Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

"ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ", "AΓΑΠH" & "ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ" Τρία πεζά ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888 - 1944). Από το βιβλίο "Χαίρε Ναπολέων" του Τάκη Σπετσιώτη (εκδ. Άγρα, 1999)

.............................................................













   Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)








   ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ




ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.

   Το βλέπαμε συχνά, τα δειλινά, στα πιο βαθειά κι' απόμερα του δάσους, την ώρα που περνούσαμε μαζί, γυρνώντας απ' τον κήπο της Χιμαίρας.

   Ήταν μονάχο, μεσ' στα σκοτεινά, σαν ένα μαγικό, κλειστό παλάτι.

   Το βλέπαμε συχνά, τα δειλινά - κι' ωστόσο δεν τολμούσαμε να πάμε πιο κοντά. Δεν είχαμε σκεφτεί, ποτέ, να πάμε...

   Κι' όμως, ένα βράδι, ξαφνικά, νιώσαμε κι οι δυο τον ίδιο πόθο. Φωνάξαμε κι' οι δυο, με μια φωνή: - Πάμε στο σπίτι της Πραγματικότητας;...

   Και πήγαμε, μ' ανήσυχη καρδιά. Πήγαμε, μ' ένα φόβο στην καρδιά - κι' όμως τυφλοί και σαν υπνωτισμένοι!

   Κι' όλη τη νύχτα μείναμε σ' αυτό.

   Και την αυγή, σαν έφεξε καλά, κατέβηκα τη σκάλα για να φύγω.

   Γυρίζεις και μου λες:

   - Εγώ θα μείνω.

  Κι' έμεινες - έμεινες εκεί παντοτινά: Έμεινες εκεί, παντοτινά, στο σπίτι μέσα της Πραγματικότητας…

    Έκτοτε δε σ' απάντησα ποτέ, ποτέ μου πια. Ποτέ, ποτέ δε φάνηκες στο δρόμο μου. Σχεδόν έχω ξεχάσει τη μορφή σου...

   Ίσως, όμως, και ποτέ να μην υπήρξες! Μπορεί ποτέ, πραγματικά, να μην υπήρξες - μόνο να σε φαντάστηκα, μια νύχτα πυρετού, την ώρα που γυρνούσα μοναχός μου - μονάχος, απ' τον κήπο της Χιμαίρας... Ίσως, απλώς, να σ' έπλασα, μια νύχτα πυρετού και νοσταλγίας, - πράγματα συνηθισμένα σ' εμάς τους νυχτοβάτες, όπως ξαίρεις... 

                                                                        (1936)






·       «ΑΓΑΠΗ»

 
   ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΒΡΑΔΙ ΠΟΥ ΠΟΝΟΥΣΑ, γιατί δεν είχα τίποτε κοντά μου, να μ’ αγαπούσε, και να τ’ αγαπώ. Ήμουν έτσι μόνος, κι έτσι ξένος, σ’ ό,τι με περιστοίχιζεν, εκείνη τη βραδιά, που προσπαθούσα, μεσ’ τη μόνωσή μου, να πλάσω μιαν εικόνα, με το νου μου, που να μπορούσα να την αγαπήσω – να συλλάβω κάποιο σχήμα πλάνο, μια νοερή κι ασύλληπτην εικόνα, που να μπορούσα να την αγαπήσω, για να πιστέψω πως δεν είμαι μόνος, εκείνη την αλλόκοτη βραδιά…

   Και λαχταρούσα, και βασανιζόμουν, να δώσω σάρκα στη νεκρήν εικόνα, γιατί με τυραννούσε μιαν αγάπη – αγάπη που ζητούσε την αγάπη – κι’ ήμουν τόσο μόνος, τόσο ξένος, τόσο πικρός κι εγκαταλελειμμένος, τόσο πικρός εκείνη τη βραδιά!

   Κι ο πόθος μου δεν έπαιρνε μορφή, κι’ ήταν απλωμένος, δίχως σχήμα, σε μιαν υγρή και βραδυνήν ομίχλη, τριγύρω σ’ ένα τέλμα πεθαμένο, την ώρα την επίσημη, που πέφτει το βράδι τόσο μελαγχολικά!

   Ήταν απλωμένος, δίχως σχήμα, σαν τα βραδινά, χαμένα νέφη, που προσπαθούν, πριν έρθη το σκοτάδι, και να τ’ αφανίση τελειωτικά, ν’ αποκρυσταλλωθούν σε μιαν εικόνα, ν’ αποκτήσουν σχήμα και μορφή, για να μπορούν να πουν πως έχουν ζήσει, πως έχουν γίνει κάτι, πριν πεθάνουν, κι’ ας ήταν η ζωή τους μια στιγμή…

   Κι’ ήταν ένα βράδι, που πονούσα, γιατί δεν είχα τίποτα κοντά μου, να μ’ αγαπούσε και να τ’ αγαπώ. Ήμουν έτσι μόνος, κι’ έτσι ξένος, - έτσι πικρός κι’ εγκαταλελειμμένος -, που δεν υπήρχε τίποτε, στον κόσμο, καμμιάν εικόνα και μορφή, και σχήμα, να μου κατασιγάση την οδύνη, του πώς υπήρξα, κάποτε, κι’ εγώ, του πώς υπήρξα, μέσα στη ζωή!...



                                                                                                                                                                           (1944)




         ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ


   ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ, δε σταμάτησε, στο μικρό κι’ απόμερο σταθμό. Και γιατί να σταματήση τάχα; Κανένας ταξιδιώτης δεν περίμενε, για ν’ ανεβή στο τραίνο που περνούσε, - κι’ ούτε κανένας άλλος ταξιδιώτης, ήταν μέσα, για να κατεβή.
   Και το τραίνο πέρασε, χωρίς να σταματήση, με το βαρύ του μαύρο μυκηθμό, με τη βροντή του και με τον καπνό του, με τ’ αγκομαχητό της μηχανής του, σα μια ξαφνική, γιομάτη τρόμο, κι’ απραγματοποίητη φοβέρα, - σαν ένα βροντερό, γοργό, μεγάλο, λαχανιασμένο πύρινο στοιχειό…
   Κι’ όλ’ η γη τρεμούλιαξε στο μαύρο πέρασμά του…
   Κι’ ήθελα ν’ ανεβώ σ’ αυτό το τραίνο, που πέρασε χωρίς να σταματήση, πόθησα τόσο, Θε μου, ν’ ανεβώ, - γιατί τα τραίνα που περνούν και σταματούνε, που παίρνουν, καν αφίνουν ταξειδιώτες, δε μιλούν ποτέ μέσ’ στην ψυχή μου, με την ταχτική, τη μετρημένη, μονότονή τους καθημερινότητα, - δεν έχουν τίποτε να πούνε στην ψυχή μου, που να μην το ξαίρω, που ν’ αλλάζη τον πληχτικό μου τόνο της ζωής…
   Ήθελα να μπω σ’ αυτό το τραίνο, που πέρασε γοργό σαν αστραπή, - γιατί μπορεί, μέσα σ’ αυτό το τραίνο, που πέρασε χωρίς να σταματήση, με τη βροντή του και με τον καπνό του, νάβρισκα τη λέξη που μου λείπει, - τη μεγάλη λέξη που δεν ξαίρω, και που θα μπορούσε να μου λύση, μέσ’ στην ορμή του και τον ίλιγγό του, το βαθύ μας αίνιγμα, το γρίφο, - κι όλη την απορία της ζωής…

                                                                                 (1944)




 Τρία πεζά ποιήματα του Ναπολέοντα Λαπαθιωτη (1888-1944) από το βιβλίο του Τάκη Σπετσιώτη "Χαίρε Ναπολέων" (εκδ. Άγρα, 1999) και τα "ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ" (Ανθολόγιο 63 Πεζών Ποιημάτων του Ναπ.Λαπαθιώτη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: