...Δίπλα στο κρεβάτι της Σούγκαρ υπάρχει μια στοίβα βιβλία και περιοδικά. Στην κορυφή είναι το Ήξερε ότι δεν είχε δίκιο του Τρόλοπ, επίτομο, αλλά δεν πρόκειται να διαβάσει άλλο από δαύτο γιατί ξέρει πού το πάει ο συγγραφέας. Στην αρχή δεν ήταν τόσο κακό, αλλά τώρα ο Τρόλοπ έβαλε μέσα μια αποφασιστική γυναίκα την οποία ολοφάνερα απεχθάνεται, έτσι μάλλον θα την ταπεινώσει ή θα τη σκοτώσει προτού τελειώσει η ιστορία. Και έχει βαρεθεί την τελευταία ιστορία του Τρόλοπ σε συνέχειες, το Ο τρόπος που ζούμε τώρα / δεν πρόκειται να αγοράσει άλλες γιατί προμηνύεται να συνεχίζονται αιώνια και αυτή έχει σπαταλήσει ήδη αρκετά λεφτά. Δεν έχει ιδέα γιατί επιμένει να τον διαβάζει τον Τρόλοπ. Μπορεί η απουσία συναισθηματισμού στις ιστορίες του να είναι αναζωογονητική, αλλά κάνει πάντα ότι είναι με το μέρος των γυναικών και μετά αφήνει τους άνδρες να κερδίζουν. Αυτό κάνουν όλοι τους αυτοί οι μυθιστοριογράφοι, είτε άντρες είτε γυναίκες. Το παιχνίδι είναι στημένο. Και η τελευταία κυρία Ρίντελ είναι χειρότερη απ' όσο συνήθως και ούτε έχει εμφανιστεί εδώ και μήνες κάποια υποφερτή ιστορία σε συνέχειες στο Λάντον Τζέρναλ / μόνο σκουπίδια για φαντάσματα και πλαστές διαθήκες. Σε κάθε ιστορία που διαβάζει, οι γυναίκες είναι άνευρες, δειλές και αδύναμες και ανυπόφορα ενάρετες. Δεν τρέφουν μίσος, σκέφτονται μόνο το γάμο, δεν υπάρχουν από το λαιμό και κάτω, τρώνε αλλά ποτέ δεν χέζουν. Πού είναι οι αυθεντικές γυναίκες με σάρκα και αίμα στη σύγχρονη εγγλέζικη λογοτεχνία; Δεν υπάρχει ούτε μία!
Αποστρέφει το πρόσωπό της από τη στοίβα βιβλία και περιοδικά. Ήταν ανόητη που τ' αγόρασε. (Εντάξει, μερικά τα έκλεψε.) Γιατί να διαβάζει ιστορίες άλλων; Θα 'πρεπε να γράφει η ίδια τις δικές της. Το διάβασμα από τη φύση του είναι μια ομολογία ήττας, μια πράξη αυτοταπείνωσης / δείχνει ότι θεωρείς άλλες ζωές πιο ενδιαφέρουσες από τη δική σου. Η Σούγκαρ εύχεται ξαφνικά να μπορούσε να καθαρίσει την ψυχή της απ' όλες τις μυθιστορηματικές ηρωίδες για τις οποίες νοιάστηκε στη ζωή της και να ζητήσει πίσω όλες τις ώρες που σπατάλησε ανησυχώντας για κακότυχους εραστές και τραγικές παρεξηγήσεις. Όλα αυτά είναι απάτη, μια παράσταση κουκλοθεάτρου για τις αφελείς μάζες. Ποιος θα γράψει την αλήθεια αν όχι η ίδια; Κανένας.
Κι ας ανοίξουν οι πύλες, σκούζει η θεούσα,
Για μένα που τόσο έχω περιπλανηθεί
Βρώμικος, ποταπός και φορτωμένος
Με το βαρύ ετούτο κρίμα...
Η Σούγκαρ σκέφτεται να κατέβει τρεχάτη και ν' ανοίξει τις πύλες του μπορντέλου της κυρίας Κασταγουέι σ' αυτή την ηλίθια. Γιατί όχι και να τη σύρει μέσα; Να της γνωρίσει τη μυρωδιά του σπέρματος; Να τη φιλέψει μια γουλιά τζιν;
Μια γενναιόδωρη δόση χριστιανικής φιλοξενίας;
Αργά πλησιάζει πάλι στο παράθυρο και κοιτάζει κάτω την ψαλμωδό, που έχει σταματήσει τον ύμνο της και στέκεται ακίνητη με το κεφάλι σκυμμένο, σαν να προσεύχεται. Στην πραγματικότητα, έχει σκύψει για ν' ακούσει το παιδί της. Της λέει κάτι που δεν μπορεί ν' ακούσει η Σούγκαρ. Η μητέρα σκύβει κι άλλο, φανερά ενοχλημένη που δεν μπορεί ν' καταλάβει τα λόγια του παιδιού. Αυτό αρχίζει να μυξοκλαίει έχοντας προφανώς μπουχτίσει να στέκεται στο δυνατό φως και την παγωνιά και να τραγουδάει χωρίς ακροατές σ' ένα σοκάκι που βρομάει αλογίσιο κάτουρο.
Ύστερα από κάμποσα δευτερόλεπτα εκνευρισμού και ανταλλαγής φράσεων, η μητέρα ψάχνει στο καλάθι της και, από κάτω από τα θρησκευτικά φυλλάδια, βγάζει ένα μήλο. Το δίνει στο παιδί, που αρχίζει να κλαίει πιο δυνατά. Η μητέρα αρπάζει το χέρι του μικρού κοριτσιού και βάζει μέσα το μήλο, αλλά εκείνο το πιάνει αδέξια - κατά λάθος; επίτηδες; - και το φρούτο πέφτει χάμω. Μεμιάς, λες και πέφτοντας το μήλο έθεσε σε λειτουργία ένα μηχανισμό συνδεδεμένο με το μπράτσο της μητέρας, αυτή χαστουκίζει το παιδί, που, καθώς δεν ισορροπεί καλά, σκοντάφτει και πέφτει.
Η Σούγκαρ βρίσκεται στη σκάλα προτού προλάβει να το σκεφτεί. Είναι ξυπόλυτη, φοράει μόνο κορσάζ και τσαλακωμένη φούστα, και ούτε σκούφια ούτε σάλι / είναι μισόγυμνη με άλλα λόγια. Κατεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά αποφασισμένη να επιτεθεί στη θεούσα, να της σπάσει την άσχημή της τη μύτη, να την καρυδώσει, να της ανοίξει το κεφάλι στο λιθόστρωτο σαν παραγινωμένο πεπόνι.
Βγαίνει ορμητικά στο δρόμο από της κυρίας Κασταγουέι. Όμως η θεούσα και το παιδί έχουν φύγει...
(Σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου)
Α, κι ένα ελληνικό τραγούδι - μελοποιημένο ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη - που, νομίζω, ταιριάζει...
ΑΜΑΡΤΩΛΟ της Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881 - 1962)
Στη Σμύρνη Μέλπω,
Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό /
τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.
Ο τόπος μου ποιος ήταν; ποιοι οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με!
Σπίτι - πατρίδα έχω τα μπορντέλα.
Ως κ' οι πικροί μου χρόνοι οι παιδικοί μου,
θολές, σβησμένες ζωγραφιές,
κ' είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
Το σήμερα χειρότερο απ' το χτες
και τ' αύριο απ' το σήμερα θε νάναι.
Φιλιά από στόματ' άγνωστα, βρισιές,
κ' οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε.
Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει,
αρρώστειες, αμφιθέατρο του Συγγρού
κι ενέσεις 606.
Πνιμένου καραβιού σάπιο σανίδι,
όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ' από την κόλασή μου σου φωνάζω:
- Εικόνα σου είμαι, Κοινωνία, και σου μοιάζω!
τραγουδάει η Μαίρη Δαλάκου, βραβευμένη με το α' βραβείο στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας του 1982
Α, κι ένα ελληνικό τραγούδι - μελοποιημένο ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη - που, νομίζω, ταιριάζει...
ΑΜΑΡΤΩΛΟ της Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881 - 1962)
Στη Σμύρνη Μέλπω,
Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό /
τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.
Ο τόπος μου ποιος ήταν; ποιοι οι δικοί μου;
Αν ξέρω, ανάθεμά με!
Σπίτι - πατρίδα έχω τα μπορντέλα.
Ως κ' οι πικροί μου χρόνοι οι παιδικοί μου,
θολές, σβησμένες ζωγραφιές,
κ' είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου.
Το σήμερα χειρότερο απ' το χτες
και τ' αύριο απ' το σήμερα θε νάναι.
Φιλιά από στόματ' άγνωστα, βρισιές,
κ' οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε.
Γλέντια, καυγάδες ως να φέξει,
αρρώστειες, αμφιθέατρο του Συγγρού
κι ενέσεις 606.
Πνιμένου καραβιού σάπιο σανίδι,
όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ' από την κόλασή μου σου φωνάζω:
- Εικόνα σου είμαι, Κοινωνία, και σου μοιάζω!
τραγουδάει η Μαίρη Δαλάκου, βραβευμένη με το α' βραβείο στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας του 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου