.............................................................
Παίρνω το θράσος να γράψω δυό γραμμές, και λέω θράσος διότι μιλώ από την ασφάλεια που μου παρέχει η τωρινή μου τύχη, γι’ αυτό το παγκόσμιο θηριοτροφείο του πλανήτη που μετράει τον πολιτισμό του με φέρετρα.
Για τον ενταφιασμό της λογικής που κατακτήθηκε ολοκληρωτικά από τη σαύρα του εγκεφάλου του και δεν του απομένει παρά η αρπακτικότητά της.
Στέκομαι με πνιγμό σ’ αυτόν τον άφατο πνιγμό του βρέφους με τύχη μελανή. Σ’ αυτό το βρεγμένο βλαστάρι, ντυμένο στα κόκκινα και στα μαύρα, που τό ’ριξε άπνοο η θάλασσα στις ξέρες της ερημιάς μας.
Το παιδί που κατόρθωσε να γεννηθεί, να φάει βόμβες και χώματα, που κατόρθωσε να βγει από τη λίμνη του αίματος, που κατόρθωσε να περάσει και να βγει απ’ το απέραντο θαλάσσιο ενυδρείο των πνιγμένων και να φτάσει νεκρό να μας πει “καληνύχτα, ανθρωπότητα”.
Προσπαθώ με το φαρμάκι να σκαφτώ, να δω, να βρω τι κάνει τούτον τον κόσμο, τέρας. Τούτον τον κόσμο, τον άμοιρο, που ο μισός πεθαίνει από πείνα κι ο άλλος μισός από χοληστερίνη.
Πώς και γιατί τόσος πόνος, τόσο πένθος, τόσο αίμα που χύθηκε και χύνεται στα χαμένα, δεν τον συνετίζουν.
Ποιοί και πόσοι είναι αυτοί οι χρηματοκυνηγοί που καθιστούν όλα τα χρόνια δίσεκτα.
Ποιές είν’ αυτές οι ιλαροτραγικές θρασύδειλες μάσκες που διαφεντεύουν και ασχημονούν, που καθιστούν την κάθε μέρα, νύχτα βομβισμένη.
Λυπούμαι που γενικεύω, αλλά δεν μπορώ να κάνω πια αλλιώς.
Τι κόσμος είναι επιτέλους αυτός που στέλνει τα παιδιά του στα κολλέγια και στα πανεπιστήμια, να βγουν ατσαλάκωτοι, φονικοί χαρτογιακάδες, με τη δικαιολογία πως “εκεί είναι το μέλλον”;
Στην εποχή των μαύρων θαυμάτων και των ανεκδιήγητων, μαύρων θαυματοποιών, έξω από κάθε έννοια στοιχειώδους ηθικής, ο άνθρωπος χάνει τις διαστάσεις του και η ζωή καθίσταται αμελητέα.
“Πήγαιναν τούτοι, οι πολιτισμένοι”, μού ’λεγε ο πατέρας μου, “κι έστρωναν τη χλόη της Αφρικής με πτώματα. Έβγαιναν από περάσματα κρυφά οι ανθρωποφάγοι και, κοιτώντας όλη τη διαστρωμάτωση από νεκρούς, αναρωτιούνταν: ‘Αφού δεν τους τρώνε, γιατί τους σκοτώνουν;’ Οι ανθρωποφάγοι.”
Κι όμως, για να λατρέψουμε το φως γέννησε τη νύχτα ο ουρανός, μη μας παιδέψει. Αλλά το προφανές το προσπερνούμε.
Δε μου αρέσει η πρεπολογία, ωστόσο πρέπει να ξανακοιταχτούμε.
Ζούμε όλοι μαζί μόνοι. Δημόσια μόνοι. Δε νιώθουμε παρά την ηδονή και την καταστροφή. Μας ξοδεύει η φλυαρία, η αδιαφορία και ο ναρκισσισμός. Όλοι μιλούμε για τους άλλους και κανείς με τους άλλους.
Ζούμε, κελύφη άδεια, με δήθεν και τάχα, δίχως δυο σκόπιμες ματιές για το “μαζί”. Δίχως καμιά διαδικασία εκχωματώσεων, να βρούμε έναν πυρήνα διαρκείας, αλλά με φωνές και σχήματα, δίχως κανένα στοχασμό, γεννώντας το κακό που μας σκοτώνει.
Δε μένει παρά η πράξη· ο μόνος σεμνός, σιωπηλός και τελειωμένος λόγος. Η πράξη· η μόνη εφικτή “επαναστασούλα”. Να κάνεις καλά τη δουλειά σου και νά ’σαι δοτικός.
Πράξη δοτική είναι αυτή του προικισμένου δασκάλου στο δημοτικό και στο νηπιαγωγείο, που οδηγεί ψυχές και τις κινεί στη γνώση και στην ομορφιά. Πράξη που γεννάει πολίτες, κι όχι υπηκόους.
Παρά το ότι η κλεψύδρα μετράει με σκόνη τη ζωή, τουλάχιστον στη φωτεινή της όψη, όσο να πέσει ο τελευταίος κόκκος σαν τελική τελεία, δε μπορεί παρά η ίδια η ζωή να ευαγγελίζεται την ενότητα του κόσμου.
Να κεντά τη συνευθύνη, ν’ ανασύρουμε το θαμμένο “φιλάνθρωπον” απ’ το βυθό στην επιφάνεια.
Όλα αγοράζονται σήμερα, εκτός απ’ τη συμπόνοια.
Δε λέω κάτι καινούργιο. Την αδυναμία, την αμηχανία μου καταγράφω, έτσι ανεπίδοτα, απ’ αυτό και γι’ αυτό το απίστευτης αγριότητας γεγονός καταθλιμμένος, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ “ευαίσθητος καμπόσος”. Ένα ακόμη κλαψοπούλι.
Γράφω διότι δε μπορώ να βλέπω το γιό μου, δυό μέτρα άντρα, να μη μπορεί να ανασάνει απ’ τα αδιέξοδα και τα αναφιλητά.
Γράφω διότι δε μπορώ να βλέπω τα παιδιά δίχως ορίζουσες και ελπίδες, μέσα στην καλωδιωμένη μοναξιά, τίγκα στα ψυχοφάρμακα, καταγγέλοντας πρώτον εμένα κι ύστερα όλους εμάς. Τους θεατές, τους διαφημιστές, τους “διαφωτιστές”, τους απόντες.
Ανεπίδοτο
O ποιητής, σκηνοθέτης και εικαστικός, Πάνος Κυπαρίσσης, γράφει για τον «Ημεροδρόμο»
Παίρνω το θράσος να γράψω δυό γραμμές, και λέω θράσος διότι μιλώ από την ασφάλεια που μου παρέχει η τωρινή μου τύχη, γι’ αυτό το παγκόσμιο θηριοτροφείο του πλανήτη που μετράει τον πολιτισμό του με φέρετρα.
Για τον ενταφιασμό της λογικής που κατακτήθηκε ολοκληρωτικά από τη σαύρα του εγκεφάλου του και δεν του απομένει παρά η αρπακτικότητά της.
Στέκομαι με πνιγμό σ’ αυτόν τον άφατο πνιγμό του βρέφους με τύχη μελανή. Σ’ αυτό το βρεγμένο βλαστάρι, ντυμένο στα κόκκινα και στα μαύρα, που τό ’ριξε άπνοο η θάλασσα στις ξέρες της ερημιάς μας.
Το παιδί που κατόρθωσε να γεννηθεί, να φάει βόμβες και χώματα, που κατόρθωσε να βγει από τη λίμνη του αίματος, που κατόρθωσε να περάσει και να βγει απ’ το απέραντο θαλάσσιο ενυδρείο των πνιγμένων και να φτάσει νεκρό να μας πει “καληνύχτα, ανθρωπότητα”.
Προσπαθώ με το φαρμάκι να σκαφτώ, να δω, να βρω τι κάνει τούτον τον κόσμο, τέρας. Τούτον τον κόσμο, τον άμοιρο, που ο μισός πεθαίνει από πείνα κι ο άλλος μισός από χοληστερίνη.
Πώς και γιατί τόσος πόνος, τόσο πένθος, τόσο αίμα που χύθηκε και χύνεται στα χαμένα, δεν τον συνετίζουν.
Ποιοί και πόσοι είναι αυτοί οι χρηματοκυνηγοί που καθιστούν όλα τα χρόνια δίσεκτα.
Ποιές είν’ αυτές οι ιλαροτραγικές θρασύδειλες μάσκες που διαφεντεύουν και ασχημονούν, που καθιστούν την κάθε μέρα, νύχτα βομβισμένη.
Λυπούμαι που γενικεύω, αλλά δεν μπορώ να κάνω πια αλλιώς.
Τι κόσμος είναι επιτέλους αυτός που στέλνει τα παιδιά του στα κολλέγια και στα πανεπιστήμια, να βγουν ατσαλάκωτοι, φονικοί χαρτογιακάδες, με τη δικαιολογία πως “εκεί είναι το μέλλον”;
Στην εποχή των μαύρων θαυμάτων και των ανεκδιήγητων, μαύρων θαυματοποιών, έξω από κάθε έννοια στοιχειώδους ηθικής, ο άνθρωπος χάνει τις διαστάσεις του και η ζωή καθίσταται αμελητέα.
“Πήγαιναν τούτοι, οι πολιτισμένοι”, μού ’λεγε ο πατέρας μου, “κι έστρωναν τη χλόη της Αφρικής με πτώματα. Έβγαιναν από περάσματα κρυφά οι ανθρωποφάγοι και, κοιτώντας όλη τη διαστρωμάτωση από νεκρούς, αναρωτιούνταν: ‘Αφού δεν τους τρώνε, γιατί τους σκοτώνουν;’ Οι ανθρωποφάγοι.”
Κι όμως, για να λατρέψουμε το φως γέννησε τη νύχτα ο ουρανός, μη μας παιδέψει. Αλλά το προφανές το προσπερνούμε.
Δε μου αρέσει η πρεπολογία, ωστόσο πρέπει να ξανακοιταχτούμε.
Ζούμε όλοι μαζί μόνοι. Δημόσια μόνοι. Δε νιώθουμε παρά την ηδονή και την καταστροφή. Μας ξοδεύει η φλυαρία, η αδιαφορία και ο ναρκισσισμός. Όλοι μιλούμε για τους άλλους και κανείς με τους άλλους.
Ζούμε, κελύφη άδεια, με δήθεν και τάχα, δίχως δυο σκόπιμες ματιές για το “μαζί”. Δίχως καμιά διαδικασία εκχωματώσεων, να βρούμε έναν πυρήνα διαρκείας, αλλά με φωνές και σχήματα, δίχως κανένα στοχασμό, γεννώντας το κακό που μας σκοτώνει.
Δε μένει παρά η πράξη· ο μόνος σεμνός, σιωπηλός και τελειωμένος λόγος. Η πράξη· η μόνη εφικτή “επαναστασούλα”. Να κάνεις καλά τη δουλειά σου και νά ’σαι δοτικός.
Πράξη δοτική είναι αυτή του προικισμένου δασκάλου στο δημοτικό και στο νηπιαγωγείο, που οδηγεί ψυχές και τις κινεί στη γνώση και στην ομορφιά. Πράξη που γεννάει πολίτες, κι όχι υπηκόους.
Παρά το ότι η κλεψύδρα μετράει με σκόνη τη ζωή, τουλάχιστον στη φωτεινή της όψη, όσο να πέσει ο τελευταίος κόκκος σαν τελική τελεία, δε μπορεί παρά η ίδια η ζωή να ευαγγελίζεται την ενότητα του κόσμου.
Να κεντά τη συνευθύνη, ν’ ανασύρουμε το θαμμένο “φιλάνθρωπον” απ’ το βυθό στην επιφάνεια.
Όλα αγοράζονται σήμερα, εκτός απ’ τη συμπόνοια.
Δε λέω κάτι καινούργιο. Την αδυναμία, την αμηχανία μου καταγράφω, έτσι ανεπίδοτα, απ’ αυτό και γι’ αυτό το απίστευτης αγριότητας γεγονός καταθλιμμένος, κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ “ευαίσθητος καμπόσος”. Ένα ακόμη κλαψοπούλι.
Γράφω διότι δε μπορώ να βλέπω το γιό μου, δυό μέτρα άντρα, να μη μπορεί να ανασάνει απ’ τα αδιέξοδα και τα αναφιλητά.
Γράφω διότι δε μπορώ να βλέπω τα παιδιά δίχως ορίζουσες και ελπίδες, μέσα στην καλωδιωμένη μοναξιά, τίγκα στα ψυχοφάρμακα, καταγγέλοντας πρώτον εμένα κι ύστερα όλους εμάς. Τους θεατές, τους διαφημιστές, τους “διαφωτιστές”, τους απόντες.
*Ο Πάνος Κυπαρίσσης είναι Έλληνας ποιητής, σκηνοθέτης και εικαστικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου