................................................................
Η αφήγηση και ο μύθος |
Του Στέφανου Κασιμάτη |
Ο Μανώλης ο Γλέζος (δικαιούται το ονομαστικό άρθρο προ του επιθέτου,
διότι εξελέγη δύο φορές Επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ...) δεν ανέφερε καθόλου
τον Κίσινγκερ, τη Λέσχη Μπίλντερμπεργκ, ούτε καν τους Νεφελίμ.
Εντούτοις, στην ομιλία που έκανε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την
περασμένη εβδομάδα, ήταν σαφέστατος: κάποιοι -ακατονόμαστοι και,
προφανώς, σκοτεινοί τύποι- έχουν βάλει στόχο να πλήξουν την «ιδεολογία
της αντίστασης», ώστε ο ελληνικός λαός «να μην αντιστέκεται στα σχέδιά
τους», είπε. (Μικρή παρέκβαση, για να λυτρωθώ από την αμαρτία μου διά
της ομολογίας: παρά την υπερηφάνεια για την εθνική ταυτότητά μου, ποτέ
δεν κατάλαβα γιατί αυτά τα σκοτεινά κέντρα σπαταλούν τόση φαιά ουσία και
προσπάθεια για να εξουδετερώσουν τους Ελληνες! Τόσο σημαντικοί είμαστε
σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο; Γιατί δεν χρησιμοποιούν αυτούς τους πόρους
για να εξουδετερώσουν, π.χ., τους Κινέζους, των οποίων η άνοδος
πραγματικά οδηγεί σε αναδιάταξη την παγκόσμια τάξη πραγμάτων; Αυτοί οι
Νεφελίμ, βρε παιδάκι μου, δεν έχουν στοιχειώδη αντίληψη των
προτεραιοτήτων; Δέχομαι, παρ’ όλα αυτά, ότι, ως κατ’ αποκλειστικότητα
ζωντανή ενσάρκωση του πνεύματος της αντίστασης, ο Μ. ο Γλέζος δικαιούται
να ψυχανεμίζεται κάτι το οποίο από εμένα τον αδαή διαφεύγει...)
Είπε όμως και κάτι ακόμη ο Μ. ο Γλέζος, εξόχως σημαντικό κατά την
ταπεινή άποψή μου, καθώς εκφράζει μια αντίληψη περί Ιστορίας, εξίσου
δημοφιλή σε Δεξιά και Αριστερά σε τούτη τη χώρα. Μία αντίληψη την οποία
βρίσκουμε τόσο στην «όρθια γαλάζια Μακεδονία», που είπε και ο
πρωθυπουργός μας, όσο και στο αντίθετό της. (Το οποίο, ειρήσθω εν
παρόδω, δεν μπορώ να φαντασθώ ποιο μπορεί να είναι. Μήπως η ξαπλωμένη
κόκκινη Στερεά; Τι να πω...) Είπε, λοιπόν: «Προχωρήσανε μεθοδευμένα και
από καιρό, σε πάρα πολλά στοιχεία που το αποδεικνύουνε. Και η
αποκορύφωση σήμερα
έρχεται εδώ. Δηλαδή, μύθος το ένα, μύθος το άλλο, μύθος ετούτο, μύθος
εκείνο, μύθος το παράλλο. Εγώ θα πω κάτι άλλο, που δεν μπορούνε να το
καταλάβουνε βέβαια, ότι και αν δεν είχαν γίνει τα γεγονότα (σ.σ.:
ποιητική ή, μάλλον, αντιστασιακή αδεία...), και μόνο ότι υπήρξε ο μύθος,
δηλαδή έτσι ήθελε να γίνει ο ελληνικός λαός, αποδεικνύει τη βούληση και
τη θέληση του ελληνικού λαού έτσι να αντιμετωπίζονται τα γεγονότα».
Αυτό που θέλει να πει ο αγωνιστής -και αυτοί «δεν μπορούνε να το
καταλάβουνε βέβαια»- είναι ότι η Ιστορία συνίσταται σε ό,τι αρέσει,
βολεύει και συμφέρει τον καθένα· και αν αυτός ο καθένας έχει τη
δυνατότητα να το επιβάλει στους άλλους, τότε γίνεται η γενικώς παραδεκτή
Ιστορία. Λέει, δηλαδή, αυτό που είπε και ο Τσώρτσιλ: «η Ιστορία θα
είναι καλή μαζί μου, γιατί σκοπεύω να την γράψω». Με μία ουσιώδη
διαφορά, όμως: ότι ο Τσώρτσιλ το είπε αυτοσαρκαζόμενος - κατά κάποιο
τρόπο, δηλαδή, προλαμβάνοντας διά του χιούμορ την αμφισβήτηση της δικής
του εκδοχής. Ενώ ο Μ. ο Γλέζος, ως επαγγελματίας της Αριστεράς, εκφράζει
τον λαό συνολικώς και αποτελεί, κατ’ αποκλειστικότητα ως γνωστόν, την
ενσάρκωση της Ιστορίας της Αντίστασης! (Από αυτό έζησε και από αυτό
απολαμβάνει δύο συντάξεις και έναν μισθό, αν δεν κάνω λάθος...)
Εγώ αυτό που θέλω να πω, με όλο το θάρρος, είναι ότι σε τούτη τη γελοία
χώρα η Ρεπούση πλακώνεται με τον Γλέζο, άνευ λόγου. Μπερδεύουμε την
-απολύτως απαραίτητη για κάθε έθνος- εθνική αφήγηση με την Ιστορία. Αυτά
τα δύο είναι συμπληρωματικά στην οργάνωση μιας κοινωνίας και είναι,
επίσης, επιθυμητό να συγκλίνουν κατά το δυνατόν, όσο το επιτρέπει η
άνοδος του μορφωτικού επιπέδου μιας κοινωνίας. Αλλά, συνήθως, δεν
μπορούν να ταυτίζονται απολύτως. Για να το εξηγήσω, θα μου επιτρέψετε να
γίνω λίγο περισσότερο από ό,τι συνήθως προσωπικός...
Λοιπόν! Λατρεύω να διαβάζω Ιστορία και η στενοχώρια μου είναι όταν
σκέπτομαι πόσα βιβλία, από αυτά που ήθελα τόσο πολύ να διαβάσω, θα τα
έχω αφήσει αδιάβαστα, όταν θα έρθει η ώρα μου. Ομως αυτά τα πέντε
πράγματα που πρόλαβα να μάθω ώς τώρα για τη νεώτερη ιστορία μας με
κάνουν πολύ υπερήφανο για την εθνική ταυτότητά μου. Περήφανο για το ότι
μετέχω σε μια κοινότητα που η ταυτότητά της εν μέρει αναβίωσε (ουδείς,
άλλωστε, αμφισβήτησε τη γλωσσική συνέχεια) και εν μέρει επινοήθηκε.
Εξίσου -σημειώστε το, παρακαλώ- και για τα δύο: και για αυτό που είχε
καταφέρει να επιβιώσει και για το άλλο, αυτό που ο Κοραής και άλλοι του
Ελληνικού Διαφωτισμού συναρμολόγησαν από αυτά που υπήρχαν. Περήφανος γι’
αυτό που πίστεψαν και για το οποίο αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους
διάφοροι τύποι ντυμένοι με τη φορεσιά των Αρβανιτών, που -μεταξύ μας-
δεν μιλούσαν μόνον ελληνικά.
Από μια πλευρά είναι παράδοξο, ξέρετε, διότι η γνώση εκείνων ακριβώς των
γεγονότων που κάποιοι άλλοι φοβούνται ότι θα κλονίσουν την εθνική
συνείδηση, σε εμένα την ενισχύουν. Πώς γίνεται; Θα σας δώσω αμέσως ένα
παράδειγμα. Αποφοίτησα το 1977 και από τα βιβλία του σχολείου ποτέ δεν
κατάλαβα πώς διάολο προέκυψε η ανεξαρτησία μας. Το Ναυαρίνο ήταν ένα
«untoward event», κατά τους Βρετανούς διπλωμάτες, εμείς είχαμε καταφέρει
να αλληλοσκοτωνόμαστε στον εμφύλιο και ο αγώνας είχε στην
πραγματικότητα χαθεί. Πώς ξαφνικά μας προέκυψε το 1832 η αναγνώριση της
ανεξαρτησίας από την Υψηλή Πύλη; Επρεπε να φθάσω σαράντα χρονών, το
1999, για να μάθω ότι η ανεξαρτησία μας ήταν ένα υποπροϊόν του
ανταγωνισμού Βρετανίας και Ρωσίας, στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος:
ο Τσάρος (ο Νικόλαος Ι; Δεν θυμάμαι...) εισέβαλε το 1829 στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία και, με τα πολλά, έφθασε ένα βήμα από την Πόλη. Ο
Σουλτάνος δέχθηκε να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδος και τότε οι
Βρετανοί, φοβούμενοι ότι η αυτόνομη επαρχία της Ελλάδος θα ήταν
υποχείριο των Ρώσων, πλειοδότησαν προσφέροντας ανεξαρτησία. Voila mon
cher Watson!
Αυτή η περιπέτεια, εμένα με κάνει περήφανο. Γιατί καταλαβαίνω ότι η
Ιστορία είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένας «θρίαμβος της βούλησης»
(του Γλέζου ή του Αδόλφου, αδιάφορο...) και ότι δυνάμεις που υπερβαίνουν
τη βούληση των πρωταγωνιστών της δίνουν νόημα και, εν τέλει, δικαιώνουν
το αίμα που αδίκως χύθηκε στους εμφυλίους. Ας μη συγχέουμε, λοιπόν, τον
μύθο με την εθνική αφήγηση. Η περηφάνια, το φρόνημα, η συνείδηση
φτιάχνονται κυρίως με αλήθεια. Απλώς, χρειάζεται χρόνος, διότι
προϋπόθεση είναι η μάθηση. Οταν ο Σολωμός έλεγε ότι «το έθνος πρέπει να
μάθει να θεωρεί εθνικόν το αληθές», εμείς τον παρεξηγήσαμε και αρχίσαμε
να τσακωνόμαστε για το «αληθές» και το «εθνικόν». Παραβλέψαμε το
σημαντικότερο: «να μάθει». Η μάθηση είναι διαδικασία μακρά και
επίπονη...
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου