............................................................
Από την "Ιστορία ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα (α' έκδοση, 1929)
Ο Στρατής Δούκας (1895-1983) δια χειρός Φ.Κόντογλου | |
Από την "Ιστορία ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα (α' έκδοση, 1929)
"...Τώρα πια έφτανε το μπαϊράμι κι εγώ
έτρεμα, γιατί δεν ήξερα πώς μπαίνουν στο τζαμί. Απ’ έξω προσκυνούσα, όμως εκεί
μέσα δεν ήξερα. Άι, (μου λέει), ν’ αρμέξεις πρωί και ξημερώματα να ΄ρθεις να προφτάξεις το τζαμί σου. Κι άμα εγώ άρμεξα το γάλα, το μικρό παιδί έφυγε
στο χωριό του, να προφτάξει το μπαϊράμι του. Έφυγε κι ο άλλος και μ’ άφησαν
μονάχον. Κι έτσι γλύτωσα το τζαμί τους. Και το πράμα έγινε μονάχο του, γιατί
εγώ έλεγα να τους βάλω να φύγουν. Το πρωί σαν ξημέρωσε και βγήκανε απ’ το
τζαμί, έρχεται ο αφεντικός μου καβάλα στ’ άλογο. – Που ΄ν΄ οι άλλοι; μου λέει.
- Και γω έκανα πως ήμουν θυμωμένος,
γιατί έκανα σαρακοστή και στο τζαμί δεν προσκύνησα. - Αυτοί φύγανε του λέω. Και
γω, μου λέει, σε περίμενα.
Αγκαλιαστήκαμε. - Μπαϊράμ μπουμπαρέκ ολσούν. Μπάϊράμ μπουμπαρέκ ολσούν, του
λέω. Τώρα εγώ στεναχωρήθηκα, (μου λέει) έπρεπε να ΄ρτεις. Δεν πειράζει (του
λέω). Αυτά είναι παιδιά κι ας χαρούν τώρα. Όχι πρώτα ο μεγαλύτερος, (μου λέει).
Ας είναι άμα θα ΄χουμε Κουρμπάν Μπαϊράμ.
Άφησε το παιδί και συ να κατέβεις τώρα να πας στα Θείρα.
Έγω δεν ήθελα, γιατί φοβόμουνα να μην γνωρίσουν, μα
δεν ήθελα και να μην πάω γιατί φοβόμουνα να μην υποψιαστούνε. Τέλος, ήρτε το
μικρό παιδί. Τ’ αφήσαμε τα πρόβατα. Ήρτε κι ο σύντροφός μου, ο Χασάν, αρραβωνιασμένος
και του ΄δωσα τα συχαρήκια μου, κι αγόρασα καραμέλες να τους στείλει. Πάμε με
το Χασάν στα Θείρα. Περνούμε κοντά απ’ το φρουραρχείο. Βλέπω σημαίες και
νταούλια ζευγάρια στη γραμμή. - Τι φαντασία είπα έχουνε! Στα παλιά καφενεία
πάλι, γραμμή οι ζουρνάδες. Πάμε και μεις και καθόμαστε κοντά στα νταούλια. Η
χαρά τους κι η στενοχώρια μου, είναι μέσα μου ανάκατα. - Πάμε, μου λέει ο
Χασάν, να πάρεις ένα λουκούμι. Στο καφενείο κάθονταν με το ξύλο ο καφετζής κι
έδειχνε. Εσύ θα χορέψεις. Ήρτε η σειρά μου. Τώρα τι γίνεται. Μέσα στο παιχνίδι,
όλο Τσέτες, όπλα, μαχαίρια, κακό. Εμένα κόπηκε το αίμα μου. - Εγώ, λέω στον
καφετζή, δεν μπορώ, δεν ξέρω είμαι Μακεδονίτης. Κι εκείνος μου λέει. - Να μην έρχεσαι ή αν έρχεσαι να χορεύεις.
Σηκώθηκα και χόρεψα. - Βρε το μουατζήρ, είδες πώς χορεύει; λέγανε. Καθίσαμε
λίγο ακόμα. Ύστερα σηκωθήκαμε. Στο φρουραρχείο κοντά περνάει περίπολο. Πάλι
εμένα κόπηκε το αίμα μου. Ο σύντροφός μου στάθηκε ακόμα. Εγώ σηκώθηκα και τράβηξα στο μαντρί..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου