.............................................................
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Αντιρατσιστικά και άλλα
Ο αγώνας ενάντια στη ρατσιστική μισαλλοδοξία δεν μπορεί παρά να νοείται ως ανεξάρτητος από οποιαδήποτε συγκεκριμένη συγκυριακή σκοπιμότητα
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Οι διαδικασίες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν την κατάθεση των
ανταγωνιστικών, αντιρατσιστικών νομοσχεδίων στη Βουλή μπορούν να
ερμηνευθούν με πολλούς τρόπους και υπό πολλαπλά πρίσματα. Πολύ
περισσότερο που οι κομματικές ρητορείες, οι οποίες συγκλίνουν
αποκλειστικά και μόνο στην παραδοχή ότι πρέπει με κάθε θυσία να
διατρανώνονται οι υπαρκτές ή ανύπαρκτες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις,
συσκοτίζουν το ίδιο το αντικείμενο των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η μάχη
των εντυπώσεων μοιάζει να εξελίσσεται με τη μορφή μιας σκιαμαχίας με
κύριο αντικείμενο την αναβολή ή και την απόκρυψη των όποιων ουσιαστικών
διαφωνιών. Δεν στοχεύω λοιπόν να αντλήσω συμπεράσματα από τις εκατέρωθεν
προβαλλόμενες εκλογικεύσεις. Ακόμα και οι ανήκουστες και άθλιες
προβοκάτσιες που εκστομίστηκαν από τον Κασιδιάρη στη Βουλή είναι
περισσότερο ρητορικές παρά ουσιαστικές. Και γι” αυτόν ακριβώς τον λόγο,
είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, ανέξοδες τόσο για τον ίδιο τον υβριστή
όσο και για τους άλλους.
Είναι γεγονός πως, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές θέσεις που
υποκρύπτονται, το πολιτικό θέατρο κρίνεται με δραματουργικά κυρίως
κριτήρια, ανάμεσα στα οποία πρωτεύουσα είναι πια η σημασία των λεγόμενων
οπτικών εφέ. Κατά τούτο, το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα που
αναδίδεται στην πάνδημη πλέον συζήτηση δεν μπορεί να εντοπίζεται ούτε
στις διάφορες εκδοχές του «αντιρατσιστικού» νομοσχεδίου ούτε, κατά
μείζονα ασφαλώς λόγο, στο ευρύτερο ζήτημα της αντιμετώπισης του
ρατσισμού.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, ποια είναι η πολιτική «ουσία» του
«αντιρατσιστικού ζητήματος». Είναι άραγε τυχαίο ότι σε μια κοινωνία, που
ήδη περιλαμβάνει δύο εκατομμύρια υποβαθμισμένους ανέργους και άλλα δύο
εκατομμύρια εξαθλιωμένους και απελπισμένους μετανάστες, ο πολιτικός
λόγος δεν επικεντρώνεται στα προβλήματα της ζωής και επιβίωσης των
ανθρώπων, αλλά σε ζητήματα της ορθότητας ορισμένων διακινούμενων ιδεών;
Και συνακόλουθα ερωτάται, μήπως η ίδια η θεατρικότητα των αντεγκλήσεων
δεν εκφράζει παρά την προϊούσα αμηχανία του πολιτικού κόσμου μπροστά σε
μια πραγματικότητα που τους ξεπερνά; Μήπως τα παράλληλα νομοσχέδια
λειτούργησαν σαν ουρανόπεμπτη ευκαιρία να πεταχθεί η μπάλα στην εξέδρα;
Μήπως η συντονισμένη επιχείρηση εκτόνωσης και αποπροσανατολισμού της
κοινής γνώμης χρησιμοποιεί την απειλητική παρουσία των «βαρβάρων» του
λόγου με στόχο να εξορκίσει τα προβλήματα της άθλιας πράξης; Μήπως
δηλαδή ο πολιτικός λόγος αρκείται στην ανέξοδη αναζήτηση «μιας κάποιας
λύσης» επειδή ακριβώς προφανείς λύσεις δεν μπορεί να υπάρχουν;
Πράγματι, το πραγματικό αντικείμενο του «αντιρατσιστικού» νομοσχεδίου
δεν είναι ούτε η ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στα
(αμφιλεγόμενα) ευρωπαϊκά πρότυπα ούτε η αντιμετώπιση της κατ” εξοχήν
αποκρουστικής και εκφυλιστικής αυτής έκφρασης των σημερινών κοινωνιών
που φαίνεται πλέον να έχει ενσκήψει ακάθεκτη στην κατά παράδοσιν
ανεκτική χώρα μας. Κανείς εξάλλου δεν μπορεί να γνωρίζει σε ποιο βαθμό η
ψήφιση οποιουδήποτε αντιρατσιστικού νόμου θα συντελούσε στον ιστορικό
περιορισμό ή στη χαλιναγώγηση των πιο ακραίων βιαιοτήτων της Χρυσής
Αυγής. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το ζήτημα τείνει τελικώς να
εμφανίζεται ως ζήτημα «αρχών» ή «πολιτισμού».
Ο αγώνας ενάντια στη ρατσιστική μισαλλοδοξία δεν μπορεί παρά να
νοείται ως ανεξάρτητος από οποιαδήποτε συγκεκριμένη συγκυριακή
σκοπιμότητα. Και γι” αυτό ακριβώς η εμβέλεια των απαραβίαστων συμβολικών
αξιών που ενσωματώνονται στους νόμους τείνει να αποδεσμεύεται από την
πρακτική τους εφαρμοσιμότητα.
Ομως τα πράγματα είναι ασφαλώς πιο περίπλοκα. Συχνά η μη εφαρμογή
ισχυόντων κανονισμών μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική αποδυνάμωση και
υποβάθμιση εκείνων ακριβώς των αξιών των οποίων επιδιώκεται η προάσπιση.
Οταν διαψεύδεται το κύρος των κανόνων, οι «ψευδοκανόνες» ή «ελλιπείς
κανόνες» που αναδύονται στη θέση τους τείνουν να υπονομεύουν ή και να
αναιρούν τον αρχικό στόχο.
Χαρακτηριστικά, για όσον καιρό η εντολή «μην καπνίζετε» δεν
εφαρμοζόταν, η πρακτική του καπνίσματος όχι μόνο δεν περιοριζόταν αλλά
αντιθέτως διευρυνόταν. Με αυτήν την έννοια, αν δεν μπορεί να
εξασφαλιστεί πως οι παραβάτες θα πατάσσονται πραγματικά και σε κάθε
περίπτωση, η ρηματική απαγόρευση των ακραίων «ακριτομυθιών» μπορεί να
έχει τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα.
Οπως αποδείχθηκε στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, βοηθούσης βέβαια και
της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, οι επίδοξοι εθνικοσοσιαλιστές εξαντλούσαν
τις δυνατότητές τους να παίζουν επιδέξια τόσο με τα όρια του νόμου όσο
και με την πάντα επίμαχη πρακτική των δικαστηρίων. Σε εποχές κρίσης,
άλλωστε, η «αντίσταση» ενάντια στις «αυθαίρετες» παρεμβάσεις της
εξουσίας τείνει συχνά να ηρωοποιεί αντί να δαιμονοποιεί. Κατ” εξοχήν δε
σε τέτοιες περιστάσεις, οι στρατηγικές πρωτοβουλίες ανήκουν σε εκείνους
που μπορεί να εμφανίζονται ως επιτιθέμενοι.
Τα πολιτικά ζητήματα που τίθενται στο προκείμενο είναι λοιπόν άλλα.
Στην πραγματικότητα, το επίμαχο διακύβευμα συνοψίζεται στη σχέση της
δημοκρατίας με την ελεύθερη γνώμη όλων των πολιτών. Το ζήτημα αυτό είναι
προφανώς θεμελιώδες στο πλαίσιο της ισχύουσας, φιλελεύθερης,
δικαιωματοκρατικής τάξης. Ομως η ελευθερία του εκφράζεσθαι δεν συνιστά
απλώς αναπαλλοτρίωτο ατομικό δικαίωμα.
Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η ποικιλομορφία της γνώμης
είναι προϋπόθεση για την επιβίωση της ίδιας της δημοκρατίας. Η εξουσία
του δήμου δεν μπορεί να νοηθεί αλλιώς παρά ως αέναη διαδικασία συνεχούς
διάσπασης, διαίρεσης, ρήξης και σύγκρουσης μέσα στον ατέρμονα χρόνο. Και
έτσι, το ενδεχόμενο της ανεξέλεγκτης «δημοκρατικής εντροπίας» είναι
πάντα ανοιχτό. Η επιβίωση της δημοκρατίας εξαρτάται, λοιπόν, από τη
δυνατότητά της να συνθέτει και να ανασυνθέτει συνεχώς την αναγκαία
δημοκρατική μνήμη με την εξίσου αναγκαία πολιτική «λήθη».
Αυτός είναι ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο η θέσπιση καθαρών
εγκλημάτων «γνώμης» σε πλήρη αποσύνδεση από αξιόποινες πράξεις μπορεί να
αποδειχθεί επικίνδυνη όχι μόνο για τους αντιφρονούντες αλλά για την
ίδια τη δημοκρατία. Από τη στιγμή που η εξουσία είναι ελεύθερη να ορίζει
κυριαρχικά τα όρια και το περιεχόμενο του «πολιτικά ορθού λόγου»,
μπορεί να ανοίξει σε κάθε στιγμή ο ασκός του Αιόλου. Και αυτό συμβαίνει
κατ” εξοχήν σε περιόδους κρίσης, που ευνοούν τόσο τους υποκριτικά
σωτηριολογικούς όσο και τους ανατρεπτικούς λόγους. Παρ” όλους τους
ιστορικούς κινδύνους που δεν μπορεί παρά να αναλαμβάνει, ο εξ υποθέσεως
«συστημικός» δημοκρατικός λόγος οφείλει λοιπόν πάντα να έχει τη δύναμη,
τη φρόνηση και την υπομονή να μπορεί να συναγελάζεται με όλες τις νοητές
μορφές «αντισυστημικού λόγου».
Και γι” αυτόν ακριβώς τον λόγο η νεόκοπη ιδέα του λεγόμενου
«δημοκρατικού τόξου» είναι αμφίστομη. Το γεγονός ότι αντίστοιχες
αντιλήψεις σε άλλες χώρες δεν έχουν ακόμη οδηγήσει σε ανυπέρβλητες
ασυμβατότητες στα πλαίσια αυτών των τόξων, δεν σημαίνει ότι τέτοιες
εξελίξεις είναι αδιανόητες. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως αν σήμερα η
απόλυτη αντίθεση με τους νοσταλγούς των Ες Ες εμφανίζεται ως
ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής ορθότητας, αυτό οφείλεται πρωτίστως στο
ότι η μαζική εμφάνιση των νεοναζιστικών κινημάτων φάνηκε να ανατρέπει
τις πολιτικές ισορροπίες στις οποίες είχαμε όλοι εθιστεί. Κανείς όμως
δεν μπορεί να αποκλείσει ότι κάτι αντίστοιχο είναι αδύνατο να (ξανά)
συμβεί από τη στιγμή που το κυρίαρχο σύστημα θα νιώσει και πάλι καυτή
την ανάσα μιας αριστερής ανατροπής.
Οπότε και τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Ποιος και με βάση ποια
κριτήρια θα δικαιούται και θα έχει την «εξουσία» να γνωματεύει για την
ορθότητα της γνώμης των άλλων; Και γι” αυτόν ακριβώς τον λόγο, η
συνεχιζόμενη μη συζήτηση με προβληματίζει βαθύτατα. Αντίθετα με ό,τι
συμβαίνει, αυτό που φάνηκε να αρχίζει σαν φάρσα, απειλεί να επαναληφθεί
σαν τραγωδία.
10/06/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου