..............................................................
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΟΣ «Ελπίζω ότι ο κατακλυσμός θα επιτρέψει στην Κιβωτό μας να πλεύσει»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Art
Ο Γιάννης Κόκκος είναι το μεγάλο χαρτί τής Λυρικής Σκηνής αυτό το καλοκαίρι
Ο διεθνής Ελληνας, με τη μεγάλη καριέρα στην Ευρώπη,
υπογράφει σκηνικά, κοστούμια και σκηνοθεσία στον «Ιπτάμενο Ολλανδό» του
Βάγκνερ, που παρουσιάζει η ΕΛΣ στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ
Αθηνών. Παρόλο που ζει πενήντα χρόνια στη Γαλλία, παραμένει Ελληνας ώς
το κόκκαλο και οι σκέψεις του πάνω στην κρίση είναι καθαρές και
θαρραλέες
Του Γιάννη Σβώλου
Συμμετέχοντας στη φετινή επέτειο για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του
Βάγκνερ, στις 7 Ιουνίου, η Εθνική Λυρική Σκηνή ανεβάζει στο Ηρώδειο,
στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών τον «Ιπτάμενο Ολλανδό». Διεθνής διανομή
και η υπογραφή του «δικού μας» Γιάννη Κόκκου σε σκηνικά, κουστούμια και
σκηνοθεσία, εγγυώνται μια δυνατή παράσταση, διεθνούς επιπέδου.
Εύγλωττος, ακριβής και θαρραλέος στη διατύπωση των απόψεών του, ο
69χρονος σκηνοθέτης παραμένει Ελληνας μέχρι το κόκκαλο κι ας ζει εδώ και
μισόν αιώνα στην Γαλλία.
-Ξεκινήσατε ως σκηνογράφος στα μέσα της δεκαετίας του ΄60,
κοντά στον Αντουάν Βιτέζ. Δέκα χρόνια αργότερα αρχίσατε να σκηνοθετείτε.
Πως έγινε η μετάβαση;
Με τον Βιτέζ δουλέψαμε 20 χρόνια. Ως σκηνογράφος, ανέκαθεν προσέγγιζα
τα έργα με δραματουργικά ενεργή ματιά. Κύριο αντικείμενο στις
συνεργασίες ήταν το εικαστικό, σκηνικό μέρος. Ομως εξ αρχής
ενδιαφερόμουν να κάνω θέατρο. Μέτρο της σκηνογραφίας μου ήταν πάντα ο
ηθοποιός: το πως η κίνησή του αλλοιώνει τις προοπτικές, πως οι αναλογίες
ενός σώματος δημιουργούν ποιητική σχέση με το φως, τις επιφάνειες, τα
χρώματα. Με ενδιέφερε να αποδώσω αυτή τη σύνθετη αισθητική εικόνα
συνεργαζόμενος με τον εκάστοτε σκηνοθέτη. Πάντα, ωστόσο, έμενε αρκετός
χώρος, που εγώ γέμιζα με τη δική μου δημιουργία. Εκανα την πρώτη μου
σκηνοθεσία το 1987, ενώ ακόμη ζούσε ο Βιτέζ και ακολούθησαν άλλες. Οταν
το 1990 πέθανε ο Βιτέζ, νόμισα πως όλα είχαν τελειώσει. Απ’ ό,τι φάνηκε,
απλά είχε έρθει στιγμή να συνεχίσω σε τελείως δικό μου δρόμο. Ετσι,
άρχισα να σκηνοθετώ κυρίως όπερα.
-Οπερα και θέατρο. Διαφέρουν τόσο πολύ;
Η όπερα διαφέρει μεν σε πρακτικά ζητήματα από το θέατρο, όμως είναι
πάντα θέατρο. Πρόκειται για μια τέχνη ιδιαίτερα σύνθετη, στην οποία το
εικαστικό μέρος είναι πολύ σημαντικότερο απ’ ό,τι στο θέατρο. Αυτή η
σύνθεση μουσικής, λόγου και εικόνας με τράβηξε και με προσέλκυσε
ιδιαίτερα. Στην όπερα τον χρόνο ορίζουν ο συνθέτης και ο αρχιμουσικός. Ο
σκηνοθέτης οφείλει να χρησιμοποιήσει το διαθέσιμο σκηνικό χρόνο δίχως
να εικονογραφεί τη μουσική, πρέπει να κινηθεί μέσα στις διαθέσεις της
μουσικής, ενώ η φαντασία και η δραματουργία να ξεφεύγουν,
υποστασιώνοντας άλλες διαστάσεις. Εκτός αυτού, επειδή οι ερμηνευτές δεν
επιλέγονται από τον σκηνοθέτη, αλλά από την καλλιτεχνική διεύθυνση με
κριτήριο τη φωνητική τους καταλληλότητα για τους ρόλους, χρειάζεται
συχνά να ενσαρκώσουμε ρόλους σε κορμιά που δεν ταιριάζουν. Εδώ ευτυχώς
βοηθά η μουσική. Πολλές φορές είναι ενδιαφέρον να γίνονται στη σκηνή
πράγματα φαινομενικώς ενάντια στη μουσική. Αυτά προσδίδουν στην
παράσταση δραματική ένταση, που τελικά υποστηρίζει αποτελεσματικά την
αλήθεια του έργου. Αυτό μου ταιριάζει πολύ. Τέλος, η όπερα υλοποιείται
σκηνικά με ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, που έχουν τελείως διαφορετικές
κουλτούρες. Ετσι, ως απόλυτα διεθνής τέχνη, επιβάλλει πολύ έντονα την
αναγνώριση και την αποδοχή του «άλλου». Ιδού ένα μάθημα για την
καθημερινή ζωή!
-Υπάρχει συγκεκριμένη θεματική ή είδος όπερας που σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα;
Με ενδιαφέρει η σύγχρονη όπερα που κινείται πέρα από τα κλασικά
καλούπια. Εχω δουλέψει με σημαντικούς σύγχρονους δημιουργούς, όπως ο
Μπέριο και ο Χέντσε, αλλά και με Ελληνες όπως ο Απέργης και ο Κουρουπός.
Στην κλασική όπερα με ενδιαφέρουν έργα με λιμπρέτα, που έχουν
λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Μ’ αρέσουν όπερες βασισμένες στις θεματικές της
δύναμης, του αισθησιασμού, της ονειρικής διάστασης, στις οποίες μπορώ να
δουλέψω θεατρικά με τους τραγουδιστές. Δεν κάνω διάκριση μεταξύ
κλασικού και μη κλασικού: αν η έκφραση διέπεται από ειλικρίνεια και
ακρίβεια, αυτό μου αρκεί.
-Τι ιδιαίτερο κομίζει ένας σύγχρονος Ελληνας στο ευρωπαϊκό
καλλιτεχνικό γίγνεσθαι; Ρωτώ αυτό έχοντας στον νου μου μείζονες διαφορές
και χάσματα σε διαδρομή ιστορικού πολιτικού βίου μεταξύ Ελλάδας και
Ευρώπης.
Νομίζω ότι δεν υφίσταται τέτοιο χάσμα για τους Ελληνες. Υπάρχει στο
παρελθόν μας κάτι τόσο έντονο και μεγάλο που η σύνδεση προς αυτό
συντελείται άμεσα. Δεν ξέρω αν συμβαίνει επειδή είμαι Ελληνας, αλλά
ενδιαφέρομαι κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο η μυθολογική διάσταση
αναδύεται στην καθημερινότητα, στα θεατρικά πρόσωπα, στις πιο ταπεινές
καταστάσεις. Αυτό το ενδιαφέρον γεννήθηκε μέσα μου από τη μεγάλη αγάπη
που είχα ως νέος για το θέατρο και τους ηθοποιούς πριν φύγω από την
Αθήνα. Η περίοδος 1955-1963 ήταν εποχή μεγάλης ακμής. Ακόμη και τώρα που
γέρασα, διατηρώ άθελά μου αυτό τον ενθουσιασμό, το δέος για τον
ηθοποιό, και αποδέχομαι τους άλλους. Βέβαια, στον κόσμο της τέχνης τολμώ
να εκτεθώ, να επιτεθώ, να έχω βίαιες γνώμες. Ομως στην αρχή υπάρχει
πάντα αποδοχή. Εξαιρώ τρία ιδιαίτερα σοβαρά θέματα που μου είναι τελείως
αδύνατο να αποδεχτώ.
-Ποια;
Πρώτο είναι ο τρόπος που υποβιβάστηκε η εργατική και η μεσαία τάξη˙
δεύτερο, είναι ο κίνδυνος του ξεπουλήματος, όχι απλώς της γης και των
χώρων, αλλά και των ανθρώπων˙ και τρίτο, είναι η αναβίωση των φασιστικών
«δημοκρατικών» τραμπουκισμών. Δεν μιλώ πολιτικά, διότι ζω στο εξωτερικό
και δεν θέλω να δώσω λαβές, αλλά ως Ελληνας πολίτης. Ούτε προτίθεμαι να
προτείνω λύσεις. Παρότι η σύζυγός μου είναι Γαλλίδα, έχω κρατήσει την
ελληνική μου υποκοότητα διότι ταυτίζομαι με την Ελλάδα. Επίσης, διότι η
Ελλάδα είναι στην Ευρώπη. Τι είναι η Ελλάδα –όχι βέβαια η σημερινή- για
την Ευρώπη; Εγώ πιστεύω ακράδαντα στη δύναμη της Ευρώπης ως συνόλου
κρατών, που έχουν όχι μόνον μια οικονομική υπόσταση, αλλά και μια
πραγματική εσωτερική ανταλλαγή. Αυτό έχει χαθεί και, δυστυχώς, ουδέποτε
ολοκληρώθηκε. Ομως η Ευρώπη μόνον με αυτόν τον τρόπο πρέπει να υπάρξει˙
και θα υπάρξει!
-Τι αισθανθήκατε να σας λείπει ζώντας στην Ευρώπη;
Πατρίδα μου είναι το θέατρο. Οπου είναι το θέατρο που εργάζομαι, εκεί
είναι η χώρα μου. Αυτό που μου λείπει είναι η ανυπέρβλητη ομορφιά της
Ελλάδας και η συναναστροφή των Ελλήνων, όπως τους ονειρεύομαι. Λένε πάρα
πολλά κακά για μας και ίσως πολλά έχουν όντως χαλάσει. Αλλά υπάρχουν
και πράγματα που παραμένουν αναλλοίωτα στην ελληνική φύση, στην ελληνική
ιδιοφυία. Νομίζω ότι η σχέση κυρίως με τους πολύ απλούς ανθρώπους στην
Ελλάδα είναι μια σχέση υγιής. Εκεί που χαλάει το πράγμα είναι όταν
μετακινούμαστε σε άλλα επίπεδα.
-Ζούμε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη πολιτική και οικονομική
συγκυρία, η οποία, ειδικά στην Ελλάδα, μας έχει συνθλίψει. Πόσο θα
αλλάξει τη σχέση μας με την ουσία του πολιτισμού;
Βαριά ερώτηση. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, αναπόδραστα, κάποια
πράγματα θα αλλάξουν. Ομως αυτό θα συντελεστεί υπό την ασφυκτική πίεση
συγκυριών. Εγώ κρατώ την ελπίδα ότι αυτός ο κατακλυσμός θα επιτρέψει
στην… Kιβωτό να πλεύσει. Βασική προϋπόθεση είναι να υπάρχουν στην Κιβωτό
όλα τα ζώα και, βεβαίως, ένας καλός Νώε. Νομίζω πως έχει αλλοιωθεί αυτό
που συνιστά το ιδιαίτερο στίγμα, την ιδιοφυία του ελληνικού στοιχείου: η
ελαφράδα, που διαθέτει βάθος. Πιεσμένη από τις περιστάσεις, αυτή η
ελαφράδα έχει χαθεί. Ομως, πιστεύω πως θα την ξαναβρούμε.
-Σε αυτή την ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία δρομολογήθηκε η
ανυπολόγιστης αξίας προσφορά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» που θα
δώσει στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στην Εθνική Βιβλιοθήκη νέες,
υπερσύγχρονες στέγες. Πόσο θα βοηθήσει αυτό;
Αναμφίβολα πρόκειται για κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Και ελπίζω να
βρεθούν μέσα για να μπορέσει γενικότερα να στηριχθεί το όλο
αποτελεσματικά. Αλλά δεν είναι μόνον θέμα μέσων: χρειάζεται επίσης
ισχυρή πολιτική βούληση ώστε να κυριαρχήσει πραγματική πολιτιστική
διάθεση. Οχι να γυρίζουμε πίσω, να αναλωνόμαστε μόνον σε αναπολήσεις
παλαιών, ωραίων χρόνων. Δεν είναι εφικτό, ούτε υγιές να επιζητάμε
επιστροφή σε περασμένες «χρυσές εποχές». Υπάρχουν άλλες που έπονται και
οφείλουμε να τις διακρίνουμε και, σιγά-σιγά, να στηρίξουμε τον ερχομό
τους, να τις προετοιμάσουμε. Ισως όχι για μας, αλλά γι’ αυτούς που
έρχονται. Υπάρχουν στην Ελλάδα υγιείς, νέες εκκολαπτόμενες δυνάμεις και
μου σχίζει την καρδιά να βλέπω ότι, δυστυχώς, δεν τούς δίδεται η
δυνατότητα να σηκώσουν κεφάλι. Δεν μιλώ μόνον οικονομικά. Εννοώ, να τους
δοθεί η ευκαιρία, η έμπρακτη ενθάρρυνση από το κράτος. Μόνον αυτό
μπορεί -και οφείλει- να δώσει την ώθηση για να ξεκινήσουν. Διαφορετικά
οι υγιείς δυνάμεις θα σκορπάνε, δεν θα γίνεται τίποτε, θα καταλήγουμε να
προσφέρει ευκαιρίες μόνον η ιδιωτική πρωτοβουλία, τα διάφορα επώνυμα
ιδρύματα. Από την άλλη, ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά. Ομως τις
κατευθυντήριες ωθήσεις πρέπει να τις δίνουν –θα το πω έτσι-οι υπεύθυνοι
του συνόλου.
INFO: «Ιπτάμενος Ολλανδός» του Βάγκνερ, 7, 9, 11 και 13
Ιουνίου στο Ηρώδειο. 9 μ.μ. Μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού.
Βιντεοσκηνογραφία: Ερίκ Ντιραντό. Φωτισμοί: Μίχαελ Μπάουερ. Διεύθυνση
χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Διανομή Ντάλαντ: Δημήτρης Καβράκος
(7, 11/6), Γκρέγκορι Φράνκ (9, 13/6), Ζέντα: Ζαν-Μισέλ Σαρμπονέ, Ερικ:
Ιαν Στόρεϊ, Μαίρη: Ελισσάβετ Κλονόβσκαγια, Τιμονιέρης του Ντάλαντ:
Αντώνης Κορωναίος, Ολλανδός: Τόμας Γ. Μάγερ (7, 11/6) και Τόμας Γκατσέλι
(9, 13/6)
Εισιτήρια: 100, 85, 60, 55, 45, 25 (άνω διάζωμα). Φοιτητικό και παιδικό: 15 ευρώ
Προπώληση: στο «Ολύμπια» και στα ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών
(Πανεπιστημίου 39, τηλ: 210-3272000). Ηλεκτρονικά: www.greekfestival.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου