...............................................................
Ποια ήταν η Χάνα Αρεντ;
Ενα δοκίμιο του καθηγητή Χανς Μάρτιν Σένερ Μαν,
μας συστήνει τις κρυμμένες πτυχές του έργου και της σκέψης της πολιτικής
φιλοσόφου Χάνα Αρεντ η ζωή της οποίας μεταφέρθηκε σε μια ταινία που
βγαίνει σύντομα και στις ελληνικές αίθουσες.
Η Μπάρμπαρα Σούκοβα υποδύεται την Χανα Αρεντ στην ταινία της
Μαργκαρέτε φον Τρότα που υπήρξε από τα φιλμ που μονοπώλησαν φέτος το
ενδιαφέρον στα βραβεία της Γερμανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Το φιλμ βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες στις 16 Μαϊου, αλλά λίγο πριν
οι αναγνώστες του φιλμ έχουν την ευκαιρία να το δουν πρώτοι (διαβάστε εδώ τις λεπτομέρειες).
Εν αναμονή της ταινίας, αναδημοσιεύουμε εδώ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον
κείμενο για την φιλοσοφία και την κληρονομιά μια γυναίκας που άφησε το
δικό της σημάδι στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης.
Η Χάνα Αρεντ και η επίδρασή της – ένα πορτραίτο
Αλήθεια, πόσοι τρέφουν πραγματική εκτίμηση για την Χάνα Αρεντ; Το
ερώτημα ίσως αιφνιδιάζει, μια και η Αρεντ χαίρει ευρείας αναγνώρισης ως
πολιτική φιλόσοφος. Όμως αυτή είναι μία μόνο όψη της επιρροής της. Λίγοι
βασίζουν τις ιδέες τους στο έργο της και μια μικρή μόνο ομάδα
ερμηνευτών της προσπαθεί να συνεχίσει τη σκέψη της.
Η Χάνα Αρεντ συνάντησε την απόρριψη σε όλους τους πολιτικούς χώρους.
Αυτό εκπλήσσει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Αριστερά, αφενός γιατί είναι ο
χώρος στον οποίο βρισκόταν πλησιέστερα, αφετέρου επειδή ήταν
παντρεμένη, στον δεύτερο γάμο της που κράτησε ως το θάνατό της, με τον
κομουνιστή Heinrich Blücher, με τον οποίο μοιράστηκε την εμπειρία της
διαφυγής από τους ναζί και της μετανάστευσης. Παρ’ όλα αυτά, στο χώρο
της Αριστεράς κατέστρεψε τη φήμη της με το πρώτο μεγάλο της έργο
Elemente und Ursprünge totaler Herrschaft (Οι απαρχές του
ολοκληρωτισμού), με το οποίο έγινε γνωστή το 1951. Σε αυτό συγκρίνει τον
εθνικοσοσιαλισμό με το σταλινισμό αποδίδοντάς τους παρόμοιες μεθόδους.
Αμφότερα τα συστήματα βασίστηκαν, κατά την Άρεντ, στην τρομοκρατία και
κατάφεραν να διατηρήσουν την ολοκληρωτική εξουσία τους σε όλο το φάσμα
της κοινωνίας, συλλαμβάνοντας ακόμη και εν δυνάμει ή «κατασκευασμένους»
εχθρούς του καθεστώτος και εξολοθρεύοντας πολλούς από αυτούς στα
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με το βιβλίο αυτό η Αρεντ τεκμηριώνει τη θεωρία
του ολοκληρωτισμού, η οποία χρησιμοποιήθηκε στον Ψυχρό Πόλεμο κυρίως
από τους συντηρητικούς εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Το έργο φαίνεται ως λογική συνέπεια της βιογραφίας της Αρεντ.
Γεννημένη το 1906 κοντά στο Αννόβερο, μεγάλωσε στο Καίνιγκσμπεργκ, όπου
στα γυμνασιακά της χρόνια ήρθε αντιμέτωπη με τον πανταχού παρόντα
αντισημιτισμό. Στη συνέχεια, σπουδάζει στο Μάρμπουργκ κοντά στον Martin
Heidegger, με τον οποίο συνάπτει κρυφό ερωτικό δεσμό, και κάνει το
διδακτορικό της με τον Κάρλ Γιάσπερς στη Χαϊδελβέργη. Ο Κουρτ
Μπλούμενφελντ την μυεί στον σιωνισμό.
Το 1933 η Αρεντ συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο και κρατείται για μία
εβδομάδα. Αναγκάζεται να φύγει από τη Γερμανία. Μέσω Πράγας φτάνει στο
Παρίσι, όπου δουλεύει για εβραϊκές οργανώσεις. Μετά τη γερμανική
εισβολή, φυλακίζεται σε στρατόπεδο περιορισμού στη Νότια Γαλλία. Μέσα
στο χάος που επικράτησε μετά την κατάρρευση του γαλλικού αμυντικού
συστήματος, καταφέρνει να αποδράσει από το στρατόπεδο. Όσοι δεν
διέφυγαν, εκτοπίστηκαν αργότερα στο Άουσβιτς. Κρύβεται από τους ναζί με
κίνδυνο της ζωής της και κάποιους μήνες μετά κατορθώνει να διαφύγει μαζί
με τον σύζυγό της και τη μητέρα της μέσω Ισπανίας και Λισσαβόνας για
τις ΗΠΑ. Εκεί εργάζεται αρχικά πάλι για εβραϊκές οργανώσεις, στη
συνέχεια ως επιμελήτρια και από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα
διδάσκοντας σε διάφορα πανεπιστήμια, κυρίως στη Νέα Υόρκη, όπου το 1975
πεθαίνει.
Η κοινοτοπία του κακού
Το 1963, η Αρεντ προκαλεί σκάνδαλο με το βιβλίο της Ο Άιχμαν στην
Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού. Έχει προηγηθεί η
παρουσία της ως δημοσιογράφου στη δίκη κατά του διοργανωτή του
Ολοκαυτώματος, τον οποίο δεν περιγράφει ως σαδιστή και άνθρωπο με
σατανικά στοιχεία, αλλά ως σχολαστικό γραφειοκράτη και υπάκουο υποτελή
του Γ΄ Ράιχ. Το ίδιο υπαινίσσεται για όλους τους συνοδοιπόρους, τους
«κλακαδόρους» και τους συνεργάτες των ναζί – όχι μόνο στη Γερμανία.
Ακόμη, ασκεί κριτική στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης καθώς και σε
ορισμένες μορφές συνεργασίας των Εβραίων με τους ναζί. Πολλοί από τους
Εβραίους φίλους της διακόπτουν κατόπιν αυτού τις σχέσεις τους μαζί της,
ενώ η ίδια δέχεται τα πυρά ποικίλων εντύπων του Τύπου.
Λίγα χρόνια πριν, το 1958, η Αρεντ έχει δημοσιεύσει το σημαντικότερο
πολιτικό-φιλοσοφικό έργο της με τίτλο Vita activa oder vom tätigen Leben
(Η ανθρώπινη κατάσταση – Vita active). Σε αυτό ασκεί κριτική στη
σύγχρονη κοινωνία, όπου η οικονομία εξουσιάζει όλο και περισσότερο την
πολιτική. Με αυτό, πάλι, δυσαρέστησε τους φιλελεύθερους. Σε μια εποχή,
όπου σε όλους τους σημαντικούς πολιτικούς χώρους η δημοκρατία θεωρείται
μια κοινωνικά ευρέως νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία, η Αρεντ στρέφεται
στην αρχαία ελληνική «πόλι», όπου άπαντες οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά.
Την πολιτική την αντιλαμβάνεται ως ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των πολιτών
σε σχέση με τις δημόσιες υποθέσεις. Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της
εποχής του Ψυχρού Πολέμου θεωρούν ότι με τη θέση της αυτή ανοίγει το
δρόμο προς μια αριστερή θεώρηση της δημοκρατίας. Και πράγματι, η Αρεντ
εκφράζει τη συμπάθειά της προς τις διάφορες μορφές συμβουλίων τόσο στην
Παρισινή Κομμούνα του 1871 όσο και στη Γερμανική Επανάσταση του 1918.
Η αποτυχία των επαναστάσεων
Οι έχοντες εθνικά φρονήματα ενοχλήθηκαν από τη θέση της Αρεντ ότι η
παρακμή του έθνους-κράτους ευθυνόταν για τον αντισημιτισμό και την άνοδο
του ολοκληρωτισμού. Επιπλέον, προασπίστηκε τη διαφορετικότητα των
ανθρώπων, που οδηγεί σε έναν κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό, τον
οποίο ακόμη και στις ΗΠΑ δεν βρήκε παρά σε πρωτόλεια μορφή – για
παράδειγμα, στο κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη της δεκαετίας του
’60.
Στο βιβλίο της Über die Revolution (Για την επανάσταση) υποστηρίζει
πως μόνο η Αμερικανική Επανάσταση πέτυχε το σκοπό της, αφού κατάφερε να
δημιουργήσει θεσμούς που διασφάλιζαν τις δημοκρατικές δυνατότητες
συμμετοχής, ενώ τόσο η Γαλλική όσο και η Ρωσική Επανάσταση απέτυχαν στο
κοινωνικό ζήτημα: μια θέση με την οποία δεν συμφωνούν στο σύνολό τους
ούτε οι Γάλλοι Συντηρητικοί, ούτε οι Φιλελεύθεροι ούτε οι Αριστεροί.
Η ζωή του πνεύματος
Στο φιλοσοφικό magnum opus της, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό
της, Vom Leben des Geistes [Για τη ζωή του πνεύματος] συμμερίζεται τις
θέσεις του Μάρτιν Χάιντεγκερ, με τον οποίο οι φιλικές της σχέσεις
αποκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο, παρά τη σχέση του με τους ναζί. Το
γεγονός αυτό δεν ενίσχυσε ιδιαίτερα την εκτίμησή της εκ μέρους του
γερμανικού και του αγγλοσαξονικού ακαδημαϊκού κόσμου – όπου ο Χάιντεγκερ
θεωρείται εν γένει είτε «αποκαθηλωμένος» για τα πολιτικά του πιστεύω
είτε παράλογος από τη σκοπιά της φιλοσοφίας. Εξαιτίας της πνευματικής
της συγγένειας προς τον Χάιντεγκερ η Αρεντ θεωρείται πως συγκαταλέγεται
στους υπαρξιστές φιλοσόφους, οι οποίοι επίσης δεν χαίρουν ιδιαίτερης
εκτίμησης.
Ως «κοσμική» Εβραία, η Αρεντ σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έργο της
αναπτύσσει μια θεώρηση του ανθρώπου, που συνδέεται με τη σκέψη του Αγίου
Αυγουστίνου – ο οποίος ήταν και το θέμα της διατριβής της. Εντούτοις,
χαρακτηρίζοντας ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου το γεγονός της
γέννησης (Gebürtlichkeit), και διαπιστώνοντας ότι με κάθε άνθρωπο
έρχεται στον κόσμο κάτι νέο, ένα ιδιαίτερο ξεκίνημα, όχι μόνο τονίζει
τον ατομισμό και τον πλουραλισμό, που αποδοκιμάζονται από όλους τους
πολιτικούς χώρους, αλλά και προσάπτει στον χριστιανισμό ότι
αναγνωρίζοντας ως σημαντικότερη θρησκευτική εορτή το Πάσχα
προσανατολίζεται προφανώς περισσότερο προς τον πόνο και το θάνατο παρά
προς τη γέννηση, που γιορτάζεται τα Χριστούγεννα.
Εν κατακλείδι, η Αρεντ είναι μια αιρετική στο χώρο της διανόησης, που
ποτέ δεν ξέχασε ότι οι ρίζες της σκέψης της βρίσκονταν στον γερμανικό
πνευματικό πολιτισμό, αλλά που το Ολοκαύτωμα την έκανε Αμερικανίδα.
Χανς Μάρτιν Σένερ Μαν, δοκιμιογράφος και καθηγητής Πολιτικής
Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian του Μονάχου και καθηγητής
Θεωρίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Leopold-Franzen του Innsbruck.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου „Χάνα Αρεντ: Wahrheit, Macht,
Moral“(Εκδόσεις C.H. Beck)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου