Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

"Γλωσσο-θάφτες, γλωσσο-πλάστες" Του ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 9 Ιουνίου 2013)

.........................................................

Γλωσσο-θάφτες, γλωσσο-πλάστες

Παλαιότερα η ευγλωττία, περίπου ως αποκλειστικό προνόμιο, ανήκε στους φιλολόγους, στους ιερείς, στους γιατρούς και ενίοτε στους πολιτικούς που ξεδίπλωναν μέσα στο Κοινοβούλιο τα ρητορικά αγαθά τους προς τέρψιν οπαδών και δυσφορία των αντιπάλων.
Τις τελευταίες δεκαετίες, πάντως, επήλθε μια αποσάθρωση των παλαιών σταθερών, με αποτέλεσμα ο ομιλητής να φθέγγεται μεν, αλλά να μην έχει κανένα πηγαίο αίσθημα για τα όσα λαλεί. Η υποτίμηση των λεγομένων δεν σημαίνει ότι οι ρήτορες -αυτοσχέδιοι ή επαγγελματίες- αδιαφορούν για την ακριβολογία. Η αβίαστη φράση, αυτή που μεταδίδεται ευθέως στον ακροατή λόγω προφορικής πείρας, εξέλιπε, καθότι εξέλιπαν και οι σχετικές ανάγκες.
Το ζητούμενο πλέον είναι η εκφορά που «πουλάει» ανωτερότητα στον ακροατή, ο οποίος πρέπει να εννοεί τα λεγόμενα, αλλά να μην μπορεί εύκολα να τα μιμηθεί. Μεταξύ κοινωνίας και κράτους ευδοκιμεί θορυβωδώς μια μονόδρομη ρητορική, η οποία καταντά φλιτζάνι με ένα χερούλι. Οντας εκ περιτροπής πελάτης, ψηφοφόρος, αντιπρόσωπος, κυβερνώμενος, παθητικός δηλαδή ή απλά περίεργος, δέχεται τον λεκτικό αμητό περίπου δίκην δακρυγόνου. Η καλή ομιλία είναι αυτή που ασκεί τοκογλυφία στο νόημα - μένοντας ένα βήμα πίσω από τα εκφερόμενα και τα πραττόμενα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «κουλτούρα», που έχει κυριαρχήσει πια και ανήκει σε όλες τις βαθμίδες του λαού - από αγράμματους μέχρι εγγράμματους. Η λέξη είναι αντιδάνειο από την ελληνική. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο μαθητής είναι σαν τον ακαλλιέργητο αγρό που, αφού σπαρεί, αρχίζει να αποδίδει δίκην αφελούς αγρού (αφελής είναι ο αγρός που δεν έχει πέτρες). Παλαιότερα κανείς δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη κουλτούρα, αντίθετα οι πάντες μιλούσαν για «πνευματική καλλιέργεια», για καλλιεργημένους μαθητές ή καθηγητές. Η μεταφορά, με άλλα λόγια, ομόρφαινε τα λεγόμενα, χωρίς να δανείζεται την «κουλτούρα» που είναι κακόηχη και το «κουλτουριάρης» που δεν συμμαζεύεται με τίποτα.
Ενώ οι Ευρωπαίοι χωρίζουν τον υλικό πολιτισμό (civilisation) από τον πνευματικό (culture), εμείς -και ειδικά οι μεταφραστές- εξελληνίζουμε την κουλτούρα, για να περάσει τα διόδια όλων των χειλέων. Οταν συχνά λέγεται ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας μας...» (γνωστά τα εργοστάσιά του...), ουσιαστικά προκαλούμε τόση σύγχυση, ώστε αποκλείεται να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει ο όρος. Κάτι ανάλογο δεν συμβαίνει και με τη λέξη «επιλογή» που περιπολεί σε όλα τα στόματα, και δη τα λαϊκά, τα οποία την πρωτόμαθαν τελευταία. Φαίνεται ότι, όταν ο Πολίτης συγκέντρωνε τα δημοτικά τραγούδια του ελληνικού λαού και τα τιτλοφορούσε «Εκλογή από τα δημοτικά τραγούδια», αγνοούσε τη σχετική έννοια της λέξης.
Τι να πούμε για το «στοχεύω», το «στοχοποιώ», τη «στοχοποίηση», τη «στοχοθεσία»; Προφανώς η λέξη -που εισήχθη στα καθ' ημάς τη δεκαετία του '80- κατάργησε εν μιά νυκτί το αποσκοπώ, το αποβλέπω, το στοχάζομαι, το στοχαστής, τη στοχασιά κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πολεμικά έργα που χαρίζει ο κινηματογράφος, οι αξιωματικοί δεν λένε πια το γνωστό τοις πάσι «σκοπεύσατε», αλλά το «στοχεύσατε». Αν λοιπόν η λέξη ισχύει, τότε ο «στοχαστής» θα πρέπει να μετονομαστεί σε «στοχευτή» και το «αποσκοπώ» και «αποβλέπω» σε «στοχεύω» και «στοχοποιώ».
Μια έκφραση μεγίστης χρήσεως, που ακόμη δεν αποσαφηνίστηκε μέσα στη Βουλή, είναι το κατ' αρχάς και το κατ' αρχήν. Ενώ το κατ' αρχάς δηλώνει το αρχικώς, το εξαρχής και το αρχήθεν, το κατ' αρχήν σημαίνει λόγους αρχής (in principio), οπότε -εν απουσία εκφραστικών αρχών- οι δύο εκφράσεις γίνονται μαλλιά κουβάρια. Εξίσου κακόηχη είναι και η εξορία της πρόθεσης «εκ»: λέμε πια δυτικοποίηση (και όχι εκδυτικισμός), χριστιανοποίηση (και όχι εκχριστιανισμός), ελληνοποίηση (και όχι εξελληνισμός).

Δεν υπάρχουν σχόλια: