............................................................
Το «σκάνδαλο Novartis» είναι η σκανδαλώδης κανονικότητα όλης της φαρμακοβιομηχανίας
Η διαχρονική εμπλοκή πολιτικών
προσώπων, πρώην υπουργών και πρωθυπουργών, «φερόμενων ως» λαβόντων από
την Novartis ουδόλως ευκαταφρόνητου μεγέθους μίζες - ένα σκάνδαλο με
τεράστιες και πολυπλόκαμες διαστάσεις που προκαλεί περαιτέρω τριγμούς σ΄
ένα πολλαπλώς διάτρητο, διαπλεκόμενο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα
σε διαρκή κρίση - δεν αφορά τις πρακτικές μόνο της Novartis, ούτε
αποτελεί μια «ελληνική περίπτωση».
Δεν είναι παρά μια έκφραση της σκανδαλώδους κανονικότητας του τρόπου
που λειτουργεί όλη η φαρμακοβιομηχανία (ένας κλάδος που είναι δεύτερος
σε κερδοφορία διεθνώς μετά την πολεμική βιομηχανία) στην ιερή της
συμμαχία αμοιβαίου οφέλους με το πολιτικό σύστημα και, φυσικά, μεγάλη
μερίδα του ιατρικού σώματος, των Πανεπιστήμιων, αλλά και των ΜΜΕ κλπ.
Ένα παράδειγμα, εν προκειμένω, ήταν η περίπτωση του Τζωρτζ Μπους του
νεώτερου, που ως κυβερνήτης του Τέξας είχε στηρίξει την πιλοτική
εφαρμογή ενός προγράμματος, στο οποίο συμμετείχαν μια σειρά από
φαρμακευτικές εταιρείες και το οποίο απέβλεπε στην χορήγηση
αντιψυχωτικών και αντικαταθλιπτικών σε ηλικίες κάτω των 18 ετών. Οι
φαρμακευτικές αυτές εταιρείες συνεισέφεραν στην προεκλογική εκστρατεία
του Μπους, στις εκλογές του 2000, τρεις φορές περισσότερα χρήματα απ΄ ό,
τι σ΄ αυτήν του Κέρι. Από τα 1.6 δισ. δολάρια των εισφορών της Eli
Lilly - της οποίας το πανάκριβο (ακόμα τότε) αντιψυχωτικό Zyprexa
φιγουράριζε πρώτο στη σειρά στο πρόγραμμα που προωθούνταν - το 82% πήγε
στον Μπους.
Μετά την εκλογή του, ο Μπους προώθησε την υποχρεωτική εφαρμογή αυτού
του προγράμματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο, για την διάγνωση των ψυχικών
διαταραχών που «δεν είχαν ακόμα διαγνωσθεί» (ή και εμφανιστεί) σε όλο
τον πληθυσμό και σε παιδιά προσχολικής ηλικίας - για να καταλήξουν,
αργότερα, στην χορήγηση αντικαταθλιπτικών και αντιψυχωτικών, με
εκατομμύρια συνταγές, ακόμα και σε νήπια κάτω των 2 ετών. Όπως
αποκαλύφθηκε, ανώτεροι υπάλληλοι και στελέχη σε κρίσιμα πόστα για την
υλοποίηση του σχεδίου χορήγησης των φαρμάκων, έλαβαν χρήματα και δώρα
από τις φαρμακευτικές εταιρείες προκειμένου να βεβαιώσουν την ορθότητα
ενός σχεδίου, που δεν ήταν παρά μια δυσκόλως υποκρυπτόμενη προσπάθεια
των φαρμακευτικών εταιρειών να επιτύχουν μιαν ευρύτερη αγορά για τα
πανάκριβα αντικαταθλιπτικά και αντιψυχωτικά τους φάρμακα, αποκτώντας
πρόσβαση, μέσω του υποχρεωτικού κυβερνητικού σχεδίου, σε περιοχές της
ζωής των ανθρώπων που μέχρι τότε «δεν τους ανήκαν».
Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι και η διεθνής τάση για υπερδιάγνωση της
ΔΕΠΥ (Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) στα
παιδιά, όταν ακόμα και ένα «ζωηρό παιδί» (μέσα σ΄ ένα καταρρέον
εκπαιδευτικό σύστημα και/ή σε μια οικογένεια σε κρίση) τείνει να
διαγιγνώσκεται ως «ΔΕΠΥ», δεν είναι άσχετη από την προώθηση της
(αλόγιστης σε πολλές περιπτώσεις) χορήγησης της ριταλίνης
(μεθαμφεταμίνης, παράγωγου της αμφεταμίνης), που παράγεται από την
Novartis (έχοντας κυριαρχήσει, ως εμπορικό προϊόν, μεταξύ των ομοειδών
φαρμάκων άλλων εταιρειών). Ένα φάρμακο που, εκτός από «χάπι της υπακοής»
και «κοκαϊνη των μωρών», όπως έχει διεθνώς χαρακτηριστεί, έχει
προβληθεί, διαμέσου και των ΜΜΕ (και στην Ελλάδα), ως, επίσης, το
φάρμακο που «βοηθάει τον μαθητή και το φοιτητή στο διάβασμα για τις
εξετάσεις» - ασχέτως αν μετά τον καθιστά τοξικοεξαρτημένο- γιατί
πρόκειται για μια άκρως εθιστική ουσία.
Το ζήτημα, επομένως, που έχει προκύψει με το σκάνδαλο Novartis, δεν
πρέπει να περιοριστεί στις μίζες των πολιτικών και όποιων άλλων (όσο
σημαντικό και αν είναι καθεαυτό) και να εκφυλιστεί σε τακτικισμούς
εκατέρωθεν πολιτικής επιβίωσης και σε μιαν ατέρμονη σκανδαλολογία που,
όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις, καταλήγει στα «αζήτητα», αλλά να
αγγίξει τις ρίζες του προβλήματος, το συνολικό πεδίο πάνω στο οποίο
κινείται η παραγωγή και η προώθηση στην αγορά του φαρμάκου και η σχέση
του με το σύστημα Υγείας. Και έτσι, πάνω σ΄ αυτό το έδαφος, να γίνει
πραγματικά κατανοητό γιατί είναι κανόνας η μίζα για να μπαίνουν κάποιες
υπογραφές, αναγκαίες για την προώθηση ρυθμίσεων για την προαγωγή της
κερδοφορίας, ερήμην και συχνά ενάντια στην υγεία, στην οποία υποτίθεται
ότι αποσκοπεί το φάρμακο.
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν έχει να κάνει μόνο με τη Novartis, αλλά με
όλες τις φαρμακοβιομηχανίες, που, στην καπιταλιστική κοινωνία στην οποία
ζούμε, έχουν ιδιοποιηθεί την αποκλειστικότητα της παραγωγής ενός κατ΄
εξοχήν «κοινωνικού αγαθού», όπως είναι το φάρμακο, ως ενός αγοραίου
εμπορικού προϊόντος, το οποίο αποφέρει κέρδος και ταυτόχρονα υψηλές
αποδόσεις στα διεθνή χρηματιστήρια, όταν η επιχείρηση «πάει καλά», με
αυξανόμενη την κερδοφορία της, την ενεστώσα και την προβλεπόμενη για το
προσεχές μέλλον. Η παραγωγή και η προώθηση, το marketing του φαρμάκου,
έχει να κάνει πρωτίστως με αυτό. Και αυτή είναι η αντίφαση της παραγωγής
του υπ΄ αυτούς τους όρους, ως εμπορεύματος. Η όποια επιστημονική γνώση
και θεραπευτικός στόχος διέπουν την επινόηση και παραγωγή του, πρέπει να
συμβαδίζουν με τις ανάγκες της κερδοφορίας. Σε αντίθετη περίπτωση (και
με την εξαίρεση ακραίων περιπτώσεων) η θεραπευτικότητα θα πρέπει να
πλάθεται και να προβάλλεται με τρόπο που όχι μόνο να μη ζημιώνει, αλλά,
αντίθετα, να προάγει την κερδοφορία.
Συστηματικά, λοιπόν, οι φαρμακευτικές εταιρείες :
-κρύβουν τις δοκιμές για την δράση των φαρμάκων που παράγουν, οι οποίες έχουν αρνητικά αποτελέσματα και υπερπροβάλλουν αυτές που έχουν θετικά,
-πληρώνουν γιατρούς και πανεπιστημιακούς για να μιλούν σε συνέδρια και να προβάλλουν τα προϊόντα τους,
-επιδιώκουν και καταφέρνουν, με διάφορους διαπλεκόμενους τρόπους, να πολλαπλασιάζουν τις. ενδείξεις χορήγησης των φαρμάκων τους - από εκεί που ήταν για μια νόσο, ξαφνικά γίνονται για πολλές (αυτό ιδιαίτερα γα τα ψυχοφάρμακα, είναι κανόνας, καθώς είναι πιο φτηνή αυτή η διαδικασία από το να επιχειρήσεις να φτιάξεις ένα καινούργιο φάρμακο),
-τα περισσότερα από τα άρθρα που δημοσιεύονται διεθνώς σχετικά με το «πόσο καλά» είναι τα προϊόντα τους, είναι φτιαγμένα από τις ίδιες και τα υπογράφουν οι γνωστοί ως ghost writers (συγγραφείς - φαντάσματα), που είναι γνωστά επιστημονικά ονόματα που
-κρύβουν τις δοκιμές για την δράση των φαρμάκων που παράγουν, οι οποίες έχουν αρνητικά αποτελέσματα και υπερπροβάλλουν αυτές που έχουν θετικά,
-πληρώνουν γιατρούς και πανεπιστημιακούς για να μιλούν σε συνέδρια και να προβάλλουν τα προϊόντα τους,
-επιδιώκουν και καταφέρνουν, με διάφορους διαπλεκόμενους τρόπους, να πολλαπλασιάζουν τις. ενδείξεις χορήγησης των φαρμάκων τους - από εκεί που ήταν για μια νόσο, ξαφνικά γίνονται για πολλές (αυτό ιδιαίτερα γα τα ψυχοφάρμακα, είναι κανόνας, καθώς είναι πιο φτηνή αυτή η διαδικασία από το να επιχειρήσεις να φτιάξεις ένα καινούργιο φάρμακο),
-τα περισσότερα από τα άρθρα που δημοσιεύονται διεθνώς σχετικά με το «πόσο καλά» είναι τα προϊόντα τους, είναι φτιαγμένα από τις ίδιες και τα υπογράφουν οι γνωστοί ως ghost writers (συγγραφείς - φαντάσματα), που είναι γνωστά επιστημονικά ονόματα που
πληρώνονται απλώς για να βάλουν την υπογραφή τους (έγραψε/αποκάλυψε σχετικά ο Observer, 7/12/2003).
Το 2012 επιβλήθηκε στην GlaxoSmithKlein (GSK) ένα πρόστιμο 3 δισ.
δολ. που είχε να κάνει με ένα πλήθος παραβάσεων οι οποίες αφορούσαν στην
«παράνομη προώθηση συνταγογραφούμενων φαρμάκων και παράλειψη αναφοράς
δεδομένων ασφαλείας». Από αυτό το ποσό του προστίμου, τα 600 εκ. δολ.
πήγαν στους «προστατευόμενους μάρτυρες» (όπως οι «τρεις του FBI», που
πήγαν στις ΗΠΑ, για την υπόθεση Novartis), καθώς στις ΗΠΑ επικρατεί
ένα καθεστώς αμοιβαίας δράσης, αφενός, πλήρους ασυδοσίας των
φαρμακοβιομηχανιών και αφετέρου, αυστηρών προστίμων για παραβάσεις που
κρίνονται ανάλογα με τα εκάστοτε αντικρουόμενα συμφέροντα. Το ίδιο το
FDA, που στην αρμοδιότητά του είναι η έγκριση της κυκλοφορίας των
φαρμάκων, κυμαίνεται ανάμεσα σε αυτά τα δυο άκρα – ανάμεσα στα αυστηρά
πρόστιμα και στην συγκάλυψη.
Ας δούμε τώρα μερικές πλευρές αυτής της δομικής διαπλοκής (που,
φυσικά, δεν αφορά όλους τους γιατρούς, αλλά σίγουρα την πλειονότητα),
όπως τη ζούμε σ΄ αυτή τη χώρα και που (θα έπρεπε να) είναι σε όλους
γνωστή.
-Κατ΄ αρχήν, η θεωρούμενη ως αυτονόητη, κατακλυσμιαία καθημερινή
πολιορκία όλων των δημόσιων νοσοκομείων, ιατρείων κλπ, από τους
ιατρικούς επισκέπτες. Η λειτουργία του ιατρικού επισκέπτη δεν έχει να
κάνει με την υποτιθέμενη «ενημέρωση» του γιατρού για το φάρμακο (συνήθως
όχι για κάποιο νέο, αλλά διαρκώς για το παλιό και ήδη γνωστό), αλλά με
την πρόσδεση (μέσα από μια ποικιλότροπη χειραγώγηση της πρακτικής) του
γιατρού στην χορήγηση του εκάστοτε προωθούμενου φαρμάκου. Πρόκειται πιο
πολύ για «ενημερωτικές» συναλλαγές, ενίοτε και για το πόσες συνταγές
(ωθείται να) γράφει ο γιατρός με το τάδε φάρμακο - με το αντίστοιχο
εκάστοτε αντίτιμο κλπ. Προσεγγίζονται ακόμα και νοσηλευτές (σε υπεύθυνες
θέσεις) και, γενικά, οι κατέχοντες υπεύθυνες θέσεις, στο κάθε
νοσοκομείο, ποτ σχετίζονται με την διακίνηση του φαρμάκου. Το ερώτημα
είναι : γιατί να χρειάζεται η τακτική επίσκεψη του ιατρικού επισκέπτη
για την «ενημέρωση»; Γιατί, για ένα «επιστημονικό ζήτημα», να έχουν
αποκλειστεί άλλοι τρόποι πρόσληψης της «επιστημονικής γνώσης και
ενημέρωσης»; Μήπως γιατί πρόκειται απλώς για μια πρακτική marketing;
-Τα «όλα πληρωμένα» συνέδρια, για όλους τους γιατρούς, και τους
ειδικευόμενους (των οποίων η εκπαίδευση έχει περάσει στην ουσία στην
φαρμακοβιομηχανία και στις χρηματοδοτήσεις της), σε πεντάστερα
ξενοδοχεία, συχνά σε «εξωτικούς» προορισμούς, όπου «λάμπει» η
χειραγωγούμενη από την φαρμακοβιομηχανία «επιστήμη». Συνέδρια που
δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις από εμπορικές εκθέσεις (εν προκειμένω
φαρμάκων) όπου, κάπου πίσω από τα εκθέματα, μπορεί κάποιος να βρει και
την αίθουσα όπου γίνεται η λεκτική παρουσίαση των εκθεμάτων. Μάλιστα
φαίνεται ότι, τα τελευταία χρόνια, δεν φτάνει απλώς η αναφορά, στο
πρόγραμμα του εκάστοτε συνεδρίου, στις φαρμακευτικές εταιρείες που το
χρηματοδοτούν (δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε κλπ), αλλά υπάρχουν και
επιμέρους «στρογγυλά τραπέζια» που, όπως αναγράφεται, γίνονται με την
«ευγενή χορηγία», πχ, της Janssen, της Eli Lilly, της Ludbeck κλπ. Και
αναρωτιέται κανείς, για ποιο πράγμα ακριβώς «ευγενώς χορηγούν» οι
φαρμακευτικές εταιρείες σε ένα «στρογγυλό τραπέζι», για το μπουκάλι με
το νερό, για το μικρόφωνο, για την καρέκλα του ομιλητή, για ποιο;
-Πέρσι, μάλιστα, τον Μάιο, στο συνέδριο της ΕΨΕ, ανακοινώθηκε η
δημιουργία, σε ψυχιατρική κλινική γενικού νοσοκομείου, μιας ειδικής
«κλινικής κλοζαπίνης», ενός αντιψυχωτικού φαρμάκου, που έχει σοβαρές
παρενέργειες και το οποίο, μέχρι τώρα, υπήρχε ως εναλλακτική στα χέρια
του εκάστοτε θεράποντος γιατρού (όπως όλα τα άλλα φάρμακα) ως η
πραγματικά «έσχατη λύση» (ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να λειτουργεί έτσι).
Καταλαβαίνει κανείς, ότι όταν γίνεται μια «ειδική κλινική» για ένα
φάρμακο, αυτό θα συντελέσει σε μια προκλητή αύξηση της χρήσης του.
Πρόκειται, φυσικά, για το Leponex της Novartis. Αν, φυσικά, υπήρχε ένα
ολοκληρωμένο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών, η καταφυγή στο Leponex θα
μπορούσε να είναι πολύ μικρότερη.
-Ανάλογη «ειδική κλινική» ανακοινώθηκε και για την χορήγηση των
μακράς δράσεως ενέσιμων αντιψυχωτικών (depot), με τρία, εν προκειμένω,
σχετικά νεώτερα και πανάκριβα φάρμακα (αλλά όχι πιο αποτελεσματικά από
τα παλιότερα) ν΄ ανταγωνίζονται για το κατά το δυνατόν μεγαλύτερο
μερίδιο στην αγορά.
-Ενας πιο πρόσφατος νεωτερισμός, εισαγόμενος και αυτός, είναι οι
συμφωνίες γιατρών δημοσίων νοσοκομείων με εταιρείες, να πηγαίνουν
άνθρωποι των εταιρειών να κάνουν μακράς διάρκειας ενέσιμα αντιψυχωτικά
στα σπίτια ασθενών που υποδεικνύουν οι γιατροί, ως μέσο προώθησης των
προϊόντων των εταιρειών. Σχετικά με αυτό, στην Αγγλία, σε αντιστάθμιση,
υποτίθεται, της κατάρρευσης του NHS, προτάθηκε, από το 2012, ως επίσημο
πρόγραμμα, η συνεργασία γενικών γιατρών και εταιρειών για θεραπευτικές
δραστηριότητες (μη διαγνωσμένων, δύσκολων περιπτώσεων, βελτίωση της
συμμόρφωσης στη θεραπεία κλπ), με τρόπο ώστε οι εμπορικοί αντιπρόσωποι
να είναι σε θέση να επιλέγουν, από τον κατάλογο των ασθενών του γενικού
γιατρού, εκείνους που πιστεύουν ότι θάπρεπε να παίρνουν τα φάρμακα της
εταιρείας τους. Δεν είμαστε μακριά….
-Και τι να πει κανείς για μια Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία (ΕΨΕ), που
στην Παγκόσμια Ημέρα για την Ψυχική Υγεία (10/10/17), αφιερωμένη στην
«Ψυχική Υγεία και Εργασία», καλεί, ως πρώτο ομιλητή, τον πρόεδρο του
ΣΦΕΕ (διάδοχο του Κ. Φρουζή);
-Υπήρξαν, τέλος, περιπτώσεις όπου έγιναν «δοκιμές» ήδη κυκλοφορούντων
(άρα εγκεκριμένων) ψυχοφαρμάκων μέσα σε δημόσια νοσοκομεία – χωρίς ποτέ
να ερευνηθεί με ποιους όρους και προϋποθέσεις (και εις βάρος μάλιστα
των συνθηκών αξιοπρεπούς νοσηλείας των «εκτός δοκιμών» ασθενών).
Το Υπουργείο Υγείας είναι μακράν όλων αυτών. Ασχολείται σε επίπεδο
διαχείρισης των συγκρούσεων συμφερόντων (τιμολογήσεις κλπ, σε εφαρμογή
και των μνημονιακών δεσμεύσεων), αδυνατώντας και αρνούμενο να θίξει τη
ρίζα του προβλήματος. Ενα ερώτημα, μάλιστα, εν προκειμένω, είναι αν και
οι γιατροί των διαφόρων επιτροπών του Υπουργείου έχουν κάποια, όποια
σχέση, με φαρμακευτικές εταιρείες, αν πηγαίνουν στα «πληρωμένα όλα»
συνέδριά τους. Υπάρχουν, πχ, κάποιοι που κάνουν έρευνες και μελέτες που
τους έχουν αναθέσει οι εταιρείες; Προωθούν, με όποιο τρόπο, τα όποια
φάρμακα της όποιας εταιρείας – μέσα, πχ, από διάφορα δήθεν επιστημονικά
συνέδρια κλπ (όπως για τα «μακράς δράσεως» αντιψυχωτικά κά); Και στο
πανεπιστήμιο τι (εξακολουθεί να) γίνεται;
Είναι σαφές ότι λύση στο πρόβλημα δεν θα υπάρξει όσο το φάρμακο
παραμένει εμπόρευμα στα χέρια των φαρμακοβιομηχανιών. Οσο ο γιατρός
εξακολουθεί να λειτουργεί ως ο «ενδιάμεσος» ανάμεσα στην εταιρεία και
τον χρήστη, στον οποίο πρέπει να χορηγήσει το φάρμακο/εμπόρευμα για την
θεραπεία του. Είναι μέσα από αυτή τη σχέση που ανοίγονται όλα τα
πλοκάμια της διαπλοκής.
Γιατί δεν πρόκειται μόνο για την διάχυτη διαπλοκή και διαφθορά του
συστήματος. Είναι ο ίδιος ο «τρόπος σκέψης και πρακτικής» του ιατρικού
σώματος που πλάθεται και χειραγωγείται από αυτό που ελέγχεται,
συγκροτείται και διατίθεται ως «επιστημονική γνώση» (ως θεραπεία, ως η
«σωστή φαρμακευτική αγωγή» κλπ) – όταν, δηλαδή, η υπαρκτή επιστημονική
γνώση χειραγωγείται από τις λογικές και τις πρακτικές της κερδοφορίας
των φαρμακοβιομηχανιών - σε συνάρτηση, πάντα, με τη κυρίαρχη βιοεξουσία.
Είναι αυτές οι επιλογές που προσφέρονται ακόμα και στον αμετάκλητα
καλών προθέσεων γιατρό, αυτόν που νοιάζεται πάνω απ΄ όλα για τον ασθενή
του.
Αν και φαίνεται «εκτός τόπου και χρόνου», η εθνικοποίηση της
φαρμακοβιομηχανίας, κάτω από έλεγχο των εργαζομένων και της κοινωνίας,
είναι η μόνη απάντηση στα σκάνδαλα που είναι εν εξελίξει και σε αυτά, τα
διηνεκή, που είναι μπροστά μας - στο σκάνδαλο που αποτελεί η ίδια
ύπαρξη της ιδιωτικής φαρμακοβιομηχανίας και η παραγωγή του φαρμάκου ως
εμπορεύματος. Ενδιάμεση λύση δεν υπάρχει – και αυτό, για μιαν ακόμη
φορά, θα φανεί στην πορεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου