Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

«Η νυχτερίδα» - διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο από τη συλλογή διηγημάτων «Γυμνή ζωή» (μτφ. Κατερίνα Γλυκοφρύδη, εκδ. Καστανιώτης,1989)

..............................................................












 Λουίτζι Πιραντέλο
(1867 - 1936)

















·       «Η νυχτερίδα»


διήγημα  του Λουίτζι Πιραντέλο από τη συλλογή διηγημάτων «Γυμνή ζωή» (μτφ. Κατερίνα Γλυκοφρύδη, εκδ. Καστανιώτης, 1989) 






   Όλα εντάξει. Το έργο…ε, τίποτα το καινούριο που να ενοχλήσει ή να εξοργίσει τους θεατές. Έχει μονταριστεί με τον ωραίο  μηχανισμό των «εφέ». Ένας μεγάλος αρχιερέας μεταξύ των ηρώων: η Εξοχότητά του ο καρδινάλιος στα κόκκινα, που φιλοξενεί σπίτι του μια κουνιάδα χήρα και φτωχή, με την οποία πριν πάρει το δρόμο του εκκλησιαστικού επαγγέλματος ήταν ερωτευμένος. Μια κορούλα της χήρας, σε ηλικία γάμου, που η Εξοχότητά του θέλει να παντρέψει μ’ ένα νέο προστατευόμενό του που τον έχει σπίτι από μικρό, στα χαρτιά γιο ενός παλιού του γραμματέα, αλλά στην πραγματικότητα… τέλος πάντων, καλά, ένα παλιό ολίσθημα της νιότης, που δεν μπορείς τώρα να το καταλογίσεις σ’ ολόκληρο αρχιερέα και μάλιστα με την ωμότητα που χαρακτηρίζει πάντα μια επιπόλαιη περίληψη κειμένου όταν στο κάτω κάτω, με τα «εφέ» όλης της δεύτερης πράξης, υπάρχει εκείνη η μεγαλειώδης σκηνή με την κουνιάδα στο σκοτάδι, ή καλύτερα στο φως του φεγγαριού που πλημμυρίζει τη βεράντα, όπου η Εξοχότητά του, πριν αρχίσει την εξομολόγηση, διατάζει τον πιστό του υπηρέτη: «Τζιουζέπε, σβήσε τα φώτα». Όλα εντάξει, τέλος πάντων. Οι ηθοποιοί όλοι στη θέση τους, όλοι ερωτευμένοι με το ρόλο τους. Ακόμη κι η νεαρή Γκαστίνα, ναι. Πολύ, πολύ ευχαριστημένη, ευχαριστημένη με το ρόλο της φτωχής και ορφανής ανιψιάς, που φυσικά ούτε που θέλει ν’ ακούσει για γάμο με τον προστατευόμενο της Εξοχότητάς του και φτάνει σε κάτι άγριες εκρήξεις, που στη νεαρή Γκαστίνα αρέσουν πολύ γιατί υπόσχονται χαλασμό χειροκροτημάτων.

   Για να μακρηγορούμε, περισσότερο ευχαριστημένος στην αγωνιώδη αναμονή του για μια σπουδαία επιτυχία της καινούριας του κωμωδίας ήταν ο Φαουστίνο Περέζ, ο οποίος δεν μπορούσε να είναι παρών την παραμονή της παράστασης.

   Ήταν, όμως, η νυχτερίδα.

  Μια καταραμένη νυχτερίδα που κάθε βράδυ, την εποχή εκείνη των παραστάσεων στην Εθνική μας Σκηνή, ή έμπαινε από τα ανοίγματα στο γείσο της σκεπής ή ξεσηκωνόταν σε κάποια δεδομένη ώρα απ’ τη φωλιά που θα ‘πρεπε να ‘χε κάνει εκεί πάνω, ανάμεσα στις σιδεριές και τα δοκάρια, κι άρχιζε να φτεροκοπά σαν τρελή, όχι γύρω απ’ τον τεράστιο πολυέλαιο της αίθουσας πάνω απ’ τα κεφάλια των θεατών εφόσον κατά τη διάρκεια της παράστασης τα φώτα ήταν σβηστά, αλλά εκεί όπου έπεφτε το φως του προσκήνιου και της κουίντας, δηλαδή εκεί, πάνω στο παλκοσένικο, απέναντι ακριβώς από τους ηθοποιούς.

   Η νεαρή Γκαστίνα είχε για τις νυχτερίδες ένα τρελό φόβο. Τρεις φορές κόντεψε να λιποθυμήσει τις περασμένες βραδιές βλέποντάς τη να περνά ξυστά κάθε φορά από το πρόσωπό της, τα μαλλιά, μπρος απ’ τα μάτια της, και την τελευταία φορά – Θεέ μου, τι σιχαμάρα! – μέχρι να της αγγίξει το στόμα με κείνη τη γλοιώδη μεμβράνη που συρίζει. Ήταν θαύμα πώς συγκρατήθηκε και δεν άρχισε να ουρλιάζει. Το τέντωμα των νεύρων που την ανάγκαζε να στέκει εκεί ακίνητη να λέει το ρόλο της, ενώ χωρίς να το θέλει της ερχόταν να παρακολουθεί με τα μάτια, κατατρομαγμένη, το πέταγμα αυτού του σιχαμερού ζώου και τόσο δεν τ’ άντεχε που της ερχόταν να φύγει απ’ τη σκηνή και να πάει να κλειστεί στο καμαρίνι της, λοιπόν αυτό το τέντωμα των νεύρων την απέλπιζε τόσο, μέχρι να δηλώσει πως τώρα πια, μ’ αυτή τη νυχτερίδα, αν δεν βρεθεί μια λύση να την εμποδίζουν να έρχεται και να στριφογυρίζει στη σκηνή κατά τη διάρκεια του έργου, αυτή πια δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της για το τι θα έκανε κατά τη διάρκεια της παράστασης κανένα βράδυ.

   Είχε την πεποίθηση πως η νυχτερίδα δεν έμπαινε απ’ έξω αλλά είχε διαλέξει για κατοικία της τα καδρόνια στην οροφή του θεάτρου, απ’ το γεγονός ότι το προηγούμενο βράδυ, στην πρώτη παράσταση του καινούριου έργου του Φαουστίνο Περέζ, όλα τ’ ανοίγματα επάνω είχαν μείνει κλειστά κι όμως, τη συνηθισμένη ώρα, είδαν τη νυχτερίδα να σπαθίζει γύρω με το απελπισμένο της πέταγμα, όπως όλες τις βραδιές.

   Λοιπόν, ο Φαουστίνο Περέζ, κατατρομοκρατημένος για τη μοίρα του καινούριου του έργου, παρακάλεσε, εξόρκισε τον ιμπρεσάριο και τον πρωταγωνιστή να βάλουν τρεις τέσσερις εργάτες ν’ ανέβουν στη σκεπή, έστω και με δικά του έξοδα, για να χαλάσουν τη φωλιά και να διώξουν αυτό το τόσο αδιάκριτο ζώο. Αλλά αυτοί τον είπανε τρελό. Συγκεκριμένα ο πρωταγωνιστής έγινε έξω φρενών με αυτή την πρόταση, διότι είχε βαρεθεί, βαρεθεί, βαρεθεί αυτό τον ηλίθιο φόβο της δεσποινίδος Γκαστίνα για τα περίφημα μαλλιά της.

   -Αυτό είναι: τα μαλλιά! Δεν καταλάβατε ακόμη; Την πληροφόρησαν πως αν παρ’ ελπίδα της χτυπήσει το κεφάλι η νυχτερίδα με τα φτερά της που δεν ξέρω τι γλίνα έχουν επάνω τους, δε θα ήταν δυνατό να της την ξεκολλήσουν μετά, παρά μόνο αν της κόψουν τα μαλλιά. Καταλαβαίνετε; Δε φοβάται τίποτε άλλο. Αντί να ενδιαφερθεί για το ρόλο της, να βυθιστεί μέσα του, τόσο τουλάχιστον όσο να μη σκέφτεται παρόμοιες βλακείες…

   Βλακείες τα μαλλιά μιας γυναίκας; Τα θαυμάσια μαλλιά της νεαρής Γκαστίνα; Ο φόβος του Φαουστίνο Περέζ, με την οργή του πρωταγωνιστή, εκατονταπλασιάστηκε. Ω, Θεέ! Ω, Θεέ! Εάν πραγματικά η μικρή Γκαστίνα έτρεμε γι’ αυτό, το έργο του ήταν χαμένο.

   Για να πεισματώσει τον πρωταγωνιστή, η νεαρή Γκαστίνα, πριν αρχίσει η γενική δοκιμή, καθώς καθόταν σταυροπόδι με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο γόνατο και τη γροθιά κάτω από το σαγόνι, ρώτησε σοβαρή σοβαρή τον Φαουστίνο Περέζ μήπως ήταν δυνατόν η φράση του Εξοχότατου που λέει στη δεύτερη πράξη, «Τζιουζέπε, σβήσε τα φώτα», να επαναληφθεί, αναγκαστικά βέβαια, και σε κάποια άλλη φάση κατά τη διάρκεια της παράστασης, αφού δεν υπάρχει άλλο μέσο για να πεισθεί μια νυχτερίδα να βγει από ένα δωμάτιο όπου είχε μπει, παρά μόνο αν σβήσουν τα φώτα.

   Ο Φαουστίνο αισθάνθηκε να παγώνει.

   -Όχι, όχι, το λέω στα σοβαρά, αλήθεια. Γιατί… συγνώμη, Περέζ, γιατί θέλετε σώνει και καλά με το έργο σας μια αυταπάτη και όχι την πραγματικότητα;

   - Αυταπάτη; Όχι κι αυταπάτη, δεσποινίς. Η τέχνη δημιουργεί μόνο πραγματικότητα.

   - Α, για σταθείτε. Ε, λοιπόν, εγώ σας λέω πως η τέχνη δημιουργεί και η νυχτερίδα καταστρέφει.

   - Πώς! Γιατί;

   - Διότι ναι. Ας πάρουμε την περίπτωση που στην πραγματικότητα της ζωής, σ’ ένα δωμάτιο όπου μια βραδιά γίνεται μια οικογενειακή διαμάχη μεταξύ δύο συζύγων ή μεταξύ μάνας και κόρης, κάτι τέλος πάντων, ή μια διαμάχη συμφερόντων ή κάτι άλλο, τσακ, μπαίνει εκείνη τη στιγμή μια νυχτερίδα. Εντάξει. Λοιπόν, τι κάνουν; Σας διαβεβαιώ εγώ πως η διαμάχη διακόπτεται προς στιγμή εξαιτίας της νυχτερίδας που μπήκε και ή σβήνουν το φως και πάνε σ’ ένα άλλο δωμάτιο, ή μπορεί κάποιος να πάει να πάρει ένα μπαστούνι, ν’ ανέβει σε μια καρέκλα και να προσπαθήσει να χτυπήσει τη νυχτερίδα και να τη ρίξει στο πάτωμα. Κι οι άλλοι λοιπόν, πιστέψτε με, ξεχνάνε ούτε λίγο ούτε πολύ τη διαμάχη και τρέχουν να κοιτάξουν χαμογελαστοί και με σιχασιά πώς είναι φτιαγμένο αυτό το μισητό ζώο.

   - Ε, βέβαια! Αλλά αυτό στην κανονική ζωή, παρατήρησε μ’ ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη ο Περέζ. Στο έργο μου όμως εγώ, δεσποινίς, νυχτερίδα δεν έχω βάλει.

   - Εσείς δεν τη βάλατε. Αλλά αφού ήρθε αυτή και χώθηκε;

   - Να μην της δίνετε σημασία.

   - Κι αυτό σας φαίνεται φυσικό; Σας διαβεβαιώ εγώ, εγώ που πρέπει να ζωντανέψω στο έργο σας μέσα το ρόλο της Λίβια, πως αυτό δεν είναι φυσικό. Γιατί εγώ ξέρω, ξέρω καλύτερα από εσάς τι φόβο έχει η Λίβια για τις νυχτερίδες. Η δική σας Λίβια, προσέξτε, όχι πια εγώ. Εσείς δεν το ‘χετε σκεφτεί, γιατί δε φανταστήκατε την περίπτωση μιας νυχτερίδας που μπαίνει στο δωμάτιο τη στιγμή που αυτή επαναστατεί άγρια ενάντια στην καταπίεση της μάνας και της Εξοχότητάς του. Αλλά απόψε μπορείτε να είστε σίγουρος πως η νυχτερίδα θα μπει στο δωμάτιο σ’ αυτή τη σκηνή. Και λοιπόν εγώ σας ρωτώ: για την ίδια την πραγματικότητα που θέλετε να δημιουργήσετε, σας φαίνεται δηλαδή φυσικό πως με το φόβο που έχει για τις νυχτερίδες, με την απέχθεια που την κάνει να στριφογυρίζει και να θέλει να φωνάξει μόνο στη σκέψη μιας πιθανής επαφής, είναι δυνατό να στέκει εκεί σα να μη συμβαίνει τίποτα; Με μια νυχτερίδα που φτεροκοπά γύρω στο πρόσωπό της, αυτή να δείχνει πως δεν τη νοιάζει; Θα αστειεύεστε! Η Λίβια θα το σκάσει, σας το λέω εγώ. Θα παρατήσει τη σκηνή και θα το σκάσει ή θα κρυφτεί κάτω απ’ το τραπεζάκι φωνάζοντας σαν τρελή. Γι’ αυτό σας συμβουλεύω να το σκεφτείτε, μήπως σας συμφέρει καλύτερα να βάλετε την Εξοχότητά του να φωνάζει τον Τζιουζέπε και να επαναλαμβάνει κι αλλού τη φράση: «Τζιουζέπε, σβήσε τα φώτα». Ή… για περιμένετε… ή – μα βέβαια, καλύτερα θα ‘ταν να απαλλαγούμε απ’ αυτή – να τον διέταζε λοιπόν να πάρει ένα μπαστούνι, ν’ ανέβει σε μια καρέκλα και…

   - Ε, βέβαια, έτσι ακριβώς! Να διακόψουμε δηλαδή τη σκηνή στη μέση, μέσα στη γενική ιλαρότητα της πλατείας. Έτσι, ε;

   - Μα θα ‘ταν τελείως φυσικό αγαπητέ μου. Πιστέψτε με. Ακόμη και για το ίδιο σας το έργο, δεδομένου πως αυτή η νυχτερίδα υπάρχει και έχει χωθεί, θέλετε δε θέλετε, σε κείνη τη σκηνή: ναι, μια αληθινή νυχτερίδα. Εάν δεν την υπολογίσετε, θα φανεί υποκρισία. Τη Λίβια δεν τη νοιάζει αν οι άλλοι δύο δε δίνουν σημασία και συνεχίζουν να παίζουν το έργο σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Το καταλαβαίνετε αυτό;

   Ο Φαουστίνο Περέζ άφησε να πέσουν τα χέρια του, απελπισμένος.

   -Ω, Θεέ μου, δεσποινίς, είπε, υποθέτω πως αστειεύεστε… Εντάξει…

   - Όχι, όχι, σας επαναλαμβάνω πως μιλώ σοβαρά, έκανε η Γκαστίνα.

   - Ε, λοιπόν, κι εγώ σας απαντώ πως είστε τρελή, είπε ο Περέζ και σηκώθηκε. Θα έπρεπε να παίζετε την πραγματικότητα που δημιούργησα εγώ, κι αν θα έπρεπε να υπολογίσω εκείνη τη νυχτερίδα, θα την υπολόγιζαν και τα πρόσωπα του έργου μου. Έπειτα, αν υπήρχε μια νυχτερίδα θα ήταν μια νυχτερίδα ψεύτικη, κατασκευασμένη, κι όχι έτσι ευκαιριακά, απ’ τη στιγμή στην άλλη, να υπεισέλθει ένα στοιχείο πραγματικότητας μέσα σ’ ένα έργο-δημιουργία, ουσιαστικά σ’ ένα έργο τέχνης.

   - Κι αφού υπεισέρχεται;

   - Μα δεν είναι αληθινό, δεν μπορεί. Δεν είναι μέσα στο έργο μου αυτή η νυχτερίδα, αλλά στο παλκοσένικο που εσείς παίζετε.

   - Εντάξει! Πολύ καλά. Εκεί όπου εγώ παίζω το έργο σας. Ε, λοιπόν, βρίσκεστε ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο: ή το έργο σας είναι ζωντανό ή είναι ζωντανή η νυχτερίδα. Η νυχτερίδα είναι σίγουρα ζωντανή, ζωντανότατη μάλιστα. Σας απέδειξα πως μ’ αυτή τόσο ζωντανή εκεί πάνω, δεν μπορούν να φανούν φυσικά τα πρόσωπα, η Λίβια κι οι άλλοι, και να παίζουν σαν αυτή να μην υπάρχει ενώ υπάρχει. Κατακλείδα: ή δρόμο το έργο σας ή δρόμο η νυχτερίδα. Αν νομίζετε πως είναι αδύνατο να περικόψουμε τη νυχτερίδα, τότε αναθέστε στο Θεό αλλά και στη μοίρα το έργο σας, αγαπητέ Περέζ. Τώρα θα σας δείξω πως εγώ το ρόλο μου τον ξέρω και τον παίζω με συνείδηση γιατί μ’ αρέσει. Αλλά δεν ελέγχω τα νεύρα μου γι’ απόψε.

   Κάθε συγγραφέας, αν είναι ένας πραγματικός συγγραφέας, ακόμη και μέτριος, για όποιον σταθεί να τον κοιτάξει για ένα λεπτό σαν αυτό που βρισκόταν ο Φαουστίνο Περέζ τη βραδιά της πρεμιέρας, θα έβλεπε να έχει αυτό το συγκινητικό ή, αν θέλετε, αυτό το αστείο φέρσιμο: αφήνεται πρώτος αυτός, πριν απ’ όλους, να παρασυρθεί απ’ αυτό που έχει γράψει, και κλαίει και γελά και μορφάζει, χωρίς να το ξέρει, με τους μορφασμούς των ηθοποιών στη σκηνή, με την ψυχή στο στόμα και κατατρομαγμένος, και πότε σηκώνει το ένα χέρι και πότε το άλλο σε μια κίνηση απόκρουσης ή αυτοκυριαρχίας. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω εγώ που τον είδα και του κράτησα συντροφιά ενώ ήταν κρυμμένος πίσω απ’ τις κουίντες, ανάμεσα στους φύλακες για τον κίνδυνο πυρκαγιάς και τους τεχνικούς της σκηνής, πως ο Φαουστίνο Περέζ, σε όλη την πρώτη πράξη και μέρος της δεύτερης δε σκέφτηκε καθόλου τη νυχτερίδα. Τόσο ήταν συνεπαρμένος από τη δουλειά του και απορροφημένος απ’ αυτή. Και δε χρειάζεται να το πούμε: δε σκεφτόταν καθόλου τη νυχτερίδα. Δεν είχε κάνει βέβαια ακόμη τη συνηθισμένη της εμφάνιση στη σκηνή. Όχι. Δεν τη σκεφτόταν γιατί δεν μπορούσε να τη σκεφτεί. Τόσο που όταν στο μισό της δεύτερης πράξης η νυχτερίδα τελικά εμφανίστηκε, αυτός ούτε καν την αντιλήφθηκε. Δεν κατάλαβε καν γιατί εγώ τον σκουντούσα με το γόνατο. Γι’ αυτό γύρισε να με κοιτάξει σαν χαζός:

   -Τι έγινε;

   Άρχισε να σκέφτεται μονάχα όταν το έργο άρχισε να κάνει «κοιλιά» και να δίνει δείγματα πως το μέλλον του δε διαγραφόταν αίσιο, όχι από φταίξιμο της νυχτερίδας ούτε από άσχημο παίξιμο των ηθοποιών εξαιτίας της, αλλά από τα καταφανή μειονεκτήματα του ίδιου του έργου.

   Ήδη απ’ την πρώτη πράξη, για να πούμε την αλήθεια, δεν είχε πάρει παρά λίγα και χλιαρά χειροκροτήματα.

   -Ω, Θεέ μου! Να ‘το! Κοίτα… άρχισε να λέει ο φτωχούλης χύνοντας κρύο ιδρώτα.

   Σήκωνε τον ένα του ώμο, τραβιόταν πίσω ή έγερνε αποδώ κι αποκεί το κεφάλι σάμπως η νυχτερίδα να φτεροκοπούσε γύρω απ’ αυτόν κι αυτός ήθελε να τη διώξει, έσφιγγε τα χέρια, σκέπαζε με τα χέρια του το πρόσωπο. Θεέ, Θεέ, φαίνεται πως τρελάθηκε. Α, κοίτα, τόση ώρα πετάει εμπρός στο πρόσωπο της Ρόσι. Τι θα γίνει; Τι θα γίνει τώρα; Σκέψου τώρα μπαίνει στη σκηνή η Γκαστίνα.

   -Πάψε, λοιπόν, για τ’ όνομα του Θεού, τον μάλωσα τραβώντας τον από το μπράτσο και προσπαθώντας να τον ξεκολλήσω αποκεί.

   Αλλά δεν τα κατάφερα. Η Γκαστίνα έκανε την εμφάνισή της μέσ’ απ’ τις κουίντες, απέναντί του, κι ο Περέζ, θαυμάζοντάς τη καταγοητευμένος, έτρεμε ολόκληρος.

   Η νυχτερίδα γύριζε ψηλά γύρω από τον πολυέλαιο που κρεμόταν από τη σκεπή με οχτώ γλόμπους κι η Γκαστίνα δεν έδειχνε να την έχει προσέξει, κολακευμένη απ’ τη μεγάλη σιωπή της αναμονής με την οποία το κοινό είχε δεχτεί την εμφάνισή της πάνω στη σκηνή. Κι η σκηνή συνεχίστηκε μέσα σε κείνη τη σιωπή και καταφανώς άρεσε.

   Α, αν δεν υπήρχε αυτή! Αλλά υπήρχε, υπήρχε! Το κοινό δεν την αντιλαμβανόταν γιατί ήταν δοσμένο στο θέαμα. Μα να ‘τη εκεί σαν να το ‘κανε επίτηδες, λες κι ήθελε να θαυμάσει την Γκαστίνα τώρα ακριβώς που αυτή η φτωχούλα έκανε το παν για να σώσει το έργο, αντιστεκόμενη στο φόβο της που σιγά σιγά μεγάλωνε γι’ αυτή τη μισητή καταδίωξη, την άγρια, την αηδιαστική του καταραμένου αυτού ζώου.

   Κάποια στιγμή, ο Φαουστίνο Περέζ είδε την άβυσσο ν’ ανοίγεται μπροστά στα μάτια του πάνω στη σκηνή κι έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο, καθώς αντήχησε μια ξαφνική διαπεραστική κραυγή της Γκαστίνα, που εγκαταλειπόταν στην αγκαλιά της «Εξοχότητάς» του.

   Ήμουν έτοιμος να τον σύρω έξω, ενώ στη σκηνή οι ηθοποιοί τραβούσαν κι αυτοί έξω την Γκαστίνα λιπόθυμη.

   Κανείς μέσα στην ταραχή και την αμηχανία του πρώτου λεπτού πάνω στο παλκοσένικο δεν μπόρεσε να φανταστεί αυτό που στο μεταξύ, συνέβηκε στην πλατεία του θεάτρου. Ακουγόταν σαν ένα μακρινό μπουμπουνητό, που κανείς δεν του έδινε σημασία. Μπουμπουνητό; Μα όχι, τι μπουμπουνητό! Ήταν χειροκροτήματα! Τι; Μα ναι, χειροκροτήματα, χειροκροτήματα ήταν, ένα ντελίριο από χειροκροτήματα. Όλο το κοινό σηκωμένο όρθιο χειροκροτούσε επί τέσσερα ακριβώς λεπτά, φρενιασμένο και ζητώντας το συγγραφέα, τους ηθοποιούς στη σκηνή, για να εκφράσει τον ενθουσιασμό του για κείνη τη σκηνή, για να εκφράσει τον ενθουσιασμό του για κείνη τη σκηνή της λιποθυμίας που είχε πάρει στα σοβαρά, σα να ‘ταν μέσα στο έργο, και που είχε δει να παρουσιάζεται με τόση αξιοθαύμαστη αλήθεια.

   Τι κάνουμε τώρα; Ο πρωταγωνιστής έτρεξε φουριόζος και πήρε απ’ το μανίκι τον Φοαυστίνο Περέζ, που τους κοιτούσε όλους με αγωνιώδη αμηχανία, τον τράβηξε έξω απ’ τις κουίντες και δίνοντας μια σπρωξιά τον έριξε στη σκηνή. Ο Περέζ έγινε δεκτός μ’ ένα καταιγισμό από μπράβο, που κράτησε περισσότερο από δυο λεπτά. Και άλλες τέσσερις ή πέντε φορές χρειάστηκε να παρουσιαστεί στο κοινό, που δεν κουραζόταν να χειροκροτεί γιατί ήθελε στη σκηνή και την Γκαστίνα.

   -Γκα-στί-να! Γκα-στί-να!

   Αλλά πώς να παρουσιάσεις την Γκαστίνα που μέσα στο καμαρίνι της πάλευε με μια τρομερή νευρική κρίση, περιτριγυρισμένη από τη συμπόνια όσων ήταν γύρω της για να τη βοηθήσουν.

   Ο πρωταγωνιστής χρειάστηκε να βγει στη σκηνή και ν’ αναγγείλει πονεμένα στο κοινό πως η καλούμενη ηθοποιός δεν μπορούσε να εμφανιστεί για να ευχαριστήσει το εκλεκτό κοινό, γιατί εκείνη η σκηνή που την έζησε με πολύ αίσθημα, της προκάλεσε μια ξαφνική αδιαθεσία εξαιτίας της οποίας και η παράσταση του έργου θα ‘πρεπε, δυστυχώς, να διακοπεί γι’ απόψε.



   Διερωτάται κανείς σ’ αυτό το σημείο αν αυτή η αναθεματισμένη νυχτερίδα μπορούσε να κάνει στον Φαουστίνο Περέζ μια εξυπηρέτηση χειρότερη απ’ αυτή.  Θα ήταν γι’ αυτόν μια κάποια παρηγοριά να αποδώσει σ’ αυτή  το κατέβασμα του έργου. Αλλά τώρα της όφειλε το θρίαμβο, ένα θρίαμβο που δεν είχε άλλο στήριγμα από το τρελό πέταγμα εκείνων των σιχαμερών φτερών της.

   Μόλις συνήλθε από κείνη την πρώτη του σύγχυση, περισσότερο πεθαμένος, παρά ζωντανός, έτρεξε στον πρωταγωνιστή που τον είχε σπρώξει τόσο άχαρα στη σκηνή για να ευχαριστήσει το κοινό και κρατώντας το κεφάλι του με τα δυο χέρια, φώναξε:

   -Κι αύριο βράδυ;

   - Ε, και τι να έκανα, τι να έκανα; απάντησε βίαια ο πρωταγωνιστής. Μήπως έπρεπε να πω στο κοινό πως τα χειροκροτήματά του ανήκαν στη νυχτερίδα και όχι σ’ εσάς; Διορθώστε το έργο, διορθώστε το αμέσως, ώστε τα χειροκροτήματα αύριο ν’ ανήκουν σ’ εσάς.

   - Βέβαια. Αλλά πώς; ρώτησε με σπαραγμό, χαμένος πάλι ο Περέζ.

   - Πώς, πώς! Και το ρωτάτε σε μένα αυτό το πώς;

   - Αλλά αν αυτή η λιποθυμία στο έργο μου δεν υπάρχει και δεν του πάει;

   - Να κάνετε να «του πάει», αγαπητέ κύριε, με κάθε μέσο. Δεν είδατε τι μεγάλη επιτυχία; Όλες οι εφημερίδες αύριο το πρωί θα μιλάνε γι’ αυτό. Δεν μπορείτε πια να κάνετε αλλιώς. Μην αμφιβάλλετε, μην αμφιβάλλετε. Και οι ηθοποιοί μου θα ξέρουν να κάνουν υποκρινόμενοι αυτό που απόψε έκαναν χωρίς να το θέλουν.

   - Βέβαια… αλλά το καταλαβαίνετε, δοκίμασε να τον κάνει να καταλάβει ο Περέζ. Πήγαν όλα τόσο καλά, γιατί η παράσταση εκεί, μετά τη λιποθυμία, διακόπηκε. Εάν αύριο βράδυ, αντίθετα, πρέπει να συνεχιστεί;

   - Αλλά, για όνομα του Θεού. Εδώ είναι ακριβώς το σημείο που πρέπει να μπει η προσθήκη, κύριε, του πέταξε πάλι καταπρόσωπο ο πρωταγωνιστής.

   - Πώς; Πώς; ήρθε να προσθέσει και η μικροκαμωμένη Γκαστίνα, που είχε πια συνέλθει, πιέζοντας το δερμάτινο μπερέ της πάνω στο υπέροχα μαλλιά της με τα χέρια που άστραφταν από τα δαχτυλίδια. Αλλά, αλήθεια, δεν καταλαβαίνετε πως εδώ πρέπει να μιλήσει η νυχτερίδα κι όχι εσείς, αγαπητοί μου κύριοι;

   - Μα τελειώνετε επιτέλους μ’ αυτή τη νυχτερίδα, διέκοψε ο πρωταγωνιστής προτείνοντας το στήθος του απειλητικός.

   - Εγώ να τελειώσω; Εσείς να τελειώσετε, κύριε δάσκαλε, του απάντησε ήρεμη και χαμογελαστή η Γκαστίνα, σίγουρη τώρα πως θα τον σκάσει απ’ το κακό του. Διότι… κοιτάξτε, δάσκαλε: ας λογικευτούμε. Εγώ μπορώ να υποκριθώ μια λιποθυμία στη δεύτερη πράξη εφόσον ο κύριος Περέζ, ακολουθώντας τη συμβουλή σας, την προσθέσει. Μα θα πρέπει κι εσείς να ελέγχετε την αληθινή νυχτερίδα, να μη μου προκαλέσει καμιά άλλη λιποθυμία, όχι ψεύτική, αλλά αληθινή, στην πρώτη ή στην τρίτη, ή ακόμη και στη δεύτερη πράξη, αμέσως από εκείνη τη λιποθυμία την ψεύτικη. Διότι εγώ, κύριοί μου, σας παρακαλώ, πιστέψτε με, λιποθύμησα στ’ αλήθεια καθώς την ένιωθα να μου έρχεται στο μάγουλο εδώ, εδώ… Κι αύριο δεν παίζω, δάσκαλε, κι ούτε εσύ ούτε οι άλλοι μπορούν να με υποχρεώσουν να παίξω με μια νυχτερίδα που φτεροκοπά μπροστά στο πρόσωπό μου.

   - Α, έτσι ε; Αυτό θα το δούμε, της απάντησε κουνώντας το κεφάλι με νόημα ο πρωταγωνιστής.

   Αλλά ο Φαουστίνο Περέζ, πεισμένος απόλυτα πως η μοναδική αιτία των χειροκροτημάτων εκείνης της βραδιάς υπήρξε η απρόβλεπτη και βίαιη είσοδος ενός τυχαίου ξένου στοιχείου που αντί να τινάξει στον αέρα την υποκρισία της τέχνης, όπως θα έπρεπε, σαν από θαύμα απορροφήθηκε απ’ αυτή και της έδωσε τη σαφήνεια μιας αξιοθαύμαστης αλήθειας μέσα στην αυταπάτη του κοινού… λοιπόν, ο Περέζ απόσυρε το έργο του και ούτε ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: