Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

"Να το ’χα για προσκέφαλο..." γράφει ο Παντελής Μπουκάλας ("Εφημερίδα των Συντακτών", 07.02.2018)

.............................................................
 

Να το ’χα για προσκέφαλο...


Παντελής Μπουκάλας

Βιβλία στο προσκέφαλο: Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Αθόρυβο και πολυεστιακό πρόσωπο της γραφής (ποιητής, μελετητής, κριτικός, αρθρογράφος, μεταφραστής, διορθωτής), αλλά και σταθερό πρόσωπο σε μια ανυποχώρητη, στοχαστική, μετριοπαθή Αριστερά (μαθήτευσε, μεταξύ άλλων, και στo νηφάλια φλογερό εργαστήρι του «Πολίτη»), ο σημερινός φιλοξενούμενος της στήλης μας. Η ποίηση τoυ Παντελή Μπουκάλα μετεωριζόμενη ανάμεσα στην ερωτική βαρυθυμία και στην έξαρση του πένθους, στη συλλογική μνήμη και στην ατομική εξομολόγηση, στο λυρικό και στο δραματικό σχήμα, σμιλεύει και αναδεικνύει, μέσα από μια γλώσσα που αρδεύει τόσο από τη λόγια όσο και απο λαϊκή παράδοση, κλιμακώσεις της συνέχειας, του εκτοπισμού και της αντίστασης, φανερές και αφανέρωτες, όπως αυτές ανιχνεύονται στην καθημερινότητα, στην Ιστορία, στην υπέρβαση, αλλά και στην ποιητική περιπέτεια. Εδώ παρακολουθούμε τον αυτοβιοβιβλιογραφούμενο αφηγητή λαμποσκοτεινιάζοντας να φυλλομετράει τα εντός και εκτός σελίδας πάθη, τραύματα, οικειότητες, αναμνήσεις, αναγωγές, μεταμορφώσεις.
Επιμέλεια: Μισέλ Φαϊς





Αργησα ν’ αποκτήσω δικά μου βιβλία. Στο σπίτι που γεννήθηκα, σπίτι αγροτικό του ’57, τριάντα χιλιόμετρα από το Μεσολόγγι, δηλαδή τρεις ώρες δρόμος τότε το σημερινό τέταρτο, δεν υπήρχε βέβαια ούτε ηλεκτρικό ούτε νερό ούτε τουαλέτα. Ποια βιβλία. Μόνο μια Παλαιά Διαθήκη μεταφρασμένη σε υποφερτή καθαρεύουσα, ένα βιβλίο του πατέρα, μηχανολογικό, δεν πρόλαβε να μου εξηγήσει το μεράκι του, κι ένα τευχίδιο με την ιστορία του τειχισμένου μοναστηριού του χωριού, σε βάλτο μέσα, της Παναγίας της Λεσινιώτισσας· εκεί κρύβονταν οι κυνηγημένοι στα κλέφτικα χρόνια και στα χρόνια της Επανάστασης.
Την πετριά πάντως με το διάβασμα την απόκτησα πολύ νωρίς. Πήγα δημοτικό στα πεντέμισι, και υποχρεώθηκα έτσι να αποφοιτήσω δυο φορές από την έκτη· την πρώτη με δέκα, τη δεύτερη με δέκα και τόνο. Εβλεπα να φεύγουν για το γυμνάσιο του παραδιπλανού χωριού τα οχτάρια, και τα εξάρια ακόμα, και μ’ έλιωνε ο καημός.
Για να ημερέψω την πείνα μου έτρωγα με το αυτί: παραμύθια, αινίγματα, τις ιστορίες του χωριού, πώς φτιάχτηκε και από ποιους, πώς το καταράστηκε ο Πατροκοσμάς –τις είχε εύκολες τις κατάρες όπως έμαθα πολύ αργότερα–, τραγούδια, μοιρολόγια, τις ψαλμωδίες της εκκλησίας· εφτά χρόνια παπαδοπαίδι, είχα και το ετήσιο τυχερό μου: το τάλιρο που μου έδινε ο παπάς στα Φώτα, αμοιβή που γυρνούσα μαζί του το χωριό, κρατώντας τη λεκάνη με το αγιασμένο νερό, μες στην οποία οι ευλογούμενοι έριχναν το ελάχιστο που τάχα τους περίσσευε. Πάντα σαν μάταιο ποντάρισμα στο καζίνο του Επέκεινα μου ακούγονται οι οβολοί που πέφτουν σε ναούς όποιας θρησκείας. Αλλά όταν δεν με βλέπει ο εαυτός μου, όλο και κάτι ρίχνω κι εγώ.
Το τάλιρο των Φώτων (ιδού ο Διαφωτσμός), μαζί με το πανέμορφο εικοσάρικο με το δελφίνι, σταθερός μποναμάς του νονού, συν κάνα ουρανοκατέβατο χαρτζιλίκι, άρχισαν από κάποια στιγμή κι έπειτα να κατατίθενται στο περίπτερο. Και να γίνονται Μπλεκ, Ταρζάν, Ζαγκόρ, Μικρός Ηρωας, Μικρός Σερίφης, Σεραφίνο, Τιραμόλα, άιντε και Μίκυ Μάους, που δεν τον παραπήγαινα, μόνο ο Κύρος ο Γρανάζης με τραβούσε.
Αλλά η πείνα πείνα. Νά λοιπόν και το Φαντάζιο και το Ρομάντσο και η Βεντέτα της καλής μου ξαδέρφης. Και να και το καφενείο του χωριού με το Φως των Σπορ, ώρες μεσημεριού, όταν οι κανονικοί θαμώνες του αναπαύονταν. Ξεκοκάλιζα τις κριτικές για τα παιχνίδια του Ολυμπιακού, δοκίμιο ολόκληρο για κάθε παίχτη, με ήθος παλαμικό συνταγμένο: αγαπητική αυστηρότητα. Λέω ότι μάλλον εκεί και τότε γράφτηκε να γίνω κριτικός.
Και στη μονοετή θητεία μου στην Πάτρα και στην Αθήνα από τετάρτη γυμνασίου κι έπειτα, τα βιβλία λιγοστά: του σχολείου. Ούτε εγκυκλοπαίδειες ούτε λεξικά.
Οταν πια, επί χούντας, πήγα παιδί για όλες τις δουλειές στις Εκδόσεις Παπαζήση, τα καλοκαίρια βέβαια, γυμνασιόπαιδο ήμουν ακόμα, ένα βλαχάκι στην πρωτεύουσα, και βιβλία βρήκα και την κλίση μου. Βρήκα κυρίως τον Δήμο, τον πρωτοξάδερφό μου Δήμο Μαυρομμάτη, φρεσκογυρισμένο από τα ξερονήσια.
Αυτός μού πρωτοχάρισε βιβλία – τον Ζαν Κριστόφ του Ρομαίν Ρολάν, τον Ηρεμο Ντον του Μιχαήλ Σολόχοφ, κι άλλα πολλά. Αυτός αργότερα μου είπε «να διαβάσεις τον Μαρωνίτη, Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα», μάθημα μέγα κι ας ήμουν ανέτοιμος, δέκα διάβαζα, ένα μισοκαταλάβαινα.
Ο Δήμος επίσης, έπειτα από κάμποσα χρόνια, μου υπέδειξε την Ανακάλυψη των δημοτικών τραγουδιών του Αλέξη Πολίτη, ο Δήμος και την Ποιητική του δημοτικού τραγουδιού του Γρηγόρη Σηφάκη. Αχώριστα ιδρύθηκαν στο φιλαναγνωστικό μυαλό μου αρχαιότητα και δημοτικά.
Στον «Ολκό» και στον Πολίτη του Αντώνη, του Αγγελου και του Δήμου, αλλά και του Διονύση και του Γιάννη, στη μεταπολίτευση, σαν παιδί επίσης για όλες τις δουλειές, συνόδευα τον κυρ Γιάννη Κουτσιμανή και τον αδερφό του τον κυρ Βασίλη στα βιβλιοπωλεία, με αφετηρία την Υπατίας 5 και με μια σακούλα γεμάτη Πουλαντζά, Τσουκαλά, Μακρυγιάννη, Ράιτ Μιλς, Φρήντριχ Ντύρενματ.
Ανακάλυψα λοιπόν με χαρά μου ότι το «ου κλέψεις» δεν είναι και τόσο υποχρεωτικό, όταν πρόκειται για βιβλία. Αμαρτία ξομολογημένη: Ασκήθηκα στο άθλημα της βιβλιο­υπεξαίρεσης (όχι, τη λέξη «απαλλοτρίωση» δεν την ήξερα) στην «Πρωτοπορία» και στο «Θεμέλιο». Δηλαδή εκεί όπου και να μ’ έπιαναν, με ήξεραν, δεν θα με παρέδιδαν στην αστυνομία. Στα πράσα με έπιασαν στο Ζάππειο, έμπειρο πια, σε έκθεση βιβλίου. Δεν μου έφτανε το ένα λεξικό, ήθελα και δεύτερο. «Μην είσαι πλεονέκτης» μού είπε ο υπάλληλος και μ’ άφησε να πάω στην ευχή.
Η δουλειά μου είναι το γράψιμο, στις πολλές εκδοχές του. Αυτό σημαίνει πως η δουλειά μου είναι το διάβασμα, αλλιώς δεν γίνεται. Εφημερίδες, ιστοσελίδες, μελέτες, ιστοριογραφήματα – βουλιμικά. Κι όλο και πιο σπάνια περισσεύει καιρός για διαφυγή με κάνα καουμπόικο (Λουίς Λ’ Αμούρ) ή επιστημονική φαντασία (από Φίλιπ Ντικ έως Ούρσουλα Λε Γκεν).
Η βιβλιοθήκη μου με έχει ξεπεράσει από χρόνια. Σαν διορθωτής και επιμελητής πάντως, σαράντα χρόνια και, διάβασα πάμπολλα βιβλία κάθε λογής, που αλλιώς ίσως δεν θα τα ξεφύλλιζα. Δεν είναι μπελάς, σπουδή είναι και όφελος – και δεν εννοώ το οικονομικό.
Δεν ξέρω πόσοι έχουν διαβάσει ολόκληρο τον Μεγάλο Ανατολικό, τον Χαμένο χρόνο του Προυστ (καταπλήσσομαι και καταθλίβομαι όταν διαβάζω πεζογράφους μας να δηλώνουν με καμάρι ότι ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν Προυστ), και την Ιλιάδα ακόμα, μεταφρασμένη. Ισως και λόγω της διορθωτικής μου εμπλοκής, τα ’χω διαβάσει.
Καταλαβαίνεις έτσι, από την πρώτη διόρθωση έως την τελική, ότι το βιβλίο, το κείμενο, το ξεγεννάει η δεύτερη ανάγνωση και η τρίτη, κι όταν πρόκειται για ποιήματα η δέκατη.
Καταλαβαίνεις επίσης ότι, αν κάποια στιγμή ζητήσεις να συνοψίσεις τη βιογραφία σου εξισώνοντάς τη με τη βιβλιογραφία σου, με τα διαβάσματά σου, θα σταθείς στα αγκωνάρια. Στα κείμενα που απαιτούν την επιστροφή σου.
Γυρνάω και ξαναγυρνάω στον Ομηρο και τον Ηρόδοτο, στους τραγικούς και τον Αριστοφάνη, στους λυρικούς και την Παλατινή Ανθολογία, γιατί πάντα κάτι μεταφράζω, για δημοσίευση ή για το συρτάρι.
Γυρνάω και ξαναγυρνάω στον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη, τον Κατσαρό, τον Αλεξάνδρου – σε ποιητές πρωτίστως, και πάντως όχι για τους ίδιους λόγους.
Δεν ξαναγυρνάω στη δημοτική ποίηση, γιατί είμαι από χρόνια μόνιμος κάτοικός της, για τις τερπνές ανάγκες της σειράς «Πιάνω γραφή να γράψω...: Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι».
Ωστε, στο θέμα «Βιβλία στο προσκέφαλο» απαντώ αυθορμήτως

Το χέρι σου το παχουλό το κοντυλογραμμένο, /
να το ’χα για προσκέφαλο τρεις μέρες και τρεις νύχτες. /
Κι οι μέρες να ’ναι του Μαγιού κι οι νύχτες του Γενάρη. 

Μη προς κακοφανισμό, στη Νύμφη Ανάγνωση απευθύνομαι.


 Τελευταίο βιβλιο του Π. Μπουκάλα είναι η μελέτη «Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση» (Αγρα, 2017).


Δεν υπάρχουν σχόλια: