..........................................................
Ο Όμιλος Παπαναστασίου, πριν τη δικτατορία, η Δημοκρατική Άμυνα, στα χρόνια της δικτατορίας, ο σημιτικός εκσυγχρονισμός στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ συγκροτούν γενεαλογία ιδεών. Γενεαλογία αλλά και μεταλλαγή. Η θεωρία για τις δυο κουλτούρες, την εκσυγχρονιστική και την underdog, άδειασε τον εκσυγχρονισμό από το κοινωνικό του περιεχόμενο. Ο εκσυγχρονισμός έγινε ελκυστικός για πολλούς διανοούμενους της Aριστεράς –και δεν εξαιρώ βέβαια τον εαυτό μου–, όταν το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ ξεδίπλωσε την ελληνορθόδοξη ιδεολογία του. Ο σημερινός αρχηγός του υποστήριζε τον Χριστόδουλο στο θέμα των ταυτοτήτων, έναντι του τότε πρωθυπουργού. Τη δεκαετία του ’90, λοιπόν, το πασοκικό μοντέλο της δεκαετίας του ’80 αφενός είχε αποδιοργανωθεί και εμφανίσει όλες τις αντινομίες και τα προβλήματά του (θυμηθείτε το «βρόμικο» ’89), αφετέρου φαινόταν πλέον ασύμβατο με το νέο οικονομικο-κοινωνικό υπόδειγμα που άρχισε να γίνεται κανόνας στην Ευρώπη. Στο ρεύμα του εκσυγχρονισμού, λοιπόν, εκείνο που πρώτευε ήταν η προσαρμογή της οικονομίας στη νέα ορθοδοξία. Από την επίκληση του λαού στα 1980, στην επίκληση των τεχνοκρατών στα 1990.
Αυτό το ερώτημα με απασχολεί ακριβώς στο βιβλίο, όταν υποστηρίζω ότι η κρίση πρέπει να κατανοηθεί ως το αποτέλεσμα ταυτόχρονα της προσαρμογής και της μη προσαρμογής στην αλλαγή του παραδείγματος. Το παιχνίδι ήταν ματ — κι όχι μόνο για την Ελλάδα. Η κρίση είναι εργαλείο εξαναγκασμού σε προσαρμογή. Αλλά προσαρμογή στο νέο παράδειγμα σημαίνει ότι η κρίση εμπεδώνεται ως καθεστώς. Αυτό έγινε τώρα: πλήρης απογύμνωση της εργασίας από κάθε δικαίωμα. Ένας μισθός επιβίωσης, αν τον βρίσκεις, παροδικός, μέσα από εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων. Πρόκειται για μεγάλο ιστορικό φαινόμενο. Η εργατική τάξη, έπειτα από πάνω από έναν αιώνα αγώνων, κατακτήσεων, θεσμικών πλαισιώσεων μετατρέπεται σε ένα σύνολο ανδράποδων. Η εργασία, όπως οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, πουλιέται και αγοράζεται με το κομμάτι. Αλλάζει η φύση της κοινωνίας που γνωρίζαμε. Αλλάζει ο κύκλος ζωής των ανθρώπων. Εδώ πρέπει να τοποθετηθεί η Ελλάδα. Αυτή η αλλαγή γίνεται με την πλαισίωση του αφηγήματος του εκσυγχρονισμού. Η κρίση ήταν το παράθυρο ευκαιρίας για να καμφθούν οι αντιστάσεις, και μεγάλο μέρος των εκσυγχρονιστών, εγκλωβισμένο μέσα σε αυτό το αφήγημα, είδε στην τρόικα σαν την τελευταία ευκαιρία εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Εκσυγχρονισμός ως προς τι; Η Ανατολική Ευρώπη είναι πρωταθλήτρια αυτού του τύπου εκσυγχρονισμού. Ως αντίδραση όμως, αναπτύχθηκε ένας πόλος προσκόλλησης στο παλαιό παράδειγμα που απέρριπτε κάθε μεταρρύθμιση. Σήμερα όμως επιστροφή δεν υπάρχει. Οι πύλες πίσω μας έκλεισαν. Προφανώς χρειάζονται εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές — και φυσικά δεν εννοώ τη σημερινή πολιτική ερείπωσης της χώρας, όπου υπάρχει μια πειρατεία του όρου «μεταρρύθμιση». Το ζήτημα είναι ποιο παράδειγμα θα εννοηματώσει τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. Να η μέγιστη πρόκληση για την Αριστερά. Να δώσει καινούριο νόημα στον όρο «κοινωνική μεταρρύθμιση», όρο που της ανήκει ιστορικά.
Επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας: Αριστερά σε κρίσιμους καιρούς.*
Του Αντ. Λιάκου
Με αφετηρία το πρόσφατο βιβλίο του, μιλάει για τις
«βαριές σκουριές της Αριστεράς», τον εκσυγχρονισμό, την πολιτισμική
Αριστερά, την τεχνολογία, τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Επιστροφή της Κοκκινοσκουφίτσας,
με υπότιτλο «Η Αριστερά και πώς να την σκεφτούμε σε κρίσι-μους καιρούς»
μόλις κυκλοφόρησε από τη Νεφέλη. Περιέχει πέντε πολιτικά δοκίμια του
Αντώνη Λιάκου, παλιότερα και νεότερα, που απαντούν –με ερεθιστικό τρόπο–
στο αγωνιώδες και βασικό ερώτημα: Τι σημαίνει Αριστερά τον 21ο αιώνα; Συνέντευξη στον Στρατή Μπουρνάζο
Η «Κοκκινοσκουφίτσα», όπως μαθαίνουμε από τον τίτλο του βιβλίου, επιστρέφει. Πού και πώς επιστρέφει;
Aπό το παραμύθι στην πραγματικότητα· από τις μαγικές λύσεις στα
προβλήματα. O μύθος επιτρέπει μια αναπνοή, μια απόσταση. Είναι μια
πολυτέλεια. Σοκολατάκι εν ώρα εργασίας. Η Kοκκινοσκουφίτσα επιστρέφει
από μια εξαφάνιση δεκαετιών. Έχει κάνει τα μαθήματά της; Έμαθε καινούρια
πράγματα για να μας πει; Το τι μπορεί να είναι η Αριστερά σήμερα, καθώς
η κρίση παγιώνεται σε καθεστώς, είναι το αντικείμενο αυτού του μικρού
βιβλίου.
Υπάρχει μια νοσταλγική αναβίωση που δημιουργεί τον πειρασμό ανάγνωσης
της εποχής μας με όρους παλαιότερων. Το σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε
το ’73», τα μνημόνια ως νέα γερμανική κατοχή, η αναζήτηση «νέου ΕΑΜ»
είναι μερικά χτυπητά παραδείγματα. Η σκέψη με αναλογίες δημιουργεί ένα
χάρτη: εξάρτηση, υποτέλεια, ραγιαδισμός από εδώ, μικρός λαός που πολεμά
από εκεί — έναν χάρτη νοητικό και συναισθηματικό. Το «όπως τότε – έτσι
και τώρα» δημιουργεί ένα ηρωικό τύπο αντίληψης, προσωποποιεί πολύπλοκες
δυνάμεις και διαδικασίες, αποδίδει οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα σε
εθνικές στρατηγικές. «Μας επιβουλεύονται». «Αποικία χρέους». Αλάτισμα
με συνωμοσιολογία. Δε λέω, εύπεπτος τρόπος σκέψης, αλλά είναι σαν να
υπνοβατείς διασχίζοντας λεωφόρο.
Υπάρχουν και άλλες «σκουριές» στην Αριστερά, όπως η παράδοση
του σταλινισμού. Δεν μένω εδώ, μου φαίνεται αυτονόητο. Ας σταθούμε στην
παράδοση του «εκσυγχρονισμού», ως πολιτικό πείραμα και εργαλείο. Πώς
την αποτιμάς;
O εκσυγχρονισμός δεν είναι υπόθεση της δεκαετίας του 1990. Με
διαφορετικές λέξεις και όρους, εκφράζει ένα πλαίσιο στην ελληνική
πολιτική από τότε που η Ελλάδα έγινε κράτος. Και οι επαναστάτες που
μαζεύτηκαν στην Επίδαυρο, και ο Καποδίστριας, και οι Βαυαροί, επεδίωκαν
ένα κράτος όπως τα ευρωπαϊκά. Αυτό ήταν το πρότυπο. Στο βαθμό δηλαδή που
άλλαζαν τα πρότυπα στη Δυτική Ευρώπη, η Ελλάδα έτεινε, ή ήταν
υποχρεωμένη, να τα ακολουθεί. Βέβαια, πρόκειται για πρότυπα διαφορετικά,
περισσότερο ή λιγότερο αυταρχικά ή φιλελεύθερα. Και διαφορετικά κατά
εποχές. Στη δεκαετία του 1930, πολλοί προσέβλεπαν σε έναν εκσυγχρονισμό
μουσολινικής ή χιτλερικής έμπνευσης. Ο εκσυγχρονισμός επίσης ήταν
εκλεκτικιστικός. Μεταπολεμικά η Αριστερά μιλούσε για τον εκσυγχρονισμό
της παιδείας, την απαλλαγή της από σκοταδιστικές, καθαρευουσιάνικες και
εθνοθρησκευτικές αγκυλώσεις. Στη μεταπολίτευση ο εκσυγχρονισμός γίνεται
θεωρία ερμηνείας της νεοελληνικής Ιστορίας: από τη μια οι δυνάμεις της
συντήρησης και της αδράνειας, από την άλλη της προόδου και της αλλαγής.
Ο Όμιλος Παπαναστασίου, πριν τη δικτατορία, η Δημοκρατική Άμυνα, στα χρόνια της δικτατορίας, ο σημιτικός εκσυγχρονισμός στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ συγκροτούν γενεαλογία ιδεών. Γενεαλογία αλλά και μεταλλαγή. Η θεωρία για τις δυο κουλτούρες, την εκσυγχρονιστική και την underdog, άδειασε τον εκσυγχρονισμό από το κοινωνικό του περιεχόμενο. Ο εκσυγχρονισμός έγινε ελκυστικός για πολλούς διανοούμενους της Aριστεράς –και δεν εξαιρώ βέβαια τον εαυτό μου–, όταν το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ ξεδίπλωσε την ελληνορθόδοξη ιδεολογία του. Ο σημερινός αρχηγός του υποστήριζε τον Χριστόδουλο στο θέμα των ταυτοτήτων, έναντι του τότε πρωθυπουργού. Τη δεκαετία του ’90, λοιπόν, το πασοκικό μοντέλο της δεκαετίας του ’80 αφενός είχε αποδιοργανωθεί και εμφανίσει όλες τις αντινομίες και τα προβλήματά του (θυμηθείτε το «βρόμικο» ’89), αφετέρου φαινόταν πλέον ασύμβατο με το νέο οικονομικο-κοινωνικό υπόδειγμα που άρχισε να γίνεται κανόνας στην Ευρώπη. Στο ρεύμα του εκσυγχρονισμού, λοιπόν, εκείνο που πρώτευε ήταν η προσαρμογή της οικονομίας στη νέα ορθοδοξία. Από την επίκληση του λαού στα 1980, στην επίκληση των τεχνοκρατών στα 1990.
Από τη μεταπολίτευση η Ελλάδα ταξιδεύει σε δυο βάρκες: αφενός
οικονομία φθίνουσα, αφετέρου επέκταση των προσδοκιών. Πώς ισορρόπησε η
εξουσία; Με την επέκταση του κράτους και του δανεισμού. Πάνω στην
ισορροπία αυτή οικοδομήθηκε μια νέα νομενκλατούρα που συνέδεε ανθρώπους
των τραπεζών, των ΜΜΕ, προμηθευτές του δημοσίου, συνδικαλιστική
γραφειοκρατία, πολιτικούς. Χωρίς σχέδιο, με συμφύσεις και πανωσηκώματα.
Στη δεκαετία του ’90 οι εκσυγχρονιστές, για να λύσουν το δίλημμα, είπαν
(σαν τον Γκιζώ, που έλεγε στη μεταναπολεόντειο Γαλλία: «Πλουτίστε για να
γίνετε εκλογείς»): «Πλουτίστε για να εκσυγχρονιστεί η Ελλάδα». Φυσικά,
δεν υπήρξε εξυγίανση. Από το σκάνδαλο Κοσκωτά, στα σκάνδαλα
Τσοχατζόπουλου, πολλοί αναρωτιούνται: Πέτυχε ή απέτυχε ο εκσυγχρονισμός;
Η σημερινή κρίση έχει τις αιτίες της στον εκσυγχρονισμό ή στην αποτυχία του;
Αυτό το ερώτημα με απασχολεί ακριβώς στο βιβλίο, όταν υποστηρίζω ότι η κρίση πρέπει να κατανοηθεί ως το αποτέλεσμα ταυτόχρονα της προσαρμογής και της μη προσαρμογής στην αλλαγή του παραδείγματος. Το παιχνίδι ήταν ματ — κι όχι μόνο για την Ελλάδα. Η κρίση είναι εργαλείο εξαναγκασμού σε προσαρμογή. Αλλά προσαρμογή στο νέο παράδειγμα σημαίνει ότι η κρίση εμπεδώνεται ως καθεστώς. Αυτό έγινε τώρα: πλήρης απογύμνωση της εργασίας από κάθε δικαίωμα. Ένας μισθός επιβίωσης, αν τον βρίσκεις, παροδικός, μέσα από εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων. Πρόκειται για μεγάλο ιστορικό φαινόμενο. Η εργατική τάξη, έπειτα από πάνω από έναν αιώνα αγώνων, κατακτήσεων, θεσμικών πλαισιώσεων μετατρέπεται σε ένα σύνολο ανδράποδων. Η εργασία, όπως οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, πουλιέται και αγοράζεται με το κομμάτι. Αλλάζει η φύση της κοινωνίας που γνωρίζαμε. Αλλάζει ο κύκλος ζωής των ανθρώπων. Εδώ πρέπει να τοποθετηθεί η Ελλάδα. Αυτή η αλλαγή γίνεται με την πλαισίωση του αφηγήματος του εκσυγχρονισμού. Η κρίση ήταν το παράθυρο ευκαιρίας για να καμφθούν οι αντιστάσεις, και μεγάλο μέρος των εκσυγχρονιστών, εγκλωβισμένο μέσα σε αυτό το αφήγημα, είδε στην τρόικα σαν την τελευταία ευκαιρία εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Εκσυγχρονισμός ως προς τι; Η Ανατολική Ευρώπη είναι πρωταθλήτρια αυτού του τύπου εκσυγχρονισμού. Ως αντίδραση όμως, αναπτύχθηκε ένας πόλος προσκόλλησης στο παλαιό παράδειγμα που απέρριπτε κάθε μεταρρύθμιση. Σήμερα όμως επιστροφή δεν υπάρχει. Οι πύλες πίσω μας έκλεισαν. Προφανώς χρειάζονται εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές — και φυσικά δεν εννοώ τη σημερινή πολιτική ερείπωσης της χώρας, όπου υπάρχει μια πειρατεία του όρου «μεταρρύθμιση». Το ζήτημα είναι ποιο παράδειγμα θα εννοηματώσει τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. Να η μέγιστη πρόκληση για την Αριστερά. Να δώσει καινούριο νόημα στον όρο «κοινωνική μεταρρύθμιση», όρο που της ανήκει ιστορικά.
Γράφεις ότι η κεντροαριστερά κατασκευάζει μια ανύπαρκτη
εξιδανικευμένη σοσιαλδημοκρατία, η οποία της χρησιμεύει ως ταυτότητα.
Και, επίσης, ότι αν η εμπειρία αυτή ιστορικοποιηθεί, έχει μεγάλη σημασία
για μια μελλοντική αριστερή διακυβέρνηση στην Ελλάδα. Γιατί;
Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ότι ούτε το σοσιαλδημοκρατικό
παράδειγμα ούτε το κομμουνιστικό μπορούν σήμερα να λειτουργήσουν ως
υποδείγματα για τη σύγχρονη Αριστερά. Η ιστορικοποίηση, η κριτική
αποτίμηση γιατί ο κομμουνισμός κατέληξε σε μια δυστοπία, και επίσης
γιατί η σοσιαλδημοκρατία κατέληξε στην πλήρη προσαρμογή σήμερα στο νέο
μοντέλο οικονομίας, είναι ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν τη
σύγχρονη Αριστερά σε βάθος.
Η δεκαετία του 1990 είναι κομβική από τρεις πλευρές: Η
σοσιαλδημοκρατία, έως τότε, βασιζόταν στα εργαλεία του εθνικού κράτους.
Από τότε και έπειτα αρχίζουν να εκλείπουν, η αγορά παγκοσμιοποιείται,
μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα ανθρώπων και κεφαλαίων διαλύουν τα παλιά
κοινωνικά συμβόλαια. Η επανάσταση της αυτοματοποίησης, της ψηφιακής
τεχνολογίας και του διαδικτύου καταργεί μαζικά θέσεις εργασίας, αλλάζει
τη φύση της εργασίας, η βιομηχανία μεταναστεύει, νέες ανταγωνιστικές
δυνάμεις γιγαντώνονται στις άλλες ηπείρους, η πίεση του ανταγωνισμού από
το κόστος εργασίας είναι τεράστια. Τέλος, ο πληθυσμός της Ευρώπης
γερνάει. Περισσότεροι ηλικιωμένοι, περισσότερα χρόνια στη σύνταξη,
ακριβότερη συντήρηση. Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλειας και περίθαλψης
αντιμετωπίζουν το φάσμα κατάρρευσης. Στην κρίση αυτή ηγεμονεύει ο
νεοφιλελευθερισμός.
Η σοσιαλδημοκρατία προσπάθησε να διαχειριστεί τις νέες
πραγματικότητες (τρίτος δρόμος, μπλερισμός, δικός μας εκσυγχρονισμός)
και τελικά προσαρμόζεται πλήρως και χωρίς αστερίσκους. Το ερώτημα είναι
(και εδώ δεν μπορεί να διαφύγει κανείς) πώς θα αντιμετωπίσει κανείς
αυτές τις προκλήσεις, με ποια λογική, προς ποια κατεύθυνση. Η Αριστερά
δεν μπορεί να εφησυχάζει ότι έχει λύσεις. Αυτά που ήξερε, και μερικές
φορές επαναλαμβάνονται στερεοτυπικά και αυτόματα, δεν ισχύουν πλέον,
γιατί δεν υπάρχει η κοινωνία που ξέραμε. Πρέπει να επινοήσει λύσεις.
Ακόμη περισσότερο, πρέπει να συγκροτήσει ένα νέο παράδειγμα. Πάνω σε
αυτό κρίνεται η βιωσιμότητά της στον 21ο αιώνα. Αυτό που υποστηρίζει το
βιβλίο είναι ότι η Αριστερά, για να μάθει, πρέπει να ξεμάθει. Ή,
καλύτερα, να μάθει μέσα από την κριτική εκείνου που ξεμαθαίνει.
Αναφέρεσαι σε μεγάλες προκλήσεις για την Αριστερά του
21ου αιώνα, όπως τα δημοκρατικά δικαιώματα ή τα κινήματα της
αντιπαγκοσμιοποίησης. Θα σταθώ τις προκλήσεις που συζητάμε λιγότερο στην
Ελλάδα. Πρώτον, την πολιτισμική Αριστερά…
Η απειλή του ναζισμού στη χώρα μας, ο εκτεταμένος και έμπρακτος
ρατσισμός εναντίον των προσφύγων και των μεταναστών, ο εθνικισμός που
φτάνει και μέσα στις γραμμές της Αριστεράς, δείχνουν την ισχύ όχι των
παραδοσιακοτήτων, αλλά το πώς αυτές οι νοοτροπίες και οι ιδεολογίες βίας
και ισχύος διαπλέκονται με τις ηγεμονικές δυνάμεις, καθώς και πώς
διεισδύουν επίσης στο αντιηγεμονικό μπλόκ. Από την άποψη αυτή, ο
φεμινισμός, ο αντιεθνικισμός, η καταπολέμηση της ομοφοβίας, η
καλλιέργεια αποδοχής της διαφορετικότητας δεν αποτελούν κερασάκι στην
τούρτα. Στο πεδίο της κουλτούρας σμιλεύονται οι νέες ταυτότητες.
Επομένως, η κριτική της Αριστεράς στο πεδίο της κουλτούρας, δηλαδή η
πολιτισμική Αριστερά, αποτελεί ένα από τα κεντρικά πεδία της διαμάχης.
Δεν μπορεί κανείς να αδιαφορεί γι’ αυτά.
Και δεύτερον, τις πολιτικές διαστάσεις των τεχνολογικών αλλαγών, την ενσωμάτωσή τους στον κριτικό λόγο της Αριστεράς.
Ένα οικείο παράδειγμα, στο οποίο αναφέρομαι και στην Κοκκινοσκουφίτσα:
Διαβάζουμε σε μια πρόσφατη ανακοίνωση του Τμήματος Πολιτισμού του
ΣΥΡΙΖΑ: «να διατυπώσουμε αρχές και προτάσεις για μια νέα εθνική πολιτική
βιβλίου που θα το μετατρέψει από φτωχό συγγενή σε άξονα της πολιτιστικής μας πολιτικής και σε μοχλό για μια κοινωνική και πολιτιστική ανασυγκρότηση».
Το απόσπασμα αυτό, που θέλει να κάνει το βιβλίο άξονα πολιτισμικής
πολιτικής, δείχνει έναν εγκλωβισμό στην εποχή του έντυπου καπιταλισμού
και των εθνικών πολιτικών, ενώ ήδη βρισκόμαστε στην εποχή διαδικτύου,
της ψηφιακής εικόνας, των δωρεάν ηλεκτρονικών βιβλίων και των open
access περιοδικών που κινούνται από τη μία στην άλλη άκρη του πλανήτη.
Μοιάζει σαν διαμαρτυρία αντιγραφέων χειρογράφων στην εποχή του
Γουτεμβέργιου, με αίτημα να γίνουν τα χειρόγραφα μοχλός κοινωνικής
και πολιτισμικής ανασυγκρότησης! Είναι ένα μικρό παράδειγμα μιας
ευρύτερης αμηχανίας, την έχω αισθανθεί κι εγώ, απέναντι σε μια καινούρια
φάση της τεχνοεπιστήμης που αλλάζει τα κοινωνικά δεδομένα που
δημιούργησαν οι δυο προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις. Αμηχανία και
δυσπιστία εξαιτίας της ανεργίας που προκαλείται.
Η Αριστερά συνδέεται ιστορικά με τις αλλαγές στην τεχνοεπιστήμη. Αλλά
συνδέεται αμφίδρομα. Και ως αποτέλεσμα των μεταβολών, και ως προϊόν των
αντιδράσεων ή των αγώνων να τιθασευτούν αυτές οι μεταβολές. Η Αριστερά
του 20ού αιώνα σχετιζόταν με τη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση, την
παραγωγή αλυσίδας, τα μεγάλα συνδικάτα, την οργανωμένη και στεγανή αγορά
εργασίας. Τώρα αυτά μας τέλειωσαν. Το μέλλον εξαρτάται από το ποιος θα
ηγεμονεύσει στις τεχνοεπιστημονικές αλλαγές και σε ποια κατεύθυνση θα
τις οδηγήσει. Σήμερα, τις οδηγεί ένας συνασπισμός δυνάμεων ο οποίος
επιχειρεί μια εκτεταμένης κλίμακας αναδιανομή του πλούτου από τους
πολλούς στους λίγους.
Τελευταία ερώτηση, πιο άμεσα πολιτική. Είναι πολύ πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει κυβέρνηση. Τι θεωρείς κρίσιμο σε αυτή την προοπτική;
Την Αριστερά τη σπρώχνει στην εξουσία ένας συνδυασμός προσδοκιών και
οργής. Οι προσδοκίες αφορούν την αντιμετώπιση αφενός της ανεργίας και
της αναδουλειάς, αφετέρου της ανθρωπιστικής και υγειονομικής κρίσης, της
καλπάζουσας εκπτώχευσης του πληθυσμού. Η οργή αφορά τη διαφθορά, στην
αδιαφάνεια, στην ιδιοτέλεια, στην ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου,
στην ανικανότητα, στην εξαπάτηση, στη συνενοχή στο ρήμαγμα της χώρας. Η
Αριστερά πρέπει να δώσει προοπτική. Δεν αρκεί πλέον να διεκτραγωδούμε
την κρίση. Ούτε πείθουν οι εύκολες απαντήσεις. Λέξεις-κλειδιά για μένα
–τις λέω κωδικά– για να οικοδομηθεί αυτή η εμπιστοσύνη, είναι η
ειλικρίνεια, η εντιμότητα, η συναίσθηση των δυσκολιών, η αλλαγή του
ύφους και του ήθους διακυβέρνησης σε κάθε επίπεδο, η αλληλεγγύη και η
συντροφικότητα. Το ιστορικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η Αριστερά είναι
το εξής: Θα αποτελέσει την ιστορική αφετηρία αλλαγών που θα αναχαιτίσουν
την αθυρματοποίηση της κοινωνίας, επομένως θα την ανασυντάξει και θα
την οδηγήσει σε νέες τροχιές, ή θα αποτελέσει ένα ηρωικό παράδειγμα
αντίστασης και θυσίας, ένα ολόκαυστον;
*: Σ' αυτή τη συνέντευξη του κ.Λιάκου αναφέρεται η προηγούμενη ανάρτηση, (βλ. από κάτω) με την άποψη του κ. Απόστολου Διαμαντή. Ιδού λοιπόν πεδίον προβληματισμού και περίσκεψης λαμπρόν...!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου