............................................................
"...Η ίδια και η ίδια ιστορία."
Sofia Lampiki
Ξέρω
πως πολλοί θα με αποκαλέσουν "εθνοπυροβολημένη" αλλά εγώ θα το γράψω
γιατί μέσα στην Ιστορία μπορώ να αναγνωρίσω τις πράξεις Αντίστασης του
ανθρώπου απέναντι στην εξουσία.
Μεσολόγγι(1825-1826)
Ενώ οι αποδέλοιποι ελληναράδες σκοτώνονται σε εμφύλιους για το πως θα φάνε τις λίρες των 2 δανείων που σκλάβωσαν τη χώρα πριν καν ελευθερωθεί, κάποιοι τρελοί κλεισμένοι σε ένα χαμηλό τοιχάκι, αποκλεισμένοι πια από στεριά και θάλασσα, λένε ΟΧΙ.
Μαζί τους Ιταλοί καρμπονάροι που τυπώνουν και εφημερίδα μέσα στην πολιορκούμενη πόλη, μαζί τους συγγραφείς του Ρομαντισμού, μαζί τους Ευρωπαίοι παλαβοί που ήρθαν νομίζοντας πως θα βρουν τον Πλάτωνα και βρήκαν κάτι αγριεμένους Σουλιώτες με φουστανέλες, βρώμικους, αγροίκους, όλοι μαζί λένε όχι.
Δεν παραδινόμαστε.
Μα γιατί; λέει απέξω ο Κιουταχής, θα σας αφήσω να ζήσετε, να φύγετε όλοι, ακόμα κι οι πολεμιστές με τα όπλα τους.
ΟΧΙ.
Γιατί;
γιατί έτσι.
Μουλάρωσαν. Φάγανε ποντίκια, πτώματα, πεθαινανε από δυσεντερία, δεν είχαν νερό, ΟΧΙ, δεν είχαν πυρομαχικά, ΟΧΙ.
Όχι ρε μαλάκες, όχι.
Και όταν τέλειωσαν όλα, κάνανε γιουρούσι και πήγαν όλοι στην άλλη μεριά. Θάνατος, λύτρωση.
Και φτάσανε, γράφει η Ιστορία, τα μαντάτα πως έπεσε το Μεσολόγγι στην Εθνοσυνέλευση και ένα λεπτό μόνον σταμάτησε η φασαρία για τη μοιρασιά των Δανείων.
Αλλά οι ανώνυμοι έμειναν στην Ιστορία για την τρέλα τους, την αποκοτιά τους - μ΄αρέσει αυτή η λέξη -, όχι αυτοί που τρώγανε τα φράγκα των Αγγλογάλλων που μετά κυβέρνησαν και την Ελλάδα, αποικία, προτεκτοράτο.
Και από όλο το σκαρίφημα του Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Χρέος ήθελε να το ονομάσει ο σιορ Διονύσιος, τί ειρωνία!) κάθε φορά πιο συγκινητικό μετρώ το απόσπασμα για τις γυναίκες, τις Μεσολογγίτισες που ενώ ξενυχτούν το ετοιμοθάνατο παιδί μιας, απ το παράθυρο το ανοιχτό μπαίνουν οι μυρωδιές της άνοιξης και των φαγητών που ψήνουν οι Τουρκοι και γράφει:
"Ἀπόψε, ἐνῷ εἶχαν τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ δροσιά, μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ νεώτερη, ἐπῆγε νὰ τὰ κλείσει, ἀλλὰ μία ἄλλη τῆς εἶπε: «Ὄχι, παιδί μου· ἄφησε νὰ ῾μπεῖ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ φαγητά· εἶναι χρεία νὰ συνηθίσουμε».
Κι ἔτσι λέγοντας ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο, καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχυνότουν μέσα κι ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο.
Καὶ ἡ πρώτη εἶπε: «Καὶ τὸ ἀεράκι μας πολεμάει».
Μεσολόγγι(1825-1826)
Ενώ οι αποδέλοιποι ελληναράδες σκοτώνονται σε εμφύλιους για το πως θα φάνε τις λίρες των 2 δανείων που σκλάβωσαν τη χώρα πριν καν ελευθερωθεί, κάποιοι τρελοί κλεισμένοι σε ένα χαμηλό τοιχάκι, αποκλεισμένοι πια από στεριά και θάλασσα, λένε ΟΧΙ.
Μαζί τους Ιταλοί καρμπονάροι που τυπώνουν και εφημερίδα μέσα στην πολιορκούμενη πόλη, μαζί τους συγγραφείς του Ρομαντισμού, μαζί τους Ευρωπαίοι παλαβοί που ήρθαν νομίζοντας πως θα βρουν τον Πλάτωνα και βρήκαν κάτι αγριεμένους Σουλιώτες με φουστανέλες, βρώμικους, αγροίκους, όλοι μαζί λένε όχι.
Δεν παραδινόμαστε.
Μα γιατί; λέει απέξω ο Κιουταχής, θα σας αφήσω να ζήσετε, να φύγετε όλοι, ακόμα κι οι πολεμιστές με τα όπλα τους.
ΟΧΙ.
Γιατί;
γιατί έτσι.
Μουλάρωσαν. Φάγανε ποντίκια, πτώματα, πεθαινανε από δυσεντερία, δεν είχαν νερό, ΟΧΙ, δεν είχαν πυρομαχικά, ΟΧΙ.
Όχι ρε μαλάκες, όχι.
Και όταν τέλειωσαν όλα, κάνανε γιουρούσι και πήγαν όλοι στην άλλη μεριά. Θάνατος, λύτρωση.
Και φτάσανε, γράφει η Ιστορία, τα μαντάτα πως έπεσε το Μεσολόγγι στην Εθνοσυνέλευση και ένα λεπτό μόνον σταμάτησε η φασαρία για τη μοιρασιά των Δανείων.
Αλλά οι ανώνυμοι έμειναν στην Ιστορία για την τρέλα τους, την αποκοτιά τους - μ΄αρέσει αυτή η λέξη -, όχι αυτοί που τρώγανε τα φράγκα των Αγγλογάλλων που μετά κυβέρνησαν και την Ελλάδα, αποικία, προτεκτοράτο.
Και από όλο το σκαρίφημα του Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (Χρέος ήθελε να το ονομάσει ο σιορ Διονύσιος, τί ειρωνία!) κάθε φορά πιο συγκινητικό μετρώ το απόσπασμα για τις γυναίκες, τις Μεσολογγίτισες που ενώ ξενυχτούν το ετοιμοθάνατο παιδί μιας, απ το παράθυρο το ανοιχτό μπαίνουν οι μυρωδιές της άνοιξης και των φαγητών που ψήνουν οι Τουρκοι και γράφει:
"Ἀπόψε, ἐνῷ εἶχαν τὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ γιὰ τὴ δροσιά, μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ νεώτερη, ἐπῆγε νὰ τὰ κλείσει, ἀλλὰ μία ἄλλη τῆς εἶπε: «Ὄχι, παιδί μου· ἄφησε νὰ ῾μπεῖ ἡ μυρωδιὰ ἀπὸ τὰ φαγητά· εἶναι χρεία νὰ συνηθίσουμε».
Κι ἔτσι λέγοντας ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο, καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχυνότουν μέσα κι ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο.
Καὶ ἡ πρώτη εἶπε: «Καὶ τὸ ἀεράκι μας πολεμάει».
Τα κάναμε αυτά μούχλα κι όχι ζωντανή Ιστορία να περνά από γενιά σε γενιά.
Είναι που κυβέρνησαν τελικά αυτοί που παράτησαν τους Μεσολογγίτες στη μοίρα τους για να φάνε τα Δάνεια, τα δισέγγονά τους καταθέτουν στεφάνια στο Μεσολόγγι και κάνουν λιτανείες υποκρισίας.
Η ίδια και η ίδια ιστορία.
Είναι που κυβέρνησαν τελικά αυτοί που παράτησαν τους Μεσολογγίτες στη μοίρα τους για να φάνε τα Δάνεια, τα δισέγγονά τους καταθέτουν στεφάνια στο Μεσολόγγι και κάνουν λιτανείες υποκρισίας.
Η ίδια και η ίδια ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου