δεν θα βελτιωθούν οι σχέσεις με τη Συρία. Άλλωστε τον Άσαντ στηρίζουν εκτός από την Τεχεράνη, η Μόσχα και το Πεκίνο.
Οι τζιχαντιστές του ISIS επιδιώκουν μεταξύ άλλων την εξουδετέρωση των αυταρχικών και άπιστων σιιτών άρα η εξουδετέρωση τόσο της σιιτικής Χεζμπολάχ όσο και του Άσαντ θα ικανοποιούσε μεν το Ισραήλ, αλλά το μεγαλό πρόβλημα της μη αναγνώρισης κράτους από τη σουνιτική Χαμάς, παραμένει. Έχουν επομένως και οι Ισραηλινοί σοβαρό λόγο να τάσσονται στο πλευρό των κρατών που βρίσκονται αντιμέτωποι με το εξτρεμιστικό ISIS.
Έτσι η Δύση έκανε τη στροφή της. Βελτιώνει τάχιστα τις σχέσεις της με το Ιράν που αντιμετωπίζει θετικά τον Άσαντ την ώρα που η Σ. Αραβία, το Κατάρ και άλλα σουνιτικά κράτη, όπως η Τουρκία, κλείνουν το μάτι στη συριακή αντιπολίτευση και τους αντάρτες. Επιπλέον, η ψυχρότητα Τουρκίας – Ρωσίας δεν αποτελεί επίδειξη εκατέρωθεν μόνο στρατιωτικής πυγμής και ισχύος, σε ότι αφορά τα τεκταινόμενα στη Συρία, αλλά και αναμέτρηση θρησκευτικής ισχύος ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους παγκοσμίως είτε είναι ορθόδοξοι και καθολικοί είτε σιίτες και σουνίτες. Η χριστιανική Δύση είναι υποχρεωμένη πολιτικά να διατηρήσει στη Συρία ένα καθεστώς που δεν επιδιώκει αυτή τη στιγμή τον αφανισμό της. Κι αυτό είναι μιας σιιτικής απόχρωσης ισλαμικό πράσινο. Δηλαδή ο Άσαντ; Ακόμα, ναι.
Νέο κεφάλαιο διχασμού στη Γενεύη
Η πρόσφατη συνάντηση στη Ρώμη του Ποντίφηκα με τον ιρανό πρόεδρο Χασάν Ρουχανί, τον μετριοπαθή, όπως θέλουν να τον αποκαλούν στη Δύση, κάνει κάποιους στις συνομιλίες της Γενεύης να σκέφτονται ότι ο Μπασάρ Αλ Άσαντ, καλύτερα να υποστηριχτεί δυναμικά και να παραμείνει στο τιμόνι της Συρίας. Ύστατη συμβολική προσπάθεια να ανακοπεί η ομολογουμένως τρομακτική εξάπλωση και κυριαρχία του σουνιτικού Ισλάμ; Μπορεί. Ίσως και να εξιλεωθεί η Δύση για την καταστροφική στήριξη που πρόσφερε αλόγιστα στο παρελθόν σε σουνιτικά τυραννικά καθεστώτα, παραβλέποντας ή και υποτιμώντας τις ολέθριες συνέπειες που έμελλε και η ίδια να υποστεί. Γι αυτό η φράση του Χασάν Ρουχανί στη Ρώμη, που μετρά πάνω απ’ όλες τις άλλες, είναι ότι «ο εξτρεμισμός και η τρομοκρατία μονάχα με ανάπτυξη και δουλειές για τους ανθρώπους θα πολεμηθεί». Εξ ου και οι επενδυτικές συμφωνίες δισεκατομμυρίων με το σιιτικό Ιράν σε πείσμα του σουνιτικού ISIS. Επόμενα χτυπήματα σίγουρα θα υπάρξουν. Θα στραφούν, όπως και όλα τα προηγούμενα, εναντίον αθώων χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών που συνεχίζουν να δολοφονούνται και να φυγαδεύονται μέσω θανάσιμων διαδρόμων προς τις πολιτισμένες χώρες έστω κι αν ακόμα αυτές δεν κατάφεραν να εμπεδώσουν πολιτισμό εκεί όπου είναι πιο απαραίτητος: στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε Ανατολή και Δύση. Όσο μαίνεται ο πόλεμος στη Συρία, οι σουνίτες τζιχαντιστές θα κερδίζουν εδάφη και κύρος στον ισλαμικό κόσμο όσο κι αν τα ΜΜΕ τους αποκαλούν τέρατα και τρομοκράτες. Άλλωστε πότε έλειψαν από την Ιστορία σκληροτράχηλοι, τέρατα και δολοφόνοι που κυριάρχησαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου