...........................................................
Ο πατριωτισμός σαν εμπόρευμα και σαν πληγή |
Του Παντελή Μπουκάλα |
Την τελευταία ατάκα στην περυσινή ταινία «Σκότωσέ τους γλυκά» του
Νεοζηλανδού σκηνοθέτη Αντριου Ντόμινικ τη λέει, σύμφωνα και με το
τυπικό, ο πρωταγωνιστής της: ο Μπραντ Πιτ, ο οποίος υποδύεται έναν
κυνικό εκτελεστή. «Η Αμερική δεν είναι χώρα. Επιχείρηση είναι». Αυτό
λέει. Θα μπορούσε να είναι ένας ξεκρέμαστος εντυπωσιοθηρικός αφορισμός,
γραμμένος στον υπολογιστή κάποιου επίσης κυνικού σεναριογράφου ή του
συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Τζορτζ Β. Χίγκινς, σε βιβλίο του
οποίου βασίστηκε η ταινία, αν δεν λεγόταν σαν έμμεση απάντηση σε όσα
μετέδιδε την ίδια στιγμή η τηλεόραση στο βάθος του μπαρ. Μιλούσε, με όλη
την προεκλογική του ευφορία και τη γλωσσική του ευστροφία, ο Μπαράκ
Ομπάμα, το 2008, όταν υποσχόταν «Change» και πολλά έδειχναν (ή έτσι
θέλαμε να τα βλέπουμε) ότι τα πάντα θα παιχτούν από την αρχή. Στη
διάρκεια της ταινίας, που συνέδεε κάπως άγαρμπα τη μαφία και το έγκλημα
με τους τραπεζίτες και την πολιτική, είδαμε κάποια στιγμή το δελεαστικό
«Change», διαφημιστικά τεράστιο, σε κάποια ανισόπεδη διάβαση. Και το
μυαλό μας πήγε στο 1981 και τη δική μας «Αλλαγή». Οταν επίσης πολλοί
πίστεψαν ότι τα πάντα θα παιχτούν από την αρχή. Και βλέπουμε πού
καταλήξαμε.
Αν κάποιος μη Αμερικανός ισχυριζόταν πως οι ΗΠΑ δεν
είναι χώρα, τόπος, πατρίδα, αλλά σκέτη επιχείρηση («business as usual»,
σύμφωνα και με το ευρύτατης κινηματογραφικής χρήσης απόφθεγμα), σίγουρα
θα του καταλόγιζαν αρρωστημένο αντιαμερικανισμό. Και θα είχαν το δίκιο
τους, αφού μόνο ο ακραίος μανιχαϊσμός βλέπει τα πράγματα μονόχρωμα και
μονοδιάστατα. Μολαταύτα η ατάκα του ηθοποιού δεν είναι κάποιο
προσβλητικό επινόημα, προορισμένο να ευχαριστήσει τους διαφωτισμένους
της Νέας Υόρκης και να εκνευρίσει το Πάρτι του Τεΐου και του Θείου (το
οποίον Θείον ευλογεί αποκλειστικά την Αμερική, όπως μας έχει
διαβεβαιώσει η φιλοπόλεμη οικογένεια Μπους). Το «Η Αμερική είναι
επιχείρηση, όχι χώρα» ακούγεται ισοπεδωτικό, του δίνει όμως νόημα η
ιστορία της υπερδύναμης, η δράση των πλανηταρχευόντων πολιτικών της,
αλλά και η νοοτροπία μεγάλης μερίδας των κατοίκων της. Αφού «όλα είναι
μπίζνες», γιατί όχι και η πατρίδα, το όνομα ή το φάντασμά της. Αλλωστε,
στον τομέα της πατριδοκαπηλίας δεν έχουν την αποκλειστικότητα οι
Αμερικανοί, ίσως ούτε τα πρωτεία. Το είδος ανθεί παγκοσμίως. Και στην
Ελλάδα. Ανέκαθεν.
Να το ξαναπούμε. Το ότι η λέξη «πατριδοκάπηλοι«
εισήλθε (διά δημοσιογραφικής πένας) στην ελληνική γλώσσα το Μαύρο 1897,
χρονιά του καταστροφικού πολέμου, δεν σημαίνει ότι οι χοντρέμποροι του
πατριωτισμού και τα τσιράκια τους του λιανεμπορικού μεγαλοϊδεατισμού δεν
δρούσαν και πριν. Δεν έγραφε στο κενό ο Εμμανουήλ Ροΐδης όταν
διατεινόταν ότι «το να παρασυρθή το νεοελληνικόν έθνος εις άφρονα
κινήματα ένεκα υπερβολής πατριωτισμού μοί φαίνεται τόσον επίφοβον όσον
και το να πλημμυρίση ο σημερινός Ιλισός» (που τότε βέβαια πλημμύριζε
πολύ συχνότερα απ’ ό,τι τώρα, καίτοι ασφαλτοστρωθείς). Και γνώριζε
άριστα ποιοι πραματευτάδες της «πεφιλημένης» ηγούνται πάντοτε στα
«κινήματα ένεκα υπερβολής πατριωτισμού» και με ποιον ιδιοτελή στόχο, που
του φοράνε πρόχειρα μια στολή παραλλαγής καμωμένη από ράκη χλαμύδας και
φουστανέλας. Γι’ αυτό και βεβαίωνε: «Εκαστος τόπος έχει την πληγήν του,
η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας
και η Ελλάς τον πατριωτισμόν» (αυτό και άλλα «σκαλαθύρματα» του
πικρόχολου σαρκαστή τα βρίσκει κανείς στο βιβλιαράκι «Τα “Ανθελληνικά”»,
σταχυολογημένα από τον Αλέξανδρο Βέλιο, «Ροές», 2005).
Ας
ξαναπάμε όμως στον Νέο Κόσμο, με μια καραβέλα που μας την προσφέρει πάλι
ο Ροΐδης και ένας ακόμη αφορισμός του, σύμφωνα με τον οποίο «η Ελλάς,
διαφέρουσα πάντων των άλλων, δύναται να εξομοιωθή κατά τούτο προς την
Αμερικήν: Τα πάντα εν αυτή είναι χθεσινά». Η εκλογή λοιπόν του Μπαράκ
Ομπάμα υπήρξε γεγονός θεμελιώδους σημασίας, μια τομή, και όχι μόνο για
τη χώρα του. Κι όσο και αν το λευκό χρώμα άρχισε να κατακτά τμήματα της
μορφής του, λόγω των συμβιβασμών του, της ήττας σε πολλά μέτωπα και της
υποχωρητικής προσαρμοστικότητας με την οποία πλέον πολιτεύεται, δεν
είναι βέβαια Μπους, πατήρ ή υιός – ούτε Κλίντον. Αν ήταν, η Συρία θα
είχε ήδη βομβαρδιστεί «προληπτικά», «τιμωρητικά», «ανθρωπιστικά» ή ό,τι
άλλο σκαρφίζονταν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί. Μολαταύτα στη ζυγαριά
του, όποια απόφαση κι αν πάρει τελικά, δεν θα βαρύνει η «πίστη στο
διεθνές δίκαιο και στις αξίες του ανθρωπισμού» (μια κούφια διακήρυξη,
στα όρια της φτηνής ειρωνείας, όταν γίνεται από πολιτικούς των ΗΠΑ, αλλά
και της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Κίνας). Τα στρατηγικά
συμφέροντα της χώρας του θα βαρύνουν. Το είπε άλλωστε με ξεκάθαρο
κυνισμό κάποιος από τους γερουσιαστές των Ρεπουμπλικανών, ο Τεντ Κρουζ,
όταν ζητήθηκε η «πρόθυμη ψήφος» του: Ο πρόεδρος οφείλει να αποφασίζει
και να δρα βάσει των συμφερόντων της χώρας μας, και όχι επικαλούμενος το
διεθνές δίκαιο. Κάπως έτσι.
Κάπως έτσι, αλλά ακριβώς έτσι. Αφού
σημασία δεν έχει το γράμμα αλλά το πνεύμα. Και το πνεύμα, σε όλους τους
«ανθρωπιστικούς πολέμους» που βλέπουμε να πυκνώνουν, και οι οποίοι
επιδεινώνουν τα προβλήματα αντί να τα λύνουν, είναι τα πολιτικά και
οικονομικά συμφέροντα κάθε κράτους. Για την προαγωγή των οποίων
εργάζονται βέβαια και οι μυστικές υπηρεσίες, με τον οικείο τους τρόπο:
κατασκευάζοντας «τεκμήρια», χαλκεύοντας «αποδείξεις», φουσκώνοντας τα
«πειστήρια»· το ξέρουμε και από τον καιρό του Ιράκ και των «όπλων
μαζικής καταστροφής», που ακόμα δεν βρέθηκαν. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν
μάλιστα, που ξέρει από τέτοιες δουλειές, ισχυρίζεται δημοσίως πως είναι
πειραγμένο ή φτιαγμένο το φιλμ με τα θνήσκοντα παιδιά της Συρίας των
υπερεκατό χιλιάδων νεκρών, των 2.000.000 προσφύγων, της κληρονομικής
ασαντικής δυναστείας που αδιαφορεί για το αίμα που χύνεται εξαιτίας της,
και του μετώπου των αντικαθεστωτικών, στους κόλπους των οποίων πήραν
σταδιακά το πάνω χέρι φανατικοί μουσουλμάνοι, κυρίως αλλοδαποί (εξ ου
και οι «πραγματιστικές» αναλύσεις, που επιμένουν ότι το αμερικανικό
συμφέρον το εξυπηρετεί ένας πόλεμος δίχως τέλος, όχι η ένοπλη επέμβαση).
Πριν
καν δράσει και κριθεί, το 2009, ο Μπαράκ Ομπάμα τιμήθηκε με το Νομπέλ
Ειρήνης. Αν καταλήξει σε πόλεμο γοήτρου και επικύρωσης της πλανηταρχικής
ισχύος του, ας δώσει τη σχετική περγαμηνή σε κάποιον πιλότο. Κι ας τον
παρακαλέσει να την πετάξει πάνω από τη Συρία. Μαζί με τις βόμβες.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου