.............................................................
Η Κοιμισμένη Βασιλοπούλα
Η Κοιμισμένη Βασιλοπούλα
Μια φορά κ' έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και δεν είχαν παιδιά. Παρακαλούσαν μέρα νύχτα το θεό να τους χαρίσει ένα παιδάκι κι ο θεός άκουσε την προσευχή τους και τους έδωσε ένα κοριτσάκι.
Άμα ήρθε η τρίτη μέρα, ήρθαν τη νύχτα οι Μοίρες να μοιράνουν το παιδί.
Είπε λοιπόν η μια: Να γίνει όμορφη, που να μην υπάρχεο στον κόσμο άλλη τέτοια ομορφιά.
- Ναι, λέει η άλλη, μα σα γίνει δεκαοχτώ χρονών και πιάσει αδράχτι, να πεθάνει.
Λέει τότε η τρίτη:
- Όχι! Να μην πεθάνει, αλλά να κοιμηθεί εκατό χρόνια!
Ο βασιλιάς δεν κοιμόταν και τ' άκουσε και για να προφυλάξει την κόρη του από τέτοιο κακό, πρόσταξε να κάψουν όλα τ' αδράχτια μέσα στο βασίλειό του.
Το κορίτσι μεγάλωνε κι είχε απάνω του όλες τις χάρες και τις ομορφιές. Όλα πήγαιναν καλά. Όταν όμως έγινε δεκαοχτώ χρονών, μια μέρα που έλειπεν ο βασιλιάς κ' η βασίλισσα, η βασιλοπούλα με μιαν αρμαθιά κλειδιά στα χέρια γύριζε από τη μια κάμαρα στην άλλη και θάμαζε το παλάτι του πατέρα της. Έφτασε και σε μια μικρή καμαρούλα. Την άνοιξε μ' ένα σκουργιασμένο κλειδί και βρίσκει μέσα μια γριά ως εκατό χρονώ και έκλωθε με τ' αδράχτι.
- Καλημέρα, της λέει. Τι κάνεις κυρούλα;
- Κλώθω, παιδί μου, της λέει.
- Μα τι πράμα είναι αυτό που γυρίζει έτσι όμορφα; ρώτησε η βασιλοπούλα και θέλησε να πάρει τ' αδράχτι στα χέρια της να το ιδεί.
Δεν πρόφτασε να τ' αγγίξει κι αμέσως έκλεισε τα μάτια της κ' έπεσε σ' ένα ντιβάνι που ήταν εκεί κ' αποκοιμήθηκε. Την ίδια στιγμή αποκοιμήθηκε κι όλο το παλάτι: Ο μάγερας, όπως μαγείρευε με την κουτάλα στο χέρι, οι θυρωροί όρθιοι μπροστά στις πόρτες. Ακόμα και τ' άλογα και τα σκυλιά κ' οι γάτες, όλα αποκοιμήθηκαν κι αυτός ο βασιλιάς κ' η βασίλισσα, άμα πάτησαν το πόδι τους στο πλάτι, έπεσαν κι αύτοί και κοιμήθηκαν.
Απόμεινε λοιπόν το παλάτι σφαλιστό και δεν φαινότανε από τα κλαδιά και τους βάτους που βγήκαν γύρω-γύρω. Μόνο τ' απάνω-απάνω μέρος φαινόταν λίγο.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια. Μερικά βασιλόπουλα έρχονταν και πολεμούσαν να πηδήσουν το φράχτη και να μπουν με΄σα στο παλάτι, αλλά άδικα κοπίαζαν.
Αφού πέρασαν τα εκατό χρόνια, ένα βασιλόπουλο πέρασε κυνηγώντας από το μέρος εκείνο. Ρωτάει ένα γέρο που αντάμωσε και μαθαίνει την ιστορία της βασιλοπούλας.
Άμα τ' άκουσε το βασιλόπουλο, του άναψε ο πόθος να πηδήσει το φράχτη, να μπει μέσα στο κάστρο και να ξυπνήσει τη βασιλοπούλα.
Κι έτσι το πρωί της άλλης μέρας το βασιλόπουλο έρχεται κοντά στον φράχτη. Ο φράχτης άνοιξε δρόμο μονάχος του στο βασιλόπουλο κι αυτό ανοίγει την πόρτα της αυλής και μπαίνει μέσα. Τι να ιδεί: Τον μάγερα με την κουτάλα στο χέρι, τους θυρωρούς όρθιους μπροστά στις πόρτες να κοιμούνται, τα σκυλιά και τα γατιά πλαγιασμένα στην αυλή, τα περιστέρια απάνω στα κεραμίδια με τα κεφάλια τους μεσ' στα φτερά.
Μπήκε ύστερα μέσα στο παλάτι και καθώς ανέβαινε τις σκάλες, έβλεπε από τη μια μεριά κι από την άλλη ανθρώπους ξαπλωμένους να κοιμούνται. Μπαίνει σε μια κάμαρα και βρίσκει τον βασιλιά και τη βασίλισσα να κοιμούνται. Το ίδιο κι όλοι οι δούλοι κ' οι δούλες.
Στο τέλος φτάνει και στην καμαρούλα και βρ΄σικει τη βασιλοπούλα να κοιμάται στο ντιβάνι. Πάει κοντά, την βλέπει, βλεέπι την ομορφιά της και σκύβει πάνω από το κεφάλι της και τη φιλεί στο μάγουλο. Στη στιγμή η βασιλοπούλα άνοιξε τα μάτια της και είπε:
- Ώχου! Ποιος ήταν που με ξύπνησε και δε μ' άφησε να χορτάσω τον ύπνο μου;
Της λέει το βασιλόπουλο:
- Μα εκατό χρόνια κοιμόσουν και θέελις να κοιμάσαι ακόμα;
- Δεκαοχτώ χρονώ είμαι κ' εκατό χρόνια κοιμόμουν;
- Δεκαοχτώ χρονώ είσαι, μα κοιμόσουν εκατό χρόνια! της λέει το βασιλόπουλο.
Σηκώνεται λοιπόν αυτή, κατεβαίνουν μαζί κάτω και βρίσκουν τον βασιλιά και τη βασίλισσα. Είχαν ξυπνήσει κι αυτοί σαστισμένοι κοιτάζονταν. Άμα είδαν τη θυγατέρα τους χάρηκαν κ' έκαμαν μεγάλη χαρά.
Την ώρα εκείνη άρχισαν οι μουσικές, οι κανονιές. Αναστήθηκε το μαγεμένο παλάτι.
Ύστερα έκαμαν το γάμο, παντρεύτηκε το βασιλόπουλο με τη βασιλοπούλα, και ζήσαν εκείνοι καλά κ' εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου