...............................................................
Νάνος Βαλαωρίτης (γ. 1921)
H Τελευταία μου εμφάνιση
Ένα πρωί που πήγαινα να χτενιστώ
δεν ήμουν στον καθρέφτη, του λουτρού ούτε στου σαλονιού
Μονάχα ένα βαθούλωμα στο χτεσινοβραδινό το στρώμα οπού κοιμήθηκα αγγελικά ολομόναχος
Κανένας δεν με πρόσεξε σαν βγήκα από το σπίτι μου
Κανένας δεν μου μίλησε στο δρόμο απ’ τους γνωστούς μου
Κανένας
δεν με πήρε είδηση όταν έμπαινα σε μια μεγάλη Τράπεζα για ν’ αποσύρω
χρήματα Έτρεξα σ’ ένα φίλο μου — κουδούνισα και μου άνοιξε
Με κοίταξε κατάματα σαν να κοιτάει έναν ξένο
Και βρόντηξε την πόρτα με θυμό στα μούτρα μου
σαν να μην ήτανε κανείς εκεί οπού στεκόμουνα
Ξανακουδούνισα μισάνοιξε και φώναξε: Ποιος είναι;
Γιατί φοβότανε να δει ποιος ήταν αν ήταν όποιος ήταν
Στο τμήμα πού ειδοποίησε τον πήραν για τρελό
Στο τρελοκομείο τον πήγανε δεμένο σηκωτό
Την ώρα πού τον παίρνανε εγώ ξανακουδούνισα
«Ακούστε» τους λέει ουρλιάζοντας «Ακούστε το κουδούνι»
Η γυναίκα του δήθεν έκλαιγε κάνοντας το σταυρό της
«Εγώ, εγώ το χτύπησα» είπε, δήθεν καταλάθος – Τάχατες για να τον σώσει
αλλά στο βάθος Ενθουσιασμένη επειδή γι’ αυτόν δεν είχε αγάπη
Κι όλοι χαμογελάσανε με ειρωνική συμπόνοια «Θα μου το πληρώσεις» φώναξε «Άτιμη, ψεύτρα»
Από την ώρα εκείνη έσπασα τα κουδούνια Όλη νύχτα κουδουνούσα να την τρελάνω αλήθεια
Και πήρε χάπια κι αυτοκτόνησε στην κάμαρα της
Όταν ο φίλος της αρνήθηκε να συμπαρασταθεί
– Πήγα με μια αγοραία γυναίκα σ’ ένα ξενοδοχείο
Ο ξενοδόχος χασμουρήθηκε και συνεννοημένος σήκωσε τους ώμους του και της πέταξε ένα κλειδί
«Με συνοδεύει η φωνή ενός Κυρίου» φώναξε η γυναίκα
Ανεβήκαμε και της μουρμούρισα στ’ αυτί «κακό κορίτσι»
Όταν
ξυπνήσαμε τ’ άλλο πρωί είχε κοκκαλώσει σαν να ‘χε μείνει όλη νύχτα με
θερμοκρασία δεκαεφτά βαθμούς Κελσίου κάτω απ’ το μηδέν
Λίγο αργότερα έγραψα με άλλο όνομα ένα βιβλίο
Το τύπωσα κρυφά σ’ ένα τυπογραφείο τη νύχτα
όταν κανείς δεν μ’ έβλεπε να εργάζομαι σκυμμένος –
Και είχε σκάνδαλα πολλά για κείνους που δεν χώνευα
Μαντέψανε ποιος τα ‘λεγε απ’ τις περιγραφές μου
Και μερικοί μαζεύτηκαν για να μου κάνουν μήνυση όταν τους είπανε πώς δεν υπάρχω
— οι δικηγόροι – τα παρατήσανε μην μπλέξουν με το «Παράλογο»
Όπως η γάτα ντύθηκα και πήγα στο χορό
Όλοι με κοίταζαν σαν να μην ήμουνα εγώ «Τον είδες; Τον είδες; Ποιος να ‘ναι άραγες;
Ποιος να ‘ναι;» Κουτσομπολεύανε καθώς απ’ τα τραπέζια μ’ έβλεπαν
«Μα πώς δεν τον θυμάσαι αφού παίζαμε μικρές μαζί του;»
«Πωπώ πώς άλλαξε καλέ — δεν είναι δυνατόν να είναι αυτός!»
Και χλώμιασαν και βγήκανε να πάρουν λίγο αέρα — ενώ η ορχήστρα έπαιζε ένα βαλς hesitation –
Είδα σ’ ένα μαγαζί ενός γκαράζ μια φιλενάδα μου ν’ αγοράζει με τον καινούριο φίλο της εφημερίδα
Τα μάτια της μεγάλωσαν κι άρχισε να τρέμει ολόκληρη
«Τί έπαθες» της λέει ο φίλος της «κι άσπρισες σαν πανί;»
Έφυγαν και ξέχασαν να πάρουν τ’ αυτοκίνητο
Μπήκα και τ’ οδήγησα λιγάκι παρακάτω –
Έτρεξε να παραιτηθεί του μαγαζιού ο υπάλληλος
Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί και για ποιο λόγο ανέβηκα στον ουρανό και άπλωσα τα χέρια μου
Άλλοι με βλέπαν σύννεφο κι άλλοι εσταυρωμένο
Καπέλο χωρίς πρόσωπο γιακάς χωρίς λαιμό —
Και τα μαλλιά μου αστράφτανε απ’ τις αχτίδες του ήλιου
Όταν μ’ είδαν οι άνθρωποι συνάχτηκαν και μ’ έδειχναν
Και φώναζαν πως θα ‘ρχονταν η Κρίση η τελευταία
Κι ο ένας τον άλλον έβγαζε ηλίθιο ή παράφρονα
Κι έτσι κανείς δεν πίστεψε στην ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΜΟΥ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου