Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

"Οι νεκρές γλώσσες, η κ. Ρεπούση και η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών" (http://sarantakos.wordpress.com, 12 Σεπτεμβρίου, 2013

........................................................

Οι νεκρές γλώσσες, η κ. Ρεπούση και η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών

Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 12 Σεπτεμβρίου, 2013

Το σημερινό άρθρο θα έπρεπε να δημοσιευτεί χτες, αλλά επειδή με ταλαιπωρεί μια άτιμη ίωση τα ανακλαστικά μου είναι σαφώς αμβλυμένα. Σκέφτηκα μάλιστα να μη γράψω καν άρθρο, αλλά θα ήταν φυγομαχία για ένα γλωσσικό ιστολόγιο, να μη σχολιαστεί ένα θέμα στο οποίο άλλωστε έχουμε κατ’ επανάληψη αναφερθεί.
Για να χρησιμοποιήσω το κλισέ, “σάλο προκάλεσε” η τοποθέτηση της Μαρίας Ρεπούση, βουλευτίνας της ΔΗΜΑΡ, προχτές στη Βουλή, ότι τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά είναι νεκρές γλώσσες (ή ίσως “λεγόμενες νεκρές γλώσσες”) και κατά συνέπεια πρέπει να περιοριστούν οι ώρες διδασκαλίας τους και/ή να διδάσκονται προαιρετικά στις άλλες κατευθύνσεις πλην της ανθρωπιστικής. Δεν είναι η πρώτη φορά που δηλώσεις της κ. Ρεπούση προκαλούν παβλοφικού τύπου αντιδράσεις, όχι και πολύ τιμητικές κατά τη γνώμη μου για όσους αντιδρούν, για να μην αναφέρω τις ξεκάθαρα χυδαίες και σεξιστικές αντιδράσεις που οφείλονται στο γεγονός ότι (τολμάει και) μιλάει μια γυναίκα. Παρόμοιες απαράδεκτες αντιδράσεις έχουν εκφραστεί κατά καιρούς εναντίον της Ζωής Κωνσταντοπούλου, της Λιάνας Κανέλλη, της Άννας Διαμαντοπούλου και πολλών άλλων γυναικών -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνώ γενικά με τις πολιτικές θέσεις της κ. Ρεπούση ή με τις επιστημονικές της τοποθετήσεις· είχα παλιότερα κάνει αρνητική κριτική στο βιβλίο της για τα Μαρασλειακά.
Συμπαθής ή αντιπαθής, η κυρία Ρεπούση είχε δίκιο όταν χαρακτήρισε “νεκρές γλώσσες” τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Τα αρχαία ελληνικά καθαυτά είναι νεκρή γλώσσα, επειδή δεν έχει φυσικούς ομιλητές (δηλ. που να την έχουν μητρική γλώσσα). Το ίδιο άλλωστε ισχύει και με τα λατινικά, κι αυτά νεκρή γλώσσα θεωρούνται. “Μα εγώ τα χρησιμοποιώ και σήμερα”, λέει κάποιος. Όχι όμως σε παραγωγή καινούργιου λόγου, και όχι σε κάτι σοβαρότερο από λεκτικά παιχνίδια, όπως είναι το δελτίο ειδήσεων στα αρχαία ελληνικά, που συντάσσει ένας συμπαθής Ισπανός (αν το συνεχίζει ακόμα). Βέβαια, από την άποψη αυτή τα λατινικά έχουν πολύ σοβαρότερες αξιώσεις, αφού στα λατινικά βγαίνουν κάμποσες κανονικές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η επίσημη εφημερίδα του Βατικανού (Acta Sanctae Sedis).
“Ναι, αλλά τα αρχαία ελληνικά ζουν μέσα από τη νέα ελληνική γλώσσα”, παρατηρεί κάποιος άλλος. Φοβάμαι πως το αν η ελληνική (νέα και αρχαία) είναι “μία και ενιαία” γλώσσα ή όχι, αυτό δεν μπορούμε να το κρίνουμε με αποκλειστικά γλωσσικά κριτήρια, είναι απόφαση πολιτική, όπως πολιτική απόφαση είναι γενικά το αν δυο “διάλεκτοι” ανήκουν στην ίδια γλώσσα ή είναι ξεχωριστές γλώσσες, για παράδειγμα αν η σλαβομακεδονική ειναι χωριστή γλώσσα από τη βουλγαρική. Αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση των σερβοκροατικών, που θεωριόνταν μία γλώσσα και σήμερα υπολογίζονται για δύο: σερβικά και κροατικά. Αφού οι γλώσσες δεν άλλαξαν τα τελευταία 20 χρόνια και τα κριτήρια της γλωσσολογίας επίσης δεν μεταβλήθηκαν, ολοφάνερα τα κριτήρια της ανακήρυξης της κροατικής σε γλώσσα είναι πολιτικά.
“Ναι, αλλά η διδασκαλία αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο είναι πολύ χρήσιμη για την γλωσσική κατάρτιση στα νέα ελληνικά”, λένε πολλοί. Αυτό είναι ένα σοβαρό επιχειρημα, που μπορεί και να ισχύει. Πρέπει πάντως να επισημάνω ότι έγκριτοι γλωσσολόγοι όπως ο σεβαστός Εμμανουήλ Κριαράς ή ο Φαν. Βώρος υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία της αρχαίας από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο πιθανόν να αποβαίνει σε βάρος της κατάρτισης στη νέα ελληνική αφού οι μαθητές βρισκονται αντιμέτωποι με δυο πολύ διαφορετικές γραμματικές (το θέμα το είχαμε συζητήσει παλιότερα εδώ). Πρότειναν λοιπόν αρχαία να διδάσκονται μόνο στο Λύκειο, και να υπάρχουν γερά κλασικά γυμνάσια-λύκεια που να βγάζουν γερούς κλασικούς φιλολόγους.
Εκτός αυτού, δείγμα έχουμε. Από το 1977 ως το 1992 δεν διδάχτηκαν αρχαία από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο -και δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς σοβαρά να υποστηρίξει ότι η ελληνομάθεια αυτών των παιδιών υστερεί από των νεότερων, όταν επικράτησε η δεξιά αντιμεταρρύθμιση επί κυβέρνησης Μητσοτάκη και ξανάρχισαν να διδάσκονται τα αρχαία από το πρωτότυπο.
Βέβαια, η κυρία Ρεπούση προτείνει να γίνουν προαιρετικά τα αρχαία όχι στο γυμνάσιο αλλά στο λύκειο. Κι αυτό λογικό είναι, αφού τα παιδιά έχουν ήδη διδαχτεί το σύνολο της αρχαίας γραμματικής (της αττικής βέβαια διαλέκτου) στο γυμνάσιο. Και, έτσι κι αλλιώς, στο σημερινό εξετασιοκεντρικό λύκειο όπου όλα υποτάσσονται στο βωμό των πανελλαδικών και τα λύκεια μετατρέπονται σε ιδιότυπα φροντιστήρια, είναι ουτοπικό να ελπίζουμε πως οι μαθητές θα διδαχτούν, δηλ. θα εμπεδώσουν, οποιοδήποτε μάθημα πέρα από τα τέσσερα επιλεγμένα.
Δεν θα πρότεινα σήμερα τον ριζικό περιορισμό της διδασκαλίας των αρχαίων, αν μη τι άλλο επειδή δεν θα έχουμε τι να κάνουμε τους φιλολόγους (και τους θεολόγους για τα θρησκευτικά). Ωστόσο, η μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει σε ορίζοντα δεκαετίας, με σταδιακό περιορισμό των εισακτέων στις φιλοσοφικές.
“Μα, με τα αρχαία ελληνικά γνωρίζεις την άφταστη ελληνική παιδεία”. Σύμφωνοι, αλλά ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται εξίσου αν διδάσκονται τα κείμενα από μετάφραση.
“Μα, όποιος διδάσκεται τα αρχαία μαθαίνει τις αλλαγές της γλώσσας, την ετυμολογία, τη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής”. Όχι ακριβώς. Όποιος διδάσκεται αρχαία κείμενα της κλασικής περιόδου (ή κειμενα γραμμένα σε αττική γλώσσα), δεν βοηθιέται και πολύ στο να μάθει τα νέα ελληνικά. Μπορεί ο Σοφοκλής κι ο Πλάτων να είναι αξεπέραστοι, αλλά η γλώσσα τους απέχει πάρα πολύ από τη δική μας, λείπουν δυο ή τρεις ενδιάμεσοι κρίκοι. Τα κείμενα τα γραμμένα στην ελληνιστική κοινή υστερούν σε λογοτεχνική αξία (εκτός από τα θεόπνευστα, μη βρούμε κανένα μπελά) αλλά είναι πολύ πιο χρήσιμα για την παρακολούθηση της ιστορίας της γλώσσας, το ίδιο και μεταγενέστερα κείμενα, ιδιωτικοί πάπυροι ας πούμε ή δημώδη βυζαντινά. Αν μείνεις στον Σοφοκλή, ποτέ δεν θα δεις πως “ο πατήρ, τον πατέρα” έγινε “ο πατέρας, του πατέρα”. Στον Ιωάννη Μαλάλα θα το δεις (νομίζω). Μα, αυτά είναι κείμενα μικρής αξίας, θα πείτε. Ναι, είναι. Αλλά κατά παράδοξο τρόπο όσο λιγότερο λογοτεχνικό είναι ένα κείμενο τόσο πιο πολύ βοηθάει στη μελέτη της ιστορίας της γλώσσας. Το λιγότερο, αυτά τα ταπεινά κείμενα θα μπορούσαν να διδάσκονται σε ένα απάνθισμα στο μάθημα της Ιστορίας της γλώσσας. Κι έτσι θα μας έφευγε και ο κάλος από το συλλογικό μας μυαλό, που τον καλλιεργούν κάμποσοι φιλόλογοι, κάποιοι καλοπροαίρετα, ότι η νέα ελληνική είναι γλώσσα “χαμηλότερης ποιότητας” από την αρχαία.
Ξαναλέω όμως: προς το παρόν, κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων δεν νομίζω ότι τίθεται. Οπότε, ας περάσουμε στο τελευταίο θέμα: μήπως η άποψή μου για τη συνέχεια ή όχι της γλώσσας είναι υπεκφυγή; Πιθανόν να βρίσκομαι μετέωρος ανάμεσα στις δύο θέσεις -”η ελληνική είναι μία και ενιαία” – “τα νέα ελληνικά είναι άλλη γλώσσα από τα αρχαία”. Ότι η ελληνική είναι μία και ενιαία δεν αντέχει αν σκεφτούμε ότι τα αρχαία κείμενα τα διαβάζουμε σε μετάφραση, τα θεατρικά έργα τα βλέπουμε σε μετάφραση κτλ. Ότι είναι άλλη γλώσσα, βάζει άλλου είδους προβλήματα: πόσες γλώσσες είναι;
Οπότε, έχω καταλήξει ότι η ελληνική γλώσσα (πιθανώς και άλλες γλώσσες) είναι το πλοίο του Θησέα. Οι Αθηναίοι είχαν χτίσει, λέει το φιλοσοφικό πρόβλημα, έναν ωραίο νεώσοικο όπου το τιμημένο πλοίο αναπαυόταν με δόξα και τιμή. Κάθε που σάπιζε ένα σανίδι το άλλαζαν. Τελικά άλλαξαν όλα τα σανίδια. Οπότε, ήταν ακόμα το πλοίο του Θησέα ή όχι; Η απόφαση (αν είναι ή όχι το ίδιο πλοίο) είναι πολιτική.

Yστερόγραφο: Δεν έχω ακόμα βρει το αρχικό βίντεο της ομιλίας της κ. Ρεπούση, φαίνεται όμως ότι δεν είπε “οι νεκρές γλώσσες” αλλά “οι λεγόμενες νεκρές γλώσσες”. Αν είναι έτσι, προκαλεί μεγάλη εντύπωση το σχόλιο του κ. Μπαμπινιώτη, σε προβληματικά έτσι κι αλλιώς ελληνικά: «δεν πρέπει να γινόμαστε συνομιλητές φληναφημάτων». «Θα σεβόμουν μια κριτική “θέλω λιγότερες ώρες Αρχαία και περισσότερες Ιστορία”. Είναι άλλο όμως να λες τη γλώσσα σου νεκρή».
Ο ίδιος τότε γιατί αποκάλεσε ‘χαρακτηριζόμενες ως νεκρές’ τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, σε ανύποπτο βέβαια χρόνο; Διαβάστε:
«…Ίσως σκεφθεί κανείς ότι το όλο ζήτημα είναι απλώς θεωρητικό πρόβλημα των διανοουμένων, των γλωσσολόγων και των οιονεί οικολόγων τής γλώσσας, ωστόσο εύκολα θα αντιληφθεί ότι είναι πρόβλημα που – στις διάφορες εκφάνσεις του – μάς αφορά όλους. Γιατί δεν είναι μόνο οι εξαφανισθείσες γλώσσες (Χεττιτική, Αρχ. Αιγυπτιακή, ινδιάνικες Αμερικής, αυστραλιανές, αφρικάνικες κ.λπ.) ούτε μόνο οι χαρακτηριζόμενες ως «νεκρές» (Αρχ. Ελληνική και Λατινική) που επιβιώνουν μέσα από τη συνέχειά τους (N. Ελληνική, Ιταλική) ή τις εξελιγμένες μορφές (Γαλλική, Ρουμανική, Ισπανική, Πορτογαλική κ.ά. από τη Λατινική).»
Δηλαδή; Τόσο μεγάλη διαφορά έχει ο όρος “λεγόμενες νεκρές” από τον όρο “χαρακτηριζόμενες ως νεκρές”, ιδίως μάλιστα εφόσον και η κ. Ρεπούση δέχτηκε από το βήμα της Βουλής τη συνέχεια της γλώσσας; Ξέχασε τάχα ο κ. Μπαμπινιώτης τι είχε πει ή έσπευσε να συνταχθεί, για πολλοστή φορά, με το ρεύμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: