...........................................................
Ναπολέων Λαπαθιώτης
1888 – 1944
·
Επιλογή
από τα Π ε ζ ά Π ο ι ή μ α τ α
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΑΡΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ. Το
τραγούδι μαραίνει την καρδιά μου, σαν ένα γλυκό πάθος μακρυνό. Σαν ένα κλάμα
μακρυνών αγγέλων, σ’ ένα λησμονημένο ουρανό. Σα μια μουσική νεκρών αγγέλων, σ’
έναν ουρανό λησμονημένο, μαραίνει την καρδιά μου το τραγούδι… Το νιώθω, κάθε
τόσο, ν’ ανεβαίνη τα χίλια σκαλοπάτια της καρδιάς μου, κάποια λαμπρά βράδια
μαγεμένα -, ξεκινημένος από πού, ποιος ξαίρει, και ποιος ξαίρει κατά πού
τραβώντας, - με πάθος, κάθε τόσο, ν’ ανεβαίνη τα χίλια σκαλοπάτια της καρδιάς
μου, κάποια λαμπρά βράδια μαγεμένα, χωρίς ελπίδα και χωρίς σκοπό…
Το τραγούδι μαραίνει την καρδιά μου, σαν ένας
πόθος που δεν έχει ζήσει, κι όμως υπάρχει μέσα μου για πάντα, κι ανεβαίνει,
πάλι, κάθε τόσο, τα χίλια σκαλοπάτια της καρδιάς μου, για να φτάση πού, και για
ποιο λόγο, χωρίς ελπίδα και χωρίς σκοπό…
Και μου μαραίνει, πάντα, την καρδιά μου, σα
μουσική νεκρών αγγέλων, - σαν ένα κλάμα μακρυνών αγγέλων, ξεκινημένων μέσ’ από
τα βάθη κάποιων ουρανών λησμονημένων, για να φτάσουν, κι εγώ δεν ξέρω πού, σε
κάποιον άλλο, πιο ευτυχισμένο, και πιο λησμονημένο ουρανό…
(1944)
Από ΤΑ ΚΙΟΝΟΚΡΑΝΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ
Τ’ ΑΛΦΑ ΚΑΙ Τ’ ΩΜΕΓΑ
ΤΟ ΧΑΟΣ. Τ’ Άμορφο Μηδενικό. Όνειρο τρελλού
σε ραϊσμένους καθρέφτες.
Κι ύστερα η Δύναμη ναν το μορφώση σ’ έναν
τύπον Αρμονίας. Απ’ το Ένα τα Χίλια – σαν απ’ το λευκό φως τα εφτά χρώματα. Η
Σύλληψη, τ’ ανατρίχιασμα της Κίνησης, το έμβρυο Ζωή. Αρχινάνε οι κύκλοι και τα
ματαγυρίσματα σαν στην άκρη σφεντόνας. Οι Ήλιοι. Σαν μπουμπούκια σκάζουν οι
Ήλιοι.
Η Ζέστα, και πυρώνει.
Σαλεύει το πρώτο σκουλήκι.
Ο Άντρας κι η Γυναίκα – και το παραμιλητό
της Σάρκας.
Οι Γεννιές: μια πάνου στην άλλη, σαν
τρεχούμενο νερό, και σαν αραχνοκλωστές.
Κοινωνία. Θεός και Βασιλιάς.
Η Σκέψη, το Τραγούδι, και το γοερό «Γιατί».
Ανηφοριές, Πικράδες, τα Σκοντάμματα. Το Εγώ,
οι Χαρές, τα ωραία μάτια, τα ωραία μάτια.
Η Τέχνη. Ένα τάνυσμα του «είναι» - σαν τόξου
τάνυσμα.
Αμαρτίες, τρόμοι, σκληράδες.
Οι Αλλοφροσύνες. Το φαρμάκι μέσ’ στις
κούπες.
Ο άφραστος Ερχομός, η Απολύτρωση – σαν είδος
μορφίνα.
Ο Ύπνος…
[…]
ΦΩΣ ΕΚ ΤΩΝ ΕΝΔΟΝ
ΕΣΕΙΣ – ΟΠΟΥ ΛΕΜΕ
ΤΟΣΑ ΠΡΑΜΑΤΑ – καθιστοί κι αραδαριά, οι Φίλοι κ’ οι Οχτροί – πού λέμε τόσα
πράματα – ναν το ηξέρατε το τι σφαλνώ Εγώ, μες τα δικά μου βύθη, το Καλό και το
Κακό.
Εσείς οι Φίλοι – ναν το ηξέρατε, κι ακόμα
πλιο θα μ’ αγαπούσατε.
Κ’ εσείς - οι Οχτροί – κι ακόμα πλιο θα μ’
οχτρευόσαστε.
Τόσο Καλό – που κ’ Εσείς, οι Οχτροί, μπόρειε
να μ’ αγαπήσετε, τόσο Κακό – που κ’ Εσείς, οι Φίλοι, μπόρειε να μ’
Οχτρευόσαστε.
Αληθινά, μπόρειε και να μ’ οχτρευόσαστε.
[…]
[1912]
ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ
Ω! ΤΟ ΜΕΛΩΜΑ ΤΩΝ ΜΙΣΟΚΛΕΙΣΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΣΟΥ,
άμα γλυστρώ κρυφά τα διψασμένα χέρια μου μέσα σ’ τους σκιερούς πόθους του
κορμιού σου!...
Ω! το λάγγεμα των ματιών σου, πού, μέσα τους
κάτι ολότρεμο και άφραστο γλυκοθαμπώνει και απαλοχάνεται, σα να περνούσανε η
ολογάλανες ανατριχίλες του φεγγαριού, αχνά και λιγωμένα, από τα μελένια και
τρεμάμενα βάθη τους!...
Οι άλλοι δεν νιώθουν τίποτε, κουβεντιάζουν
ήσυχα-ήσυχα γύρω μας, και η ομιλίες τους ηχούνε σα βούισμα από μέλισσες, κοπάδι
από μακρυνές μέλισσες.
Και κάτω απ’ το τραπέζι, τα κορμιά μας
μεθούνε και πλέκονται σ’ ερωτικούς πλοκάμους, και τα χέρια μου, σα φαρμακωμένα
φείδια, γλιστράνε και πίνουνε, πίνουνε τα φλογερά μυστικά της σαρκός σου…
Και με κυττάς, σε κάθε σφίξιμο μ’ ένα
παραλυμένο χαμόγελο, που αναβλύζει από τα τρίσβαθα των ολόγλυκων λογισμών σου,
και τα μάτια σου θολώνουν από γλυκούς και ηδύπαθους αχνούς, και μου χαράζουν,
σα θανάσιμα κοφτερά λεπίδια την ψυχή…
Η λάμπα φωτίζει το ροδοκόκκινο, λαχανιασμένο
πρόσωπό σου, και η καρδιά μου χαμογελάει, χαμογελάει και κολυμπάει, σκοτεινός
κύκνος, μελλοθάνατος, σε χαυνωμένα τριανταφυλλένια πέλαγα…
Μου παραδίνεσαι άφωνα, μου παραδίνεσαι κάτω
απ’ το καρυδένιο τραπέζι… Και οι πόθοι μου ξυπνούνε, ξυπνούνε οι αποναρκωμένοι
πόθοι μου από τους βυθούς που ωνειρευώνταν, και χυμούνε σαν κοράκια, μαύρα
κοράκια, να πιούνε τη λαύρα του τρεμάμενου κορμιού σου…
Του τρεμάμενου κορμιού σου που φρικιάζει
μέσα στ’ αγκαλιάσματά μου, σαν τα καλάμια, τα μακρόλιγνα σκιαγμένα καλάμια του
ποταμιού, την ώρα που αρχινάει να σουρουπώνη και το πεθαμένο φεγγάρι τινάζεται
από τα βύθη των μισόσβυστων βουνών, κατακίτρινο και λαγγεμένο, σαν από λιγώματα
νεκρών οργίων…
(1908)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου