.........................................................
Χρήστου Καραγιάννη
"Η ιστορία ενός στρατιώτη" ("Κέδρος")
Χρήστου Καραγιάννη
"Η ιστορία ενός στρατιώτη" ("Κέδρος")
"...Φορτωθήκαμε τους γυλιούς μας, κοιτάξαμε τα φορτία μας και γεμίσαμε τον κάμπο ανθρώπους που έτρεχαν. Σε αυτό το διάστημα όμως, διαλυμένοι καθώς τρέχαμε, δεχτήκαμε τέσσερα βλήματα πεδινού πυροβολικού και, πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι γινόταν, έπεσαν άλλα τέσσερα. Έσκασαν όλα και μας έκαναν μεγάλη ζημιά: σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν δεκαεννιά παιδιά. Και τα πυροβόλα και οι πυροβολητές ήταν Έλληνες, που μας είχαν νομίσει για Τούρκους, καθώς μας έβλεπαν ρεμπέτ ασκέρι. Και θα χάνονταν και άλλοι από τα φίλια πυρά, αν οι αξιωματικοί δεν άναβαν αμέσως φωτοβολίδες να σταματήσουν οι δικοί μας το κακό.
Φτάσαμε εντέλει στο χωριό και είδαμε τη φάλαγγα του εχθρού να πέφτει στο ποτάμι για να περάσει απέναντι και να επιβιβαστεί στα τραίνα που την περίμεναν εκεί και να αποφύγει την αιχμαλωσία. Και εκεί όπου είχαμε σταματήσει, πέρασε ένας δεκανέας του ιππικού, που, κατά τύχη, βρήκε ένα λαβωμένο Τούρκο. Σαν τον είδε χάμω, προσπαθούσε και επέμενε να πατήσει με το άλογό του τον κατάκοιτο τραυματία. Ο ίππος του όμως δεν πατούσε πάνω στον άνθρωπο, αλλά πηδούσε δίχως να τον πατάει. Αφού λοιπόν είδε ο δεκανέας πως ο ίππος του σεβόταν τον άνθρωπο, ξεσπάθωσε και άρχισε να δίνει αλύπητα χτυπήματα. Τον πρόσεξε ο λοχαγός μας και τον παρατήρησε: "Τι κάνεις εκεί, δεκανέα; Σκοτώνεις τον σκοτωμένο. Φύγε αμέσως, αυτός ο άνθρωπος είναι τραυματίας σε ώρα μάχης". Ο δεκανέας δεν έδωσε σημασία στον λοχαγό παρά συνέχισε το έργο του. Και όταν πρόσεξε πως ο λοχαγός είχε θυμώσει και είχε βγάλει το πιστόλι του, κάρφωσε τη σπάθα του στο λαιμό του τραυματία
και με μια σπιρουνιά στον ίππο του χάθηκε καλπάζοντας. Και ακουγόταν η φωνή του: "Θα μου κλάσεις τα αρχίδια, κυρ λοχαγέ, βάλε το πιστόλι στον κώλο σου". Τέτοια γίνονται.
Στα χέρια μας έμειναν λίγοι Τούρκοι αιχμάλωτοι και άφθονα τρόφιμα, μεταγωγικά, σφαίρες τυφεκίων, βαρέλια με λάδι, ματογυάλια, κουβαρίστρες για να ράβονται οι στρατιώτες, όλα γερμανικής προέλευσης, και μια σημαία του 135ου Τουρκικού Συντάγματος..." (σ. 141-142)
Αυτή η αντιηρωική μέχρι κυνισμού και ωμότητας σελίδα ανήκει στην "Ιστορία ενός στρατιώτη" του Χρήστου Καραγιάννη που εκδόθηκε την άνοιξη φέτος από τον "Κέδρο" και είναι ένα από τα καλοκαιρινά μου διαβάσματα.
Ο Χρήστος Καραγιάννης πολέμησε από το 1918 μέχρι το 1922 και άφησε ένα ημερολόγιο που περιέχει τη συνέχεια των γεγονότων αυτής της κρίσιμης τετραετίας που διαμόρφωσε με αξεπέραστες συνέπειες τη χώρα μας στο α' μισό του 20ου αιώνα. Η άλλη κρίσιμη περίοδος ήταν αυτή του εμφυλίου 1945-49 που καθόρισε το άλλο μισό του ίδιου αιώνα.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν αρκετά χρονικά και μαρτυρίες για εκείνη την περίοδο. Εκείνο που κάνει σημαντικό αυτό το ημερολόγιο είναι η αδιάλειπτη συνέχεια των γεγονότων και κυρίως το απόλυτα αντιηρωικό του πνεύμα. Ένας άνθρωπος αγράμματος (όπως ο ίδιος στον πρόλογό του θαρραλέα παρουσιάζεται), στρατευμένος στην υπηρεσία των εθνικών ιδεωδών που άφρονες πολιτικοί με εγκληματική επιμονή καλλιέργησαν και επέβαλαν ("Μεγάλη Ιδέα", απελευθέρωση της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας, "Ελλάδα των 5 θαλασσών..." και άλλα δημαγωγικά παραμύθια), ενώ στιγμή δεν ταλαντεύεται για τους σκοπούς της στράτευσής του, το ίδιο αταλάντευτα υπηρετεί με την μαρτυρία του την αλήθεια. Χωρίς, ούτε κατ' ελάχιστον, να ωραιοποιήσει ή να κρύψει κάτι απ' αυτά που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια του.
Και παρ' ότι δηλώνει "βενιζελικός", δεν θα αποκρύψει την αμφιβολία του (έστω και από συνάδελφό του " δανεισμένη") για την σκοπιμότητα της αποστολής του 1ου Σώματος Στρατού στην Ουκρανία "...για να πολεμήσουμε, να πετσοκόψουμε και να διαλύσουμε τους Ρώσους επαναστάτες, που τους ονόμαζαν Μπολσεβίκους, γιατί είχαν επαναστατήσει κατά του βασιλιά τους, του Τσάρου, που ήταν ειλικρινής ορθόδοξος χριστιανός και μεταλάβαινε κάθε Κυριακή των αχράντων μυστηρίων. Σε συνδιάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών των συμμάχων μας στον πόλεμο της ανακωχής, η ομόφωνη απόφαση ήταν να στείλουν από ένα σώμα στρατού ο καθένας στη Ρωσία για να εκμηδενίσουν τους επαναστάτες και να μη μολύνουν τα άλλα κράτη, δηλαδή να μην εξαπλωθεί και μεταδοθεί ο κομμουνισμός και γίνει παγκόσμιος. Και το βράδυ έσκυψε στο αυτί μου ο συχωριανός μου Λουκάς Ντούσιας και, μέσα από τα γένια του, σχολιάσε: "Επειδή θα πολεμήσουμε εμείς, δεν θα γίνει ο κομμουνισμός παγκόσμιος; Τέτοια λένε οι χαλβάδες..."(σελ. 63). Και θα πάει να πολεμήσει στην Ουκρανία, παρότι άρρωστος, τους Μπολσεβίκους για 1000 δραχμές, κρατώντας 100 "για την ανάγκη", ενώ οι άλλες 900 θα ζητήσει να δοθούν στην σύζυγό του, που όλα αυτά τα χρόνια θα τον περιμένει στο χωριό Στεβενίκο (Αγ. Τριάδα της Λιβαδειάς)! Στην Ουκρανία το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα θα γνωρίσει την ντροπή της ήττας και της παρ' ολίγον εξέγερσης εναντίον των ανωτέρων αξιωματικών, που θα αποτρέψει με ανακούφιση και με χαρά, μέχρις ενθουσιασμού, η είδηση ότι η Σμύρνη έχει πέσει στα χέρια των Ελλήνων.
Ο Καραγιάννης, αφού βρεθεί στη δίνη του προεκλογικού αγώνα των εκλογών του 1920 στην Πελοπόννησο και απολυθεί από το στρατό, δεν θα προλάβει να χαρεί την οικογενειακή ζωή "...Δεν είχα προλάβει να γνωριστώ με τους συγχωριανούς μου, ούτε είχε προλάβει ο τριετής υιός μου να με συνηθίσει και να μην κλαίει όταν με έβλεπε, ας τον κανάκιζα. Ούτε τα πρόβατα με είχαν συνηθίσει, που τα έβγαζα να βοσκήσουν: λάκιζαν. Πολλοί μου εύχονταν "καλός πολίτης", αλλά η πατρίδα βρέθηκε ξανά στην ανάγκη και μας κάλεσε στα όπλα. Παράτησα λοιπόν στη φτώχεια και στη δυστυχία τη γυναίκα μου και το παιδί μου, εγκατέλειψα, πάνω από όλα, άρρωστη τη μητέρα μου, που μόλις άκουσε την αναχώρησή μου, ταράχτηκε πολύ και της ανέβηκε ο πυρετός. Δεν είχα κάνει κομπόδεμα και άφησα τούρκικα λεφτά στην οικογένειά μου, αυτά που τα έλεγαν μπαγκανότες και τα έπαιρναν οι σαράφηδες...(σελ.173) και θα ακολουθήσει τον ελληνικό στρατό στη νέα του αποστολή, στην απεγνωσμένη προσπάθεια να καταλάβει την Άγκυρα που ήταν το κέντρο της κεμαλικής αντίστασης. Εδώ και μέχρι το τέλος της αφήγησης κυριαρχεί ένας ρεαλισμός στα όρια της ωμότητας και του κυνισμού. Κανένα στοιχείο ηρωισμού δεν "στολίζει" τη μαρτυρία του Καραγιάννη, "...Νικήσαμε όμως και στα χέρια μας έμειναν εβδομήντα αιχμάλωτοι, τρεις ήταν για σκότωμα, με τα χαντζάρια στα χέρια τους, να φοβηθούν οι άλλοι. Ρώτησα εκείνους τους τρεις μήπως ήταν τηλεφωνητές, ο ένας τους, ο νεότερος, κούνησε το κεφάλι του. "Να τον γαμήσετε", φώναξα στους συναδέλφους και απομακρύνθηκα. Μέτρησα τρεις πυροβολισμούς...(σελ.185), αντίθετα θα παραδεχτεί επανειλημμένα λεηλασίες, θα ομολογήσει θαρραλέα την επιθυμία του να βολευτεί σε άοπλη υπηρεσία, ...Με τα πολλά ορίστηκα αποθηκάριος, να παραλαβαίνω τα ψωμιά... Μέρα νύχτα στο πόστο να παραλαβαίνω, να μετρώ, να αποθηκεύω, να παραδίνω, να ξαναρχίζω. Κοιμόμουν όρθιος, ήμουν ευχαριστημένος. Ούτε πορείες, ούτε στερήσεις, ούτε μάχες και φορτίο, ούτε κρύο και ζέστη, ούτε πείνα και δίψα, ούτε κίνδυνος κανένας...(σελ. 191), θα φοβηθεί όταν θα ξεκοπεί από το υπόλοιπο στράτευμα μέσα σε εφιαλτικά πεδία μάχης, ...Πήγα από περιέργεια να δώ από πού έπαιρναν την τροφή τους (εννοεί τα κοράκια). Είδα ένα κορμί διαλυμένο: το ένα πόδι είχε αποσυνδεθεί από τη λεκάνη από το τράβηγμα των κορακιών και είχε απομακρυνθεί από το σώμα. Το κεφάλι ήταν με ένα μάτι και δίχως μύτη. Στο μεσιανό δάχτυλο του αριστερού χεριού φορούσε δαχτυλίδι, όπου το δαχτυλίδι δεν διακρινόταν καλά, επειδή τα δάχτυλα είχαν πρηστεί. Και πιο πέρα ήταν στο χώμα ένας σταυρός, που στο πίσω μέρος έγραφε: "ο νονός σου Διονύσιος". Δεν είχε φυλάξει τον μακαρίτη ο σταυρός... (σελ. 215), θα υπερασπιστεί και θα σώσει από βάρβαρο συμπολεμιστή του άοπλο εχθρό, θα πάρει μέρος σε μακελειό αιγοπροβάτων εχθρικής ιδιοκτησίας, θα αρνηθεί να λιποτακτήσει ενώ γύρω του ο στρατός απογοητευόταν, έπαιρναν και έδιναν οι λιποταξίες. Λέω πως ο άνθρωπος έχει ένα ανεξάντλητο ντεπόζιτο για να αντιμετωπίζει τα πράγματα, υπάρχουν όμως εξαιρέσεις και το ντεπόζιτο τρυπάει, αδειάζει και πάει στο διάολο, ο Θεός να με συχωράει. (σελ.231-2).
Ο εφιάλτης με τις βαρβαρότητες να εναλλάσσονται κι από τα δύο εχθρικά μέρη (είναι εκπληκτικό με πόση παρρησία ομολογούνται οι ελληνικές) θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος. Ακόμα κι όταν μετά τη σωτηρία από την καταστροφή της Σμύρνης θα βρεθεί ασφαλής στη Μυτιλήνη, η αναξιοπρέπεια της κλεψιάς και της ζητιανιάς θα είναι ο εφιάλτης της "υποδοχής" που επιφύλασσε η πατρίδα στα στρατευμένα της παιδιά που τέσσερα χρόνια πολεμούσαν μακριά της. ...Μείναμε μέρες και κλέβαμε να φάμε, ο κόσμος δεν άνοιγε τις πόρτες του, έξω από κάτι γερόντια, κάτι γριές και άλλους που προτιμούσαν να μας δίνουν φαγώσιμα αντί να σπαράζουμε το βιός τους...(σελ. 288) και πιο κάτω ...Δεν ξέραμε ούτε όταν ζητιάνεψα, μέρες ολόκληρες, το εισιτήριό μου. 101 δραχμές, προκειμένου να επιβιβαστώ σε άλλο καράβι για τον Πειραιά. Είχα δώσει ό,τι βρισκόταν πάνω μου, όλα τα ενθυμήματα και λάφυρα του πολέμου, είχα δουλέψει και κάμποσα μεροκάματα σε έναν τσέλιγκα, επειδή ήξερα από πρόβατα. Ανέβηκα λοιπόν τη σκάλα του πλοίου, έπιασα μια γωνία, αισθανόμουν γενική κατάπτωση του οργανισμού μου. Δεν σήκωνα κεφάλι μήπως βρισκόταν χριστιανός και με ρωτούσε τι ήμουν. Τι ήμουν;...(σελ. 289)
Έτσι η "Ιστορία ενός στρατιώτη" του Χρήστου Καραγιάννη έρχεται να προστεθεί στα αριστουργήματα της ελληνικής αντιπολεμικής λογοτεχνίας, στη "Ζωή εν τάφω" του Στρ. Μυριβήλη, στην "Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα, (που φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από το θάνατό του) και στο "Νούμερο 31328" του Ηλία Βενέζη που κι αυτός πέθανε ακριβώς 40 χρόνια πριν από σήμερα. Τα μέρη της Μικράς Ασίας όπου στέναξε ο Καραγιάννης είναι τα ίδια όπου στέναξαν και τα πρόσωπα των Βενέζη και Δούκα. Ιδιαίτερα η γεωγραφική σύμπτωση της δράσης με τον "Αιχμάλωτο" του Δούκα είναι συγκλονιστική. Θα μπορούσαν έως και να είχαν συναντηθεί.
"Τώρα που παρήλθαι ο χρόνος ευρίσκομαι άρωστος και με άνευ υλικής αξίας, ευρίσκομαι ως ναυαγός με μόνην την ανίκανην ζωήν μου στερούμενη των πάντων. Αίτιοι της καταστάσεως είναι οι πονηροί σύμαχί μας οι Άγγλοι. Συνάμα και οι εβρέοι αυτοί διοικούνε την ανθρωπότητα. Αυτοί μολύνουνε την ατμόσφαιρα από την αναπνοή των" (σελ. 15-16 / πρόλογος του επιμελητή και σχολιαστή της έκδοσης Φίλιππου Δρακονταειδή,) Είναι η τελευταία σελίδα του βιβλίου του Καραγιάννη με την ορθογραφία και τη στίξη να γίνονται σεβαστές από τους πιθανούς εκ των υστέρων διορθωτές του ημερολογίου του. Δεν αμφισβητείται η αλήθεια των γεγονότων που περιγράφει, σίγουρα όμως μπορούν να εγερθούν ενστάσεις για τη γνησιότητα του ύφους. Ο Φίλιππος Δρακονταειδής δεν αναγνωρίζει σπουδαίες συγγραφικές ικανότητες στον Καραγιάννη (πώς θα μπορούσε να τις περιμένει άλλωστε από έναν απλό οπλίτη), παραδέχεται ότι αφαίρεσε "ωκεανό φλυαρίας", για να προσδώσει αξία και σεβασμό στο "ύφος" του συγγραφέα. Όπως και στην "Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα γεννιέται ένα ερώτημα στον αναγνώστη: Ποιος "μιλάει" σ' αυτές τις μαρτυρίες; Εξιστορούν τα πάθη τους οι ίδιοι οι ήρωες ή οι μαρτυρίες τους είναι επινοήσεις των συγγραφέων (φανερών ή "κρυφών", όπως στην περίπτωση του Καραγιάννη); Και αν συντρέχει η δεύτερη εκδοχή μέχρι ποιο βαθμό αληθείας;
Στην "Ιστορία ενός αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα ο τρόπος και το ύφος της αφήγησης είναι ομολογημένα από τον συγγραφέα κατασκευές. Μέχρι και επινοημένο καθοριστικό γεγονός για την ίντριγκα της "Ιστορίας" έχει εμφυτευθεί από τον συγγραφέα. Ωστόσο η γενική και οι επιμέρους αλήθειες της περιπέτειας του ήρωα δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Κάτι ανάλογο φαίνεται ότι συνέβη και στην "Ιστορία..." του Χρήστου Καραγιάννη. Μόνο που εδώ πρόκειται μάλλον για πολλούς "διορθωτές" που φαίνεται ότι θέλησαν να "συνδράμουν" τον Καραγιάννη στην τελική μορφή της μαρτυρίας του. Τελευταίος ο Φίλιππος Δρακονταειδής επιμελητής-σχολιαστής οριστικοποίησε τη μορφή που κυκλοφόρησε φέτος την άνοιξη. Όπως και νάχει η "Ιστορία ενός στρατιώτη" συμβάλλει τα μέγιστα στην εθνική μας αυτογνωσία, που σήμερα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Αυτή η αντιηρωική μέχρι κυνισμού και ωμότητας σελίδα ανήκει στην "Ιστορία ενός στρατιώτη" του Χρήστου Καραγιάννη που εκδόθηκε την άνοιξη φέτος από τον "Κέδρο" και είναι ένα από τα καλοκαιρινά μου διαβάσματα.
Ο Χρήστος Καραγιάννης πολέμησε από το 1918 μέχρι το 1922 και άφησε ένα ημερολόγιο που περιέχει τη συνέχεια των γεγονότων αυτής της κρίσιμης τετραετίας που διαμόρφωσε με αξεπέραστες συνέπειες τη χώρα μας στο α' μισό του 20ου αιώνα. Η άλλη κρίσιμη περίοδος ήταν αυτή του εμφυλίου 1945-49 που καθόρισε το άλλο μισό του ίδιου αιώνα.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν αρκετά χρονικά και μαρτυρίες για εκείνη την περίοδο. Εκείνο που κάνει σημαντικό αυτό το ημερολόγιο είναι η αδιάλειπτη συνέχεια των γεγονότων και κυρίως το απόλυτα αντιηρωικό του πνεύμα. Ένας άνθρωπος αγράμματος (όπως ο ίδιος στον πρόλογό του θαρραλέα παρουσιάζεται), στρατευμένος στην υπηρεσία των εθνικών ιδεωδών που άφρονες πολιτικοί με εγκληματική επιμονή καλλιέργησαν και επέβαλαν ("Μεγάλη Ιδέα", απελευθέρωση της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας, "Ελλάδα των 5 θαλασσών..." και άλλα δημαγωγικά παραμύθια), ενώ στιγμή δεν ταλαντεύεται για τους σκοπούς της στράτευσής του, το ίδιο αταλάντευτα υπηρετεί με την μαρτυρία του την αλήθεια. Χωρίς, ούτε κατ' ελάχιστον, να ωραιοποιήσει ή να κρύψει κάτι απ' αυτά που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια του.
Και παρ' ότι δηλώνει "βενιζελικός", δεν θα αποκρύψει την αμφιβολία του (έστω και από συνάδελφό του " δανεισμένη") για την σκοπιμότητα της αποστολής του 1ου Σώματος Στρατού στην Ουκρανία "...για να πολεμήσουμε, να πετσοκόψουμε και να διαλύσουμε τους Ρώσους επαναστάτες, που τους ονόμαζαν Μπολσεβίκους, γιατί είχαν επαναστατήσει κατά του βασιλιά τους, του Τσάρου, που ήταν ειλικρινής ορθόδοξος χριστιανός και μεταλάβαινε κάθε Κυριακή των αχράντων μυστηρίων. Σε συνδιάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών των συμμάχων μας στον πόλεμο της ανακωχής, η ομόφωνη απόφαση ήταν να στείλουν από ένα σώμα στρατού ο καθένας στη Ρωσία για να εκμηδενίσουν τους επαναστάτες και να μη μολύνουν τα άλλα κράτη, δηλαδή να μην εξαπλωθεί και μεταδοθεί ο κομμουνισμός και γίνει παγκόσμιος. Και το βράδυ έσκυψε στο αυτί μου ο συχωριανός μου Λουκάς Ντούσιας και, μέσα από τα γένια του, σχολιάσε: "Επειδή θα πολεμήσουμε εμείς, δεν θα γίνει ο κομμουνισμός παγκόσμιος; Τέτοια λένε οι χαλβάδες..."(σελ. 63). Και θα πάει να πολεμήσει στην Ουκρανία, παρότι άρρωστος, τους Μπολσεβίκους για 1000 δραχμές, κρατώντας 100 "για την ανάγκη", ενώ οι άλλες 900 θα ζητήσει να δοθούν στην σύζυγό του, που όλα αυτά τα χρόνια θα τον περιμένει στο χωριό Στεβενίκο (Αγ. Τριάδα της Λιβαδειάς)! Στην Ουκρανία το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα θα γνωρίσει την ντροπή της ήττας και της παρ' ολίγον εξέγερσης εναντίον των ανωτέρων αξιωματικών, που θα αποτρέψει με ανακούφιση και με χαρά, μέχρις ενθουσιασμού, η είδηση ότι η Σμύρνη έχει πέσει στα χέρια των Ελλήνων.
Ο Καραγιάννης, αφού βρεθεί στη δίνη του προεκλογικού αγώνα των εκλογών του 1920 στην Πελοπόννησο και απολυθεί από το στρατό, δεν θα προλάβει να χαρεί την οικογενειακή ζωή "...Δεν είχα προλάβει να γνωριστώ με τους συγχωριανούς μου, ούτε είχε προλάβει ο τριετής υιός μου να με συνηθίσει και να μην κλαίει όταν με έβλεπε, ας τον κανάκιζα. Ούτε τα πρόβατα με είχαν συνηθίσει, που τα έβγαζα να βοσκήσουν: λάκιζαν. Πολλοί μου εύχονταν "καλός πολίτης", αλλά η πατρίδα βρέθηκε ξανά στην ανάγκη και μας κάλεσε στα όπλα. Παράτησα λοιπόν στη φτώχεια και στη δυστυχία τη γυναίκα μου και το παιδί μου, εγκατέλειψα, πάνω από όλα, άρρωστη τη μητέρα μου, που μόλις άκουσε την αναχώρησή μου, ταράχτηκε πολύ και της ανέβηκε ο πυρετός. Δεν είχα κάνει κομπόδεμα και άφησα τούρκικα λεφτά στην οικογένειά μου, αυτά που τα έλεγαν μπαγκανότες και τα έπαιρναν οι σαράφηδες...(σελ.173) και θα ακολουθήσει τον ελληνικό στρατό στη νέα του αποστολή, στην απεγνωσμένη προσπάθεια να καταλάβει την Άγκυρα που ήταν το κέντρο της κεμαλικής αντίστασης. Εδώ και μέχρι το τέλος της αφήγησης κυριαρχεί ένας ρεαλισμός στα όρια της ωμότητας και του κυνισμού. Κανένα στοιχείο ηρωισμού δεν "στολίζει" τη μαρτυρία του Καραγιάννη, "...Νικήσαμε όμως και στα χέρια μας έμειναν εβδομήντα αιχμάλωτοι, τρεις ήταν για σκότωμα, με τα χαντζάρια στα χέρια τους, να φοβηθούν οι άλλοι. Ρώτησα εκείνους τους τρεις μήπως ήταν τηλεφωνητές, ο ένας τους, ο νεότερος, κούνησε το κεφάλι του. "Να τον γαμήσετε", φώναξα στους συναδέλφους και απομακρύνθηκα. Μέτρησα τρεις πυροβολισμούς...(σελ.185), αντίθετα θα παραδεχτεί επανειλημμένα λεηλασίες, θα ομολογήσει θαρραλέα την επιθυμία του να βολευτεί σε άοπλη υπηρεσία, ...Με τα πολλά ορίστηκα αποθηκάριος, να παραλαβαίνω τα ψωμιά... Μέρα νύχτα στο πόστο να παραλαβαίνω, να μετρώ, να αποθηκεύω, να παραδίνω, να ξαναρχίζω. Κοιμόμουν όρθιος, ήμουν ευχαριστημένος. Ούτε πορείες, ούτε στερήσεις, ούτε μάχες και φορτίο, ούτε κρύο και ζέστη, ούτε πείνα και δίψα, ούτε κίνδυνος κανένας...(σελ. 191), θα φοβηθεί όταν θα ξεκοπεί από το υπόλοιπο στράτευμα μέσα σε εφιαλτικά πεδία μάχης, ...Πήγα από περιέργεια να δώ από πού έπαιρναν την τροφή τους (εννοεί τα κοράκια). Είδα ένα κορμί διαλυμένο: το ένα πόδι είχε αποσυνδεθεί από τη λεκάνη από το τράβηγμα των κορακιών και είχε απομακρυνθεί από το σώμα. Το κεφάλι ήταν με ένα μάτι και δίχως μύτη. Στο μεσιανό δάχτυλο του αριστερού χεριού φορούσε δαχτυλίδι, όπου το δαχτυλίδι δεν διακρινόταν καλά, επειδή τα δάχτυλα είχαν πρηστεί. Και πιο πέρα ήταν στο χώμα ένας σταυρός, που στο πίσω μέρος έγραφε: "ο νονός σου Διονύσιος". Δεν είχε φυλάξει τον μακαρίτη ο σταυρός... (σελ. 215), θα υπερασπιστεί και θα σώσει από βάρβαρο συμπολεμιστή του άοπλο εχθρό, θα πάρει μέρος σε μακελειό αιγοπροβάτων εχθρικής ιδιοκτησίας, θα αρνηθεί να λιποτακτήσει ενώ γύρω του ο στρατός απογοητευόταν, έπαιρναν και έδιναν οι λιποταξίες. Λέω πως ο άνθρωπος έχει ένα ανεξάντλητο ντεπόζιτο για να αντιμετωπίζει τα πράγματα, υπάρχουν όμως εξαιρέσεις και το ντεπόζιτο τρυπάει, αδειάζει και πάει στο διάολο, ο Θεός να με συχωράει. (σελ.231-2).
Ο εφιάλτης με τις βαρβαρότητες να εναλλάσσονται κι από τα δύο εχθρικά μέρη (είναι εκπληκτικό με πόση παρρησία ομολογούνται οι ελληνικές) θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος. Ακόμα κι όταν μετά τη σωτηρία από την καταστροφή της Σμύρνης θα βρεθεί ασφαλής στη Μυτιλήνη, η αναξιοπρέπεια της κλεψιάς και της ζητιανιάς θα είναι ο εφιάλτης της "υποδοχής" που επιφύλασσε η πατρίδα στα στρατευμένα της παιδιά που τέσσερα χρόνια πολεμούσαν μακριά της. ...Μείναμε μέρες και κλέβαμε να φάμε, ο κόσμος δεν άνοιγε τις πόρτες του, έξω από κάτι γερόντια, κάτι γριές και άλλους που προτιμούσαν να μας δίνουν φαγώσιμα αντί να σπαράζουμε το βιός τους...(σελ. 288) και πιο κάτω ...Δεν ξέραμε ούτε όταν ζητιάνεψα, μέρες ολόκληρες, το εισιτήριό μου. 101 δραχμές, προκειμένου να επιβιβαστώ σε άλλο καράβι για τον Πειραιά. Είχα δώσει ό,τι βρισκόταν πάνω μου, όλα τα ενθυμήματα και λάφυρα του πολέμου, είχα δουλέψει και κάμποσα μεροκάματα σε έναν τσέλιγκα, επειδή ήξερα από πρόβατα. Ανέβηκα λοιπόν τη σκάλα του πλοίου, έπιασα μια γωνία, αισθανόμουν γενική κατάπτωση του οργανισμού μου. Δεν σήκωνα κεφάλι μήπως βρισκόταν χριστιανός και με ρωτούσε τι ήμουν. Τι ήμουν;...(σελ. 289)
Έτσι η "Ιστορία ενός στρατιώτη" του Χρήστου Καραγιάννη έρχεται να προστεθεί στα αριστουργήματα της ελληνικής αντιπολεμικής λογοτεχνίας, στη "Ζωή εν τάφω" του Στρ. Μυριβήλη, στην "Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα, (που φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από το θάνατό του) και στο "Νούμερο 31328" του Ηλία Βενέζη που κι αυτός πέθανε ακριβώς 40 χρόνια πριν από σήμερα. Τα μέρη της Μικράς Ασίας όπου στέναξε ο Καραγιάννης είναι τα ίδια όπου στέναξαν και τα πρόσωπα των Βενέζη και Δούκα. Ιδιαίτερα η γεωγραφική σύμπτωση της δράσης με τον "Αιχμάλωτο" του Δούκα είναι συγκλονιστική. Θα μπορούσαν έως και να είχαν συναντηθεί.
"Τώρα που παρήλθαι ο χρόνος ευρίσκομαι άρωστος και με άνευ υλικής αξίας, ευρίσκομαι ως ναυαγός με μόνην την ανίκανην ζωήν μου στερούμενη των πάντων. Αίτιοι της καταστάσεως είναι οι πονηροί σύμαχί μας οι Άγγλοι. Συνάμα και οι εβρέοι αυτοί διοικούνε την ανθρωπότητα. Αυτοί μολύνουνε την ατμόσφαιρα από την αναπνοή των" (σελ. 15-16 / πρόλογος του επιμελητή και σχολιαστή της έκδοσης Φίλιππου Δρακονταειδή,) Είναι η τελευταία σελίδα του βιβλίου του Καραγιάννη με την ορθογραφία και τη στίξη να γίνονται σεβαστές από τους πιθανούς εκ των υστέρων διορθωτές του ημερολογίου του. Δεν αμφισβητείται η αλήθεια των γεγονότων που περιγράφει, σίγουρα όμως μπορούν να εγερθούν ενστάσεις για τη γνησιότητα του ύφους. Ο Φίλιππος Δρακονταειδής δεν αναγνωρίζει σπουδαίες συγγραφικές ικανότητες στον Καραγιάννη (πώς θα μπορούσε να τις περιμένει άλλωστε από έναν απλό οπλίτη), παραδέχεται ότι αφαίρεσε "ωκεανό φλυαρίας", για να προσδώσει αξία και σεβασμό στο "ύφος" του συγγραφέα. Όπως και στην "Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα γεννιέται ένα ερώτημα στον αναγνώστη: Ποιος "μιλάει" σ' αυτές τις μαρτυρίες; Εξιστορούν τα πάθη τους οι ίδιοι οι ήρωες ή οι μαρτυρίες τους είναι επινοήσεις των συγγραφέων (φανερών ή "κρυφών", όπως στην περίπτωση του Καραγιάννη); Και αν συντρέχει η δεύτερη εκδοχή μέχρι ποιο βαθμό αληθείας;
Στην "Ιστορία ενός αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα ο τρόπος και το ύφος της αφήγησης είναι ομολογημένα από τον συγγραφέα κατασκευές. Μέχρι και επινοημένο καθοριστικό γεγονός για την ίντριγκα της "Ιστορίας" έχει εμφυτευθεί από τον συγγραφέα. Ωστόσο η γενική και οι επιμέρους αλήθειες της περιπέτειας του ήρωα δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Κάτι ανάλογο φαίνεται ότι συνέβη και στην "Ιστορία..." του Χρήστου Καραγιάννη. Μόνο που εδώ πρόκειται μάλλον για πολλούς "διορθωτές" που φαίνεται ότι θέλησαν να "συνδράμουν" τον Καραγιάννη στην τελική μορφή της μαρτυρίας του. Τελευταίος ο Φίλιππος Δρακονταειδής επιμελητής-σχολιαστής οριστικοποίησε τη μορφή που κυκλοφόρησε φέτος την άνοιξη. Όπως και νάχει η "Ιστορία ενός στρατιώτη" συμβάλλει τα μέγιστα στην εθνική μας αυτογνωσία, που σήμερα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου