Υπεύθυνος: Επιμέλεια: ΒΙΚΗ ΤΣΙΩΡΟΥ
Πολλά είναι τα νέα βιβλία που αυτή την εποχή, όπως κάθε Σεπτέμβρη, γεμίζουν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων και κάποια από αυτά συγκεντρώνουν το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού και των κριτών. Εκτός από το ήδη πολυσυζητημένο νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ, που έχει παρουσιαστεί και στον ελληνικό Τύπο, υπάρχουν και άλλα ξένων συγγραφέων που φαίνεται να ξεχωρίζουν. Ενα από αυτά, του κοινωνιολόγου Αλέν Τουρέν, ο οποίος στο βιβλίο του με τίτλο «Μετά την κρίση» εκφράζει την ανησυχία του για τη «σιωπή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής απέναντι στις μεγάλες αλλαγές που διαδραματίζονται στον κόσμο».
«Κανείς δεν προβλέπει τις μεγάλες οικονομικές κρίσεις», λέει ο Αλέν Τουρέν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Λε Μοντ», από όπου ξεχωρίζουμε κάποια σημεία της: «Οταν προκύπτουν, μας λένε πάντα ότι θα διορθωθούν. Αυτό σημαίνει πως δεν γνωρίζουν τίποτε, πως δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Αυτό είναι που με εκπλήσσει: Η όλο και πιο βαθιά σιωπή για όσα έχουν συμβεί. Το πλοίο από στιγμή σε στιγμή μπορεί να βουλιάξει, ενώ εμείς παίζουμε χαρτιά. Η κυβέρνηση, βέβαια, δεν παίζει μόνο χαρτιά, αλλά καταφέρνει να δημιουργήσει και μια εκκωφαντική σιωπή. Δεν έχει ιδέες, δεν έχει λέξεις».
Στις 4 και 7 Σεπτεμβρίου πολύ μεγάλες διαδηλώσεις εκδηλώθηκαν σε πολλές γαλλικές πόλεις: Η μία κατά της ξενοφοβίας, η οποία οργανώθηκε από τη Λίγκα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και προκλήθηκε από την απόφαση του Γάλλου προέδρου να απελαθούν οι Ρομά από τη χώρα. Η δεύτερη διαδήλωση είχε στόχο την απόσυρση του συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου, με το οποίο αυξάνονται τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση. Ο Σαρκοζί δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται την κατάσταση.
«Τι σκέφτεται να κάνει ο Σαρκοζί; Ποιοι είναι οι λόγοι της κρίσης; Εχουμε την εντύπωση πως μας χτύπησε ένα τεράστιο τσουνάμι και πως η γαλλική πολιτική έχει στριμωχτεί σε μια πισίνα.
Βγαίνουμε από την εποχή του κοινωνικού, όπως είχαμε βγει παλαιότερα από την εποχή του πολιτικού και πιο πριν από την εποχή του θρησκευτικού. Το θέμα είναι ότι ήρθε ένας μετεωρίτης που τον ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση και η οικονομία από τότε βρίσκεται εκτός ελέγχου. Αυτό σημαίνει πως το κοινωνικό, τα μεγάλα κόμματα, τα συνδικάτα, όλα αυτά δεν μετρούν πια καθόλου.
Η διαχείριση της οικονομίας εξαφανίστηκε. Το κοινωνικό κράτος θρυμματίστηκε. Από τη μια υπάρχει ο αμυντικός και επιθετικός κοινοτισμός. Από την άλλη, ένας ατομικισμός κατανάλωσης και αποκοινωνικοποίησης. Και στη μέση, μια πολιτική που έχει γίνει καθαρά επικοινωνιακή. Μια πολιτική που αποτελείται από λέξεις, εικόνες και κενό».
Τι μπορεί να κινητοποιήσει εκ νέου το κοινωνικό σώμα;
«Το ηθικής μορφής σκάνδαλο, όχι η ηθικολογία ή η ηθικοποίηση, αλλά το αφόρητο που μπορεί να προκαλέσει ένα κίνημα. Στη Γαλλία, έχουμε αρκετή παιδεία και παραδόσεις, είτε πρόκειται γι' αυτές του εργατικού κινήματος είτε του χριστιανισμού. Εχουμε μια ευαισθησία, σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις μας ή με τα δικαστήριά μας που συχνά κακοποιούν τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η απόρριψη του άλλου, ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο ρατσισμός που εξαπλώνεται μέσα από τον λόγο των νοικοκυραίων, ιδού τα θέματα, τα μεγάλα σκάνδαλα της άρνησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Τα μεγάλα κινήματα που μπορούν να αλλάξουν τη συλλογική ζωή μας προέρχονται από τους "κάτω". Η δημοκρατία προέρχεται από τη διαμαρτυρία, από αυτούς που δεν έχουν να φάνε, που δεν έχουν ελευθερία, που δεν μπορούν να εκφραστούν, που δεν εκπροσωπούνται. Σήμερα, όσο πιο κάτω κατεβαίνετε τόσο περισσότερη ζωντάνια συναντάτε.
Στη βάση διεκδικούμε δικαιώματα και από αυτή την άποψη το Διαδίκτυο είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Τα κύματα περνούν από άνθρωπο σε άνθρωπο, η συζήτηση, η αγανάκτηση διαδίδονται και επιτρέπουν στον κόσμο να αποκτήσει συνείδηση του σκανδάλου και να κινητοποιηθεί. Οταν ακούμε για βασανιστήρια ή ότι μια γυναίκα πρόκειται να λιθοβοληθεί, μπορούμε να κινητοποιήσουμε τους ανθρώπους. Πάρετε ως παράδειγμα το κίνημα του Νο Berlusconi Day, στην Ιταλία, ή το Move On, στις ΗΠΑ. Καμία οργάνωση, κανένα κόμμα ή συνδικάτο δεν υποστήριξε αυτές τις αντιδράσεις· το Διαδίκτυο, όμως, κινητοποίησε χιλιάδες ανθρώπους».
Ποιος είναι ο ρόλος του πολιτικού;
«Ο ρόλος του πολιτικού είναι να το βουλώσει και να ακούσει τι συμβαίνει εκεί κάτω. Θα ανακαλύψει πως έχουμε πολλά κοινά, τη χρήση της λογικής, της επιστήμης, της τεχνολογίας, της παραγωγής, τόσα μέσα τα οποία οφείλει να χρησιμοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο». *
Το παραποιημένο πορτρέτο ενός συγγραφέα
Μετά τους δύο τόμους «Σκηνές από τη ζωή ενός νέου» και «Σκηνές από τη ζωή ενός παιδιού» (και τα δύο μεταφρασμένα στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Διήγηση»), κυκλοφόρησε στη γαλλική αγορά το «Summertime», ο τρίτος, αυτοβιογραφικός -κατά μία έννοια- τόμος της ζωής του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Τζ. Μ. Κουτσί.
Πρόκειται για ακόμη ένα βιβλίο που πριν καλά καλά κυκλοφορήσει έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών και των κριτικών, αυτή την περίοδο της επιστροφής από τις διακοπές και της στροφής προς τα βιβλία.
Ο πιο διακριτικός από τους συγγραφείς, ο λιγομίλητος και ακριβοθώρητος, βραβευμένος με Νομπέλ το 2003, φαίνεται να αρχίζει να μιλά για τη ζωή του, με τον δικό του όμως τρόπο, μπλέκοντας εσκεμμένα το πραγματικό με τη μυθοπλασία.
Ο Κουτσί είναι ο ήρωας του ίδιου του βιβλίου του, αλλά νεκρός, και ένας νεαρός δημοσιογράφος ερευνά τη ζωή του συγκεντρώνοντας μαρτυρίες από πέντε πρόσωπα: τέσσερις γυναίκες και έναν άντρα. Υστερα από κάθε συνάντηση μαζί τους, η εικόνα για τον συγγραφέα αμαυρώνεται. Μαθαίνουμε ότι ήταν απεριόριστα εγωιστής, αναίσθητος, κακός εραστής, αποτυχημένος.
«Κάθε αυτοβιογραφία είναι μια άλλη βιογραφία», έλεγε ο Κουτσί σε μια συνέντευξή του, το 2002. Σήμερα, με το «Summertime» δεν μας προσφέρει ένα πορτρέτο του από αυτόν τον ίδιο, αλλά μέσα από πέντε γυναίκες. Ωστόσο, η τελική εικόνα που σχηματίζεται είναι αυτή ενός ανθρώπου αποτυχημένου και δειλού σε μια σκοτεινή Νότια Αφρική που ζούσε υπό το καθεστώς του απαρτχάιντ. Αναμιγνύει έντεχνα την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία για να εκφράσει το προσωπικό του άγχος σε μια εθνικά απομονωμένη κοινωνία.
Ηταν παντρεμένος
Πρόκειται όμως για ένα πορτρέτο παραποιημένο: Ο Κουτσί το 1972, χρονιά στην οποία τοποθετείται η «αυτοβιογραφία» του, δεν ζούσε μόνος με τον καταθλιπτικό πατέρα του, ούτε η μητέρα του είχε πεθάνει, όπως διαβάζουμε, αλλά ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ωστόσο, αυτό που μετρά είναι όσα λέει ο αληθινός συγγραφέας, ο Τζ. Μ. Κουτσί, ο θαυμαστής του Κάφκα και του Μπέκετ. Οχι τόσο για τις λεπτομέρειες της ζωής του που μας δίνει, αλλά για το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και εξελίχθηκε.
Αν και παραμένει διακριτικός σχετικά με τη δουλειά του, μας παρέχει τα κατάλληλα εργαλεία για να καταλάβουμε τις απόψεις του για τον κόσμο, εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του '70: απαισιόδοξες απόψεις για το μέλλον της χώρας του παρ' όλο που πιστεύει στον αγώνα των μαύρων.
«Η πολιτική δεν τον ενδιαφέρει καθόλου, την περιφρονεί», λέει μια πρώην σύντροφός του, στο βιβλίο, και προσθέτει: «Στα μάτια του Κουτσί οι άνθρωποι δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψουν την πολιτική γιατί είναι πολύ βολική ως θεατρική παράσταση, όπου μπορούμε να σκηνοθετούμε τα πιο αισχρά μας αισθήματα: το μίσος, τη μνησικακία, την πικρία, τον φθόνο, όλα τα αιμοχαρή συναισθήματα. Με άλλα λόγια, η πολιτική είναι ένα σύμπτωμα της αποτυχίας μας και εκφράζει την έκπτωσή μας».
Μια άλλη γυναίκα, πρόσωπο του μυθιστορήματος, ισχυρίζεται πως ο Κουτσί δεν είναι «απολίτικος», αλλά «αντι-πολιτικός», αφού παρά την αποστροφή του προς το σύστημα του απαρτχάιντ δεν ενώθηκε ποτέ με άλλους στρατευμένους συγγραφείς, μια κατηγορία που δεν συμπαθεί ιδιαίτερα. Ετσι, βρίσκεται απέναντι σε μια άλλη βραβευμένη με Νομπέλ Νοτιοαφρικανή συγγραφέα, τη Ναντίν Γκόρντιμερ, που αγωνίστηκε στο πλευρό του Νέλσον Μαντέλα, και τον Αντρέ Μπρινκ, που και οι δύο συνέβαλαν στη δεκαετία του '70 στο να αποκτήσει ο κόσμος συνείδηση της φρίκης του απαρτχάιντ. Μετά την «Ατίμωση», που πολλοί θεωρούν το κορυφαίο έργο του Κουτσί και στο οποίο περιγράφεται μια σκηνή ομαδικού βιασμού μιας λευκής από μαύρους ως μεταφορά της οδυνηρής αποικιακής και μετα-αποικιακής ιστορίας, το κλίμα γίνεται ασφυκτικό για τον συγγραφέα αφού οι οπαδοί του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου επιθυμούν από τους συγγραφείς να περιγράφουν μόνο το λαμπρό μέλλον της χώρας. Κατηγορούμενος για ρατσισμό, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Ν. Αφρική και εγκαθίσταται στην Αυστραλία, χώρα που μοιάζει πολύ με τη δική του, «αλλά χωρίς τα προβλήματά της».
«Σε μια κοινωνία αφεντικών και δούλων, κανείς δεν είναι ελεύθερος. Ο δούλος δεν είναι ελεύθερος γιατί δεν είναι ο κύριος του εαυτού του. Ο αφέντης δεν είναι, επειδή δεν μπορεί να κάνει χωρίς τον σκλάβο», έλεγε ο Κουτσί παλαιότερα. «Ο νους μου είναι εντελώς αδύναμος και βρίσκεται σε σύγχυση μπροστά στην οδύνη του κόσμου· και όμως, ακόμη και στα πέτρινα χρόνια η ανθρωπιά δεν φιμώνεται», έλεγε μερικά χρόνια αργότερα.
Πολλά από τα διηγήματά του διαβάζονται ως παραβολές, αλληγορίες αποσπασμένες από μια ιστορική πραγματικότητα, αλλά καταγράφουν με δύναμη την ηθική καταστροφή που πλήττει τους ανθρώπους και τον πολιτισμό σε καιρούς που κυριαρχούν η υποταγή και η καταπίεση: «Δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε αυτόματα να ερμηνεύουμε ή να προσπαθούμε να ερμηνεύουμε τη σκέψη μου με πολιτικούς όρους. Δεν είναι αναγκαίο να γνωρίζουν τις ιδέες μου για να καταλάβουν τα βιβλία μου», έλεγε παλαιότερα, ενώ δήλωνε και την αντίθεσή του στις διδαχές: «Μία από τις πιο περίεργες όψεις της λογοτεχνικής φήμης κάποιου είναι να αποδεικνύει τις ικανότητές του ως συγγραφέα και ως επινοητή ιστοριών, αλλά οι άνθρωποι ζητούν με έμφαση να κάνει διαλέξεις και να τους λέει τη γνώμη του για τον κόσμο».
Urkas: μια εθνότητα στο περιθώριο
Ενα άλλο βιβλίο που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον αυτή την εποχή στην Ευρώπη, λόγω κυρίως του ιστορικού πλαισίου στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή, είναι αυτό του Νικολάι Λίλιν με τον τίτλο: «Urkas».
Πρόκειται για το δεύτερο μυθιστόρημα, μετά το «Σιβηρική Εκπαίδευση» (κανένα από τα δύο δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά ακόμη, παρ' όλο που το δεύτερο διαβάζεται ήδη σε 40 διαφορετικές γλώσσες), ενός ρωσικής καταγωγής συγγραφέα, γεννημένου το 1980, οι στενοί συγγενείς του οποίου έζησαν στο περιθώριο της χώρας τους ως μια εγκληματική κοινότητα. Την ιστορία αυτών των ανθρώπων περιγράφει ο Λίλιν, από την Ιταλία όπου έχει εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια.
Στην κοινότητα αυτή -που πλέον έχει χαθεί- ανήκαν άνθρωποι που ο Στάλιν μετέφερε από τη Σιβηρία όπου είχαν εκτοπιστεί για πολιτικούς και άλλους λόγους, στην Υπερδνειστερία, μια στενή λωρίδα γης στριμωγμένη ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Μολδαβία. Το 1990 αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητη χώρα, χωρίς όμως να την αναγνωρίσουν άλλες χώρες μέχρι σήμερα, ενώ επίσημα θεωρείται περιοχή της Μολδαβίας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη χαρακτηρίζει μόνο «περιοχή παγωμένης διαμάχης».
«Η σιβηρική κοινότητα, μέσα στην οποία μεγάλωσα, προερχόταν από μία άλλη παλαιότερη που είχε αναπτύξει ένα αυτο-ρυθμιζόμενο σύστημα και αντιστεκόταν σε κάθε μορφής εξουσία -και όχι μόνο στη σοσιαλιστική- καθώς τα μέλη της είχαν πολεμήσει τον τσάρο και τη δουλεία του», λέει ο συγγραφέας στην εφημερίδα «Λε Μοντ».
«Στο πρώτο μου βιβλίο αφηγούμαι με ποιο τρόπο η αντίσταση κατά του κομμουνισμού μεταμόρφωσε την κοινότητα, τις παραδόσεις της, τους κοινωνικούς της κανόνες και την πορεία της προς τον θάνατο. Μεγάλωσα στην Υπερδνειστερία, όπου αυτή η κοινότητα υποχρεώθηκε από τη δικτατορία να εγκατασταθεί. Από παιδί ακόμη ήξερα πως θα πέθαινε. Οταν άρχισα να γράφω το βιβλίο μου συνειδητοποίησα πως η παράδοση τη βοήθησε να επιβιώσει, αλλά δεν θα μπορούσε στο τέλος να τη σώσει. Σε κάποιες περιστάσεις η επιβίωση μιας ξεριζωμένης κοινότητας είναι αδύνατη».
Το Urkas, με υπότιτλο: «Διαδρομή ενός τέλειου σιβηριανού εγκληματία», είναι ένα αυτοβιογραφικό έργο που μιλά για μια βίαιη κοινότητα που πολλοί θεωρούν εγκληματική.
«Δεν είμαι σίγουρος πως πρόκειται για μια πολύ βίαιη κοινότητα», λέει ο συγγραφέας. «Πρέπει να καταλάβουμε πως η Ρωσία είναι μια βίαιη χώρα. Το επίπεδο βίας ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή, αλλά υπάρχει παντού. Δεν νομίζω πως η κοινότητά μου ήταν ιδιαίτερα βίαιη. Μικρός μου άρεσε να ζω ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους. Ωστόσο, σήμερα αντιλαμβάνομαι πράγματι πως κάποιες καταστάσεις ήταν ακραίες. Οταν όμως ήμουν νεότερος όλα αυτά μου φαίνονταν φυσιολογικά. Σίγουρα υπήρχαν δολοφονίες, επιθέσεις, αλλά δεν τα παίρναμε όλα αυτά σαν τραγωδίες. Ηταν μέρος της καθημερινότητας. Ο θάνατος ήταν πάντα δίπλα μας, δεν μας τρόμαζε. Το ίδιο και οι καβγάδες στους δρόμους ήταν ένας συνηθισμένος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ μας. Δεν θεωρούμασταν εγκληματίες επειδή παλεύαμε».
Ποιοι είναι όμως οι Urkas;
«Δεν γνωρίζω ακριβώς. Ο παππούς μου έλεγε πως ήταν ένα έθνος. Γεννήθηκα στην Υπερδνειστερία και μεγάλωσα με αυτούς τους ανθρώπους που εξορίστηκαν κατά τη σταλινική περίοδο από τη Σιβηρία στην Υπερδνειστερία. Προσπάθησα στο βιβλίο μου να ξαναδημιουργήσω όλα αυτά, αλλά δεν ξέρω αν είναι όλα αληθινά, γιατί δεν βρήκα τίποτε στα αρχεία. Η λέξη Urkas αποτελεί σχεδόν βρισιά σήμερα στη Ρωσία και σημαίνει εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου. Εγώ έχω διαφορετική άποψη: Είναι μια κοινότητα που σήμερα έχει χαθεί και έχω την τύχη να μπορώ να μιλήσω γι' αυτήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου