.......................................................
Ας ριμάρουν τα ρημάδια
Μπερδεύεται καμιά φορά το
τηλεχειριστήριο, για να μην πω ότι αυτονομείται, κι αρχίζει να ζαπάρει
απ’ την αρχή. Πρώτα το Κανάλι της Βουλής, έπειτα Δ.Τ. κ.λπ. ΔουΤού; Μα
εμείς «έναντι ΝΕΡΙΤ» πληρώνουμε τη ΔΕΗ. Δεν το ξέρει αυτό ο κ. Καψής,
δημοσιογράφος άνθρωπος; Ή συμβαίνει ό,τι και με τα διόδια, όπου
πληρώνουμε σήμερα, και πολύ, για δρόμους που (δεν) θα έχουμε σε πέντε
χρόνια και απλώς συμβάλλουμε εκβιαζόμενοι στην επίλυση του προβλήματος
ρευστότητας που υποτίθεται ότι αντιμετωπίζουν οι εθνικοί εργολάβοι;
Ακόμα κι αυτό το μη κανάλι πάντως, τη Δ.Τ., το βρήκε πολύ αμφισβητησιακό
τις προάλλες ο υπουργός Εσωτερικών Γ. Μιχελάκης, πολιτευόμενος
δημοσιογράφος και αυτός. Και, επιτιθέμενος στους «συναδέλφους» του τού
καναλιού για τις... ασεβείς ερωτήσεις τους, έδειξε τι σόι δημοσιογραφία
ανέχεται: την αυτοταπεινούμενη, αυτήν που τη διεκπεραιώνουν
μαλιστάνθρωποι, κοινώς γιέσμεν. Δεν είναι ο μόνος ούτε στο
δημοσιογραφικό σινάφι ούτε στη συντεχνία των εξουσιαστών που έχει
τέτοιες ωραίες απόψεις.
Εκεί λοιπόν που έκανε την περιοδεία του το τηλεχειριστήριο, ακούω από τη Δ.Τ. (που την τιμώρησαν φορτώνοντάς της την ξοφλημένη Γιουροβίζιον) δυο στιχάκια-μάλαμα: «Τη μια μου παίζεις ροκ, την άλλη τσιφτετέλι, / παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη». «Οπα!» πήγα να φωνάξω, αλλά θυμήθηκα έγκαιρα ότι το «Οπα!» ήταν τίτλος άλλου γιουροβιζιονικού τραγουδιού προ ολίγων ετών. Εκείνο που δεν θυμόμουν είναι ότι και το πιστοποιητικό αυτό για την ευγένεια του γενεαλογικού μας δέντρου μάς το είχαν παράσχει διά της Γιουροβίζιον επίσης, προ ετών. Αλλά πολλών: το 1993. Οταν το τραγούδησε η κ. Καίτη Γαρμπή.
«Τη μια μου παίζεις ροκ, την άλλη τσιφτετέλι, / παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη». Μάλιστα. Πώς από τον πρώτο στίχο προκύπτει ο δεύτερος; Διά της απλής μεθόδου των τριών εικάζω, όπως εύληπτα απαθανατίζεται στην παροιμία «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο». Ή ίσως διά της εφαρμογής του δόγματος «ας ριμάρουν τα ρημάδια κι ας καούν τα παξιμάδια». Που παναπεί ότι αν στον πρώτο στίχο είχαμε ζεϊμπεκάκι αντί τσιφτετελίου, θα ήμασταν «παιδιά του Πλάτωνα και του Καραϊσκάκη». Αν πάλι είχαμε χάλι γκάλι, θα ήμασταν «παιδιά του Πλάτωνα, παιδιά του Νίκου Γκάλη». Κι αν ακούγαμε «τη μια μου παίζεις ροκ, την άλλη ρίχνεις τσάρλεστον», θα έπεφτε η συμπληρωματική βολή: «παιδιά του Πλάτωνα, παιδιά από γένος άριστον».
Σε κάθε περίπτωση, θα παραμέναμε παιδιά του Πλάτωνα. Της αρχαιότητας. Και μάλιστα του χρυσού αιώνα και της μεγαλεξανδρινής εικοσαετίας. Αυτή η σιγουριά θα μας φάει. Αν δεν μας έχει ήδη φάει. Με τη μεγαλειώδη ψευδαίσθηση που μας δημιούργησε ότι αρκούν αυτά τα διαπιστευτήρια για να πορευόμαστε ακόπως εις τους αιώνας των αιώνων, «ωραίοι σαν Ελληνες»· ή μάλλον «ωραίοι ως Ελληνες», όπως επιμένουν όσοι το ’βαλαν αμέτι μουχαμέτι να μάθουν γράμματα, αναδρομικά, στον Εγγονόπουλο.
Εκεί λοιπόν που έκανε την περιοδεία του το τηλεχειριστήριο, ακούω από τη Δ.Τ. (που την τιμώρησαν φορτώνοντάς της την ξοφλημένη Γιουροβίζιον) δυο στιχάκια-μάλαμα: «Τη μια μου παίζεις ροκ, την άλλη τσιφτετέλι, / παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη». «Οπα!» πήγα να φωνάξω, αλλά θυμήθηκα έγκαιρα ότι το «Οπα!» ήταν τίτλος άλλου γιουροβιζιονικού τραγουδιού προ ολίγων ετών. Εκείνο που δεν θυμόμουν είναι ότι και το πιστοποιητικό αυτό για την ευγένεια του γενεαλογικού μας δέντρου μάς το είχαν παράσχει διά της Γιουροβίζιον επίσης, προ ετών. Αλλά πολλών: το 1993. Οταν το τραγούδησε η κ. Καίτη Γαρμπή.
«Τη μια μου παίζεις ροκ, την άλλη τσιφτετέλι, / παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη». Μάλιστα. Πώς από τον πρώτο στίχο προκύπτει ο δεύτερος; Διά της απλής μεθόδου των τριών εικάζω, όπως εύληπτα απαθανατίζεται στην παροιμία «τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο». Ή ίσως διά της εφαρμογής του δόγματος «ας ριμάρουν τα ρημάδια κι ας καούν τα παξιμάδια». Που παναπεί ότι αν στον πρώτο στίχο είχαμε ζεϊμπεκάκι αντί τσιφτετελίου, θα ήμασταν «παιδιά του Πλάτωνα και του Καραϊσκάκη». Αν πάλι είχαμε χάλι γκάλι, θα ήμασταν «παιδιά του Πλάτωνα, παιδιά του Νίκου Γκάλη». Κι αν ακούγαμε «τη μια μου παίζεις ροκ, την άλλη ρίχνεις τσάρλεστον», θα έπεφτε η συμπληρωματική βολή: «παιδιά του Πλάτωνα, παιδιά από γένος άριστον».
Σε κάθε περίπτωση, θα παραμέναμε παιδιά του Πλάτωνα. Της αρχαιότητας. Και μάλιστα του χρυσού αιώνα και της μεγαλεξανδρινής εικοσαετίας. Αυτή η σιγουριά θα μας φάει. Αν δεν μας έχει ήδη φάει. Με τη μεγαλειώδη ψευδαίσθηση που μας δημιούργησε ότι αρκούν αυτά τα διαπιστευτήρια για να πορευόμαστε ακόπως εις τους αιώνας των αιώνων, «ωραίοι σαν Ελληνες»· ή μάλλον «ωραίοι ως Ελληνες», όπως επιμένουν όσοι το ’βαλαν αμέτι μουχαμέτι να μάθουν γράμματα, αναδρομικά, στον Εγγονόπουλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου