...........................................................
Κώστας Καρυωτάκης
(1896 - 1928)
Κώστας Καρυωτάκης
(1896 - 1928)
ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY
Στὴ μέση τῆς γιορτῆς προχωροῦσε ἀργά. Καθὼς ὅλοι βιάζονταν γύρω της, ἦταν σὰν ἕνα μαῦρο στίγμα σὲ πανὶ κινηματογράφου. Συντροφιὲς ἀπὸ νέους περνοῦσαν. Ἄλλοι τὴν ἔβλεπαν κ᾿ ἐξακολουθοῦσαν τὸ δρόμο τους, ἄλλοι τῆς ἐσφύριζαν ἕνα κομπλιμέντο,
ἄλλοι τῆς ἔλεγαν διστακτικὰ μιὰ φράση περιμένοντας ἀπάντηση. Ὅπου ὁ συνωστισμὸς ἦταν
μεγαλύτερος, ἡ τόλμη ἐλευθερώνοταν καὶ δὲν ἀρκοῦσαν τὰ λόγια. Κάποιος
ἐστάθηκε
γελώντας μπροστά της, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὥρα πολλή. Ναῦτες ἐπέρασαν δίπλα, κι ὅλοι ἐπρόσεξαν νὰ τὴν σπρώξουν.
Κάτι σκοτεινοὶ τύποι τὴν ἀκολουθοῦσαν βῆμα πρὸς βῆμα.
Ἔνιωθε τὸν ἑαυτό της κέντρο ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλανόδιου ἐρωτισμοῦ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴν ἄγρια θέληση
τόσων ἀνδρῶν. Ἐκνευρισμένη ἀκόμη ἀπὸ τὸν θόρυβο, τὴ ζέστη καὶ τὴν προσπάθεια νὰ προχωρεῖ, στάθηκε σ᾿ ἕνα κύκλο ἀνθρώπων. Σὲ λίγο κάποιος ἦρθε σιμά της. Δὲν τὸν ἔβλεπε, αἰσθανόταν ὅμως νὰ σφίγγεται ὁλοένα πάνω της. Ἔπεφτε ἀπότομα, ὕστερα ἔμενε ἀκίνητος, ὕστερα πάλι πλησίαζε, ἀκριβῶς ὅπως ὁ λεπτοδείχτης,
στὰ μεγάλα ρολόγια
τοῦ δρόμου,
προχωρεῖ μὲ ἀραιὰ πηδήματα πρὸς τὸν ὡροδείχτη. Τὸ σῶμα της τώρα, ποὺ τὸ προστάτευε μόλις ἕνα λεπτὸ φόρεμα, ἦταν ὁλόκληρο πάνω στὸ δικό του.
Μουδιασμένη, ἐκμηδενισμένη, ἔκλεισε τὰ μάτια, κ᾿ ἔγειρε ἐλαφρά. Αὐτὸς τότε, ἀρπάζοντας μὲ βία τὸ χέρι της, τῆς μίλησε. Ἐγύρισε καὶ τὸν εἶδε. Ἀλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια ἀναμμένα, γένια πυρρά. Τὰ ροῦχα του,
ξεβαμμένα, εἶχαν ἕνα κοκκινωπὸ χρῶμα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ἦταν λοιπὸν ὁ Ἔρως;
Ἐσυνέχισε τὸ δρόμο της χωρὶς ν᾿ ἀπαντήσει. Τὴν ἔσπρωχνε μέσα στὸ πλῆθος. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν
στάθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν ὁδηγήσει ὅπου ἤθελε. Αὐτὴ θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε σὲ μικρὴ ἀπόσταση. Ἐκοίταξε δύσπιστος, ἀλλὰ ἐπροχώρησε. Ἔφτασαν σὲ δρόμους ἐρημικούς. Ἐβγήκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τώρα περπατοῦσαν δίπλα σ᾿ ἕνα φράχτη. Ἦταν πανσέληνος. Ἡ εὐωδιὰ τῶν κήπων ἐγέμιζε τὰ στήθη της. Μέσα στὴ σιωπὴ ἀκούονταν οἱ γρῦλοι καὶ τὰ γρήγορα βήματα
τῶν δυὸ ἀνθρώπων. Ἐγύριζε καὶ τὴν ἔβλεπε συχνά. Τὸ πρόσωπό του φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φεγγάρι, παίρνοντας μία ξένη ἔκφραση. Καὶ ἡ σιλουέτα του,
μὲ τὰ παλιά, σχισμένα ροῦχα, καθὼς ἐπήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, εἶχε κάποιον ἀλλιώτικο, βιβλικὸ χαρακτῆρα. Ἔφταναν σ᾿ ἕνα δάσος. «Ἐδῶ» εἶπε ὁ ἄντρας βραχνά.
Ἀπὸ τὰ μάτια της ἐπέρασαν τὴν ἴδια στιγμὴ εἰκόνες παιδικῶν ἀναμνήσεων. Οἱ χαλκομανίες μὲ τὰ ξανθὰ ἀγγελούδια ποὺ κρατοῦσαν γιρλάντες ἀπὸ τριαντάφυλλα καὶ χαμογελοῦσαν, φυλακισμένα στὰ φύλλα ἑνὸς βιβλίου. Οἱ βασίλισσες καὶ οἱ ἱππότες τῶν παραμυθιῶν. Τὸ μὼβ φορεματάκι τῆς πρώτης κούκλας. Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ της...Ὕστερα, ὅταν μεγάλωσε, τὰ χρόνια ποὺ πέρασε μονάχη
μὲ τὴν μητέρα της. Ἔχανε κανεὶς τὸν ἀριθμό τους μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Καὶ οἱ ἐνοικιαστές. Ἔχανε κανεὶς τὴ σειρά τους...
Ὁ ἄλλος ἦταν εὐτυχής. Σὰν πρᾶγμα ἀφέθηκε στὰ χέρια του. Τὴν ἔσχισε σὰ χαρτὶ καὶ τὴν πέταξε χάμου
μὲ θυμὸ ἀσυγκράτητο, μὲ τὴν πρωτόγονη ὁρμὴ τῆς διψασμένης του νιότης. Στὶς ἀκούσιες καὶ ἄτονες ἀρνήσεις της, στὶς σβησμένες
λέξεις ποὺ ἐπρόφερε ὄχι ἡ ἴδια ἀλλὰ τὸ φῦλο της, στὴν ἔνστικτο ὑποχώρηση τῆς σάρκας της, αὐτὸς εἶχε ν᾿ ἀντιτάξει βλαστήμιες καὶ βρισιές, ποὺ ἐσκέπαζαν, ἐξιλέωναν μὲ χυδαιότητα ὅλες τὶς ἄσεμνες κινήσεις
του. Σκληρό, παγωμένο τὸ στόμα του, μὲ μιὰ ἀποπνικτικὴ ἀνάσα, ἀληθινὴ πληγή, ἐσφράγιζε αἱματηρά τους ὤμους, τὰ χείλη, τὸ ἁγνὸ μέτωπο. Εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κάπου ἀλλοῦ συνέβαινε αὐτὴ ἡ φριχτὴ ἱστορία, κ᾿ ἔκλεισε τὰ μάτια της.
Ἐπέρασαν ὦρες. Ἡ αὐγὴ ἔσκυβε στὸ ἴνδαλμά της. Τὸ πελιδνὸ σῶμα τῆς γυναίκας ἔλαμπε σὰν ἄστρο διαρκῶς περσότερο. Μέσα στὰ δάκρυά της ἐκοίταξε γύρω ἔκπληκτη. Ἐζήτησε νὰ ντυθεῖ. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἀφήσει. Τῆς μιλοῦσε τώρα μὲ τρυφερότητα. Ὕστερα ἄρχισε νὰ τραγουδάει. Τῆς εἶπε κάτι σὰν ἀστεῖο. Τέλος
σηκώθηκε καί, χωρὶς λόγο, ἐπήδηξε τρεῖς φορὲς ὅσο μποροῦσε πιὸ ψηλά,
ξεφωνίζοντας ἀσυνάρτητες
λέξεις. Σὲ λίγη ὥρα τὴν ἀγκάλιασε πάλι. Ἦταν εὐτυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου