Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

"ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY" πεζογράφημα του Κώστα Γ. Καρυωτάκη (1896 - 1928)

...........................................................







Κώστας Καρυωτάκης
(1896 - 1928)


















ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY


Στ μέση τς γιορτς προχωροσε ργά. Καθς λοι βιάζονταν γύρω της, ταν σν να μαρο στίγμα σ παν κινηματογράφου. Συντροφις π νέους περνοσαν. λλοι τν βλεπαν κ᾿ ξακολουθοσαν τ δρόμο τους, λλοι τς σφύριζαν να κομπλιμέντο, λλοι τς λεγαν διστακτικ μι φράση περιμένοντας πάντηση. που συνωστισμς ταν μεγαλύτερος, τόλμη λευθερώνοταν κα δν ρκοσαν τ λόγια. Κάποιος στάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο μ πρόσωπο, ρα πολλή. Νατες πέρασαν δίπλα, κι λοι πρόσεξαν ν τν σπρώξουν. Κάτι σκοτεινο τύποι τν κολουθοσαν βμα πρς βμα.

νιωθε τν αυτό της κέντρο λου ατο το πλανόδιου ρωτισμο. Χωρς ν τ καταλάβει πηρεαζόταν π τν γρια θέληση τόσων νδρν. κνευρισμένη κόμη π τν θόρυβο, τ ζέστη κα τν προσπάθεια ν προχωρε, στάθηκε σ᾿ να κύκλο νθρώπων. Σ λίγο κάποιος ρθε σιμά της. Δν τν βλεπε, ασθανόταν μως ν σφίγγεται λοένα πάνω της. πεφτε πότομα, στερα μενε κίνητος, στερα πάλι πλησίαζε, κριβς πως λεπτοδείχτης, στ μεγάλα ρολόγια το δρόμου, προχωρε μ ραι πηδήματα πρς τν ροδείχτη. Τ σμα της τώρα, πο τ προστάτευε μόλις να λεπτ φόρεμα, ταν λόκληρο πάνω στ δικό του. Μουδιασμένη, κμηδενισμένη, κλεισε τ μάτια, κ᾿ γειρε λαφρά. Ατς τότε, ρπάζοντας μ βία τ χέρι της, τς μίλησε. γύρισε κα τν εδε. λήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια ναμμένα, γένια πυρρά. Τ ροχα του, ξεβαμμένα, εχαν να κοκκινωπ χρμα. σκυψε τ κεφάλι της κοκκινίζοντας. ταν λοιπν ρως;

συνέχισε τ δρόμο της χωρς ν᾿ παντήσει. Τν σπρωχνε μέσα στ πλθος. ταν πομακρύνθηκαν στάθηκε κα το επε ν τν δηγήσει που θελε. Ατ θ τν κολουθοσε σ μικρ πόσταση. κοίταξε δύσπιστος, λλ προχώρησε. φτασαν σ δρόμους ρημικούς. βγήκαν ξω π τν πόλη. Τώρα περπατοσαν δίπλα σ᾿ να φράχτη. ταν πανσέληνος. εωδι τν κήπων γέμιζε τ στήθη της. Μέσα στ σιωπ κούονταν ο γρλοι κα τ γρήγορα βήματα τν δυ νθρώπων. γύριζε κα τν βλεπε συχνά. Τ πρόσωπό του φωτιζόταν π τ φεγγάρι, παίρνοντας μία ξένη κφραση. Κα σιλουέτα του, μ τ παλιά, σχισμένα ροχα, καθς πήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, εχε κάποιον λλιώτικο, βιβλικ χαρακτρα. φταναν σ᾿ να δάσος. «δ» επε ντρας βραχνά.

π τ μάτια της πέρασαν τν δια στιγμ εκόνες παιδικν ναμνήσεων. Ο χαλκομανίες μ τ ξανθ γγελούδια πο κρατοσαν γιρλάντες π τριαντάφυλλα κα χαμογελοσαν, φυλακισμένα στ φύλλα νς βιβλίου. Ο βασίλισσες κα ο ππότες τν παραμυθιν. Τ μβ φορεματάκι τς πρώτης κούκλας. θάνατος το δελφο της...στερα, ταν μεγάλωσε, τ χρόνια πο πέρασε μονάχη μ τν μητέρα της. χανε κανες τν ριθμό τους μέσα σ᾿ να σκοτειν δωμάτιο. Κα ο νοικιαστές. χανε κανες τ σειρά τους...

λλος ταν ετυχής. Σν πργμα φέθηκε στ χέρια του. Τν σχισε σ χαρτ κα τν πέταξε χάμου μ θυμ συγκράτητο, μ τν πρωτόγονη ρμ τς διψασμένης του νιότης. Στς κούσιες κα τονες ρνήσεις της, στς σβησμένες λέξεις πο πρόφερε χι δια λλ τ φλο της, στν νστικτο ποχώρηση τς σάρκας της, ατς εχε ν᾿ ντιτάξει βλαστήμιες κα βρισιές, πο σκέπαζαν, ξιλέωναν μ χυδαιότητα λες τς σεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο τ στόμα του, μ μι ποπνικτικ νάσα, ληθιν πληγή, σφράγιζε αματηρά τους μους, τ χείλη, τ γν μέτωπο. Εχε τν ντύπωση τι κάπου λλο συνέβαινε ατ φριχτ στορία, κ᾿ κλεισε τ μάτια της.

πέρασαν ρες. αγ σκυβε στ νδαλμά της. Τ πελιδν σμα τς γυναίκας λαμπε σν στρο διαρκς περσότερο. Μέσα στ δάκρυά της κοίταξε γύρω κπληκτη. ζήτησε ν ντυθε. Δν θελε ν τν φήσει. Τς μιλοσε τώρα μ τρυφερότητα. στερα ρχισε ν τραγουδάει. Τς επε κάτι σν στεο. Τέλος σηκώθηκε καί, χωρς λόγο, πήδηξε τρες φορς σο μποροσε πι ψηλά, ξεφωνίζοντας συνάρτητες λέξεις. Σ λίγη ρα τν γκάλιασε πάλι. ταν ετυχής.


Δεν υπάρχουν σχόλια: