..........................................................
Η ιστορία του Ισμαήλ και της Ιμχάν
της Χριστίνας Πουλίδου
Ο
Ισμαήλ είναι 43 χρονών και ζει κοντά στο Έσεν απ΄ τα 19 του χρόνια,
όταν μετανάστευσε στη Γερμανία από το χωριό του στην ανατολική Τουρκία.
Στις γερμανικές αρχές ζήτησε άσυλο, υποστηρίζοντας ότι στην πατρίδα του
διώκεται επειδή εσφαλμένα κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος του PKK. Η
Γερμανία ανταποκρίθηκε στο αίτημά του 7 χρόνια αργότερα – ήταν ήδη
παντρεμένος και είχε τέσσερα παιδιά.
Επειδή ως την ώρα που κρίθηκε θετικά το αίτημά του δεν είχε άδεια εργασίας, αυτός κι η οικογένειά του ζούσαν με τα κοινωνικά επιδόματα – γεγονός που (όπως λέει ο περίγυρός του) έθιξε την περηφάνια του Ισμαήλ. Όταν, με το καλό, του χορηγήθηκε το πολιτικό άσυλο, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι που έκανε διανομές πίτσας. Η δουλειά πήγε καλά και ο Ισμαήλ ξανοίχτηκε. Νοίκιασε μια μεγάλη αίθουσα, πήρε πολλά δάνεια κι έφτιαξε ένα εστιατόριο-πιτσαρία. Τούτη η δουλειά όμως δεν πήγε καλά – όχι μόνο δεν μεγάλωσε η πελατεία του, αλλά δεν κρατήθηκε και η παλαιά, καθώς άλλα μαγαζιά προσέφεραν πολύ ανταγωνιστικές τιμές. Η επιχείρηση πτώχευσε.
Έκτοτε πήρε ο κατήφορος τον Ισμαήλ. Όποτε τον καλούσε το γραφείο ευρέσεως εργασίας προτείνοντάς του κάποια δουλειά, προφασιζόταν κάθε είδους πάθηση – ισχιαλγία, πόνους στον ώμο, στα γόνατα, σάκχαρο και κατάθλιψη. Λόγω της επαναλαμβανόμενης άρνησής του να δουλέψει, οι κοινωνικές υπηρεσίες μείωσαν (στην αρχή κατά 30% και μετά κατά 60%) τα κοινωνικά επιδόματά του και ύστερα του τα έκοψαν εντελώς. Τώρα πια έχει έξι παιδιά, ζουν μαζί του τα τέσσερα.
Στις διαμαρτυρίες του, οι κοινωνικοί λειτουργοί του υπέδειξαν τη γυναίκα του. Η οποία, ύστερα από 22 χρόνια ζωής στη Γερμανία, με δυσκολία μπορεί να αγοράσει ψωμί μιλώντας στα γερμανικά. Με μεταφραστές τα παιδιά της έπιασε απογευματινή δουλειά σαν καθαρίστρια σε ένα μεσιτικό γραφείο, όμως – όπως εξήγησαν στην οικογένεια οι κοινωνικοί λειτουργοί – αν η γυναίκα μιλούσε γερμανικά, θα μπορούσε να βρει μια καλύτερη δουλειά, με μεγαλύτερες αποδοχές. Δεδομένου μάλιστα ότι υπάρχουν προγράμματα εκμάθησης δωρεάν – που απευθύνονται κυρίως στους Τούρκους και αποσκοπούν στην ενσωμάτωση των μεταναστών στη γερμανική κοινωνία – η Ιμχάν θα μπορούσε να βγει από την κοινωνική της απομόνωση και να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά εργασίας.
Ο Ισμαήλ έγινε «Τούρκος»… «Αδύνατον!», απάντησε, «αυτό αποκλείεται». Στην έντονη αντιδικία του με τις κοινωνικές λειτουργούς είπε… είπε… είπε – ότι η γυναίκα του είναι «πολύ μεγάλη για να μάθει», ότι «δεν είχε χρόνο» να πηγαίνει στα μαθήματα, ότι «ποιος θα φροντίσει τα παιδιά;». «Εσείς» του απάντησαν - σε ένα ερώτημα που για τους Γερμανούς δεν ήταν ρητορικό. «Εγώ, ο αρχηγός της οικογένειας, θα πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο; Μήπως θέλετε και να ψωνίζω ή να μαγειρεύω; Και ποιος θα μου κάνει τα πέντε γεύματα που πρέπει να τρώω καθημερινά, λόγω του διαβήτη; Κι αυτά εγώ θα τα κάνω;» αποκρίθηκε και κατέθεσε αγωγή. Η οποία απερρίφθη.
Το δικαστήριο του Βισμπάντεν, λέει το σχετικό δημοσίευμα του «Spiegel», κλήθηκε να κρίνει ένα σοβαρό πρόβλημα για τη Γερμανία: είναι υποχρεωτικό για τους μετανάστες να μαθαίνουν γερμανικά; Κι αν αυτοί αρνούνται, τότε θα πρέπει να στερηθούν των κοινωνικών παροχών της χώρας; Με άλλα λόγια πρέπει υποχρεωτικά να ενσωματωθούν στην κοινωνία που ζουν, ή μπορούν να διαμορφώσουν μια ξένη νησίδα, απρόσβλητοι από τις κοινωνικές υποχρεώσεις; Η Ιμχάν της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν θα πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της προσφέρεται, έχοντας τη βοήθεια του - άνεργου - άντρα της;
Το θέμα είχε αποτελέσει σημείο έντασης στη συνάντηση που είχαν το 2011 ο Ταγίπ Ερντογάν με την Άνγκελα Μέρκελ. Ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε δηλώσει πως μια τέτοια «υποχρέωση» αποτελεί «παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» των τούρκων μεταναστών. Η γερμανική κυβέρνηση είχε αντιδράσει – τα στοιχεία της λένε ότι στην τουρκική κοινότητα που ζει στη χώρα, το 62% συναναστρέφεται αποκλειστικά με συμπατριώτες και μόνο το 15% αντιμετωπίζει τη Γερμανία σαν «το σπίτι τους», ενώ το 70% των γυναικών δεν εργάσθηκε ποτέ. Όλες τους ασχολούνται με το νοικοκυριό και πολλές δεν διαβαίνουν καν το κατώφλι του σπιτιού τους. Ως εκ τούτου είναι απολύτως εξαρτημένες απ΄ τη βοήθεια άλλων στην καθημερινότητά τους. Στην απόφαση του δικαστηρίου του Βισμπάντεν σημειώνεται, ότι το να μιλάς και να γράφεις στα γερμανικά αποτελεί «απόλυτη προϋπόθεση» για μια μόνιμη ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας και το κοινωνικό κράτος.
Όμως ο Ισμαήλ αρνείται να κατανοήσει τις «αρχές» της γερμανικής πολιτείας. Στο δικό του μυαλό über alles είναι οι αρχές που έφερε απ΄ το χωριό του, και τις οποίες φύλαξε - 24 χρόνια τώρα - στη φορμόλη. Αν τις απαρνηθεί ακυρώνει τον αυτοσεβασμό του, που είναι ήδη διάτρητος. Είναι δύσκολη υπόθεση η «σύγκρουση πολιτισμών».
Επειδή ως την ώρα που κρίθηκε θετικά το αίτημά του δεν είχε άδεια εργασίας, αυτός κι η οικογένειά του ζούσαν με τα κοινωνικά επιδόματα – γεγονός που (όπως λέει ο περίγυρός του) έθιξε την περηφάνια του Ισμαήλ. Όταν, με το καλό, του χορηγήθηκε το πολιτικό άσυλο, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Άνοιξε ένα μικρό μαγαζάκι που έκανε διανομές πίτσας. Η δουλειά πήγε καλά και ο Ισμαήλ ξανοίχτηκε. Νοίκιασε μια μεγάλη αίθουσα, πήρε πολλά δάνεια κι έφτιαξε ένα εστιατόριο-πιτσαρία. Τούτη η δουλειά όμως δεν πήγε καλά – όχι μόνο δεν μεγάλωσε η πελατεία του, αλλά δεν κρατήθηκε και η παλαιά, καθώς άλλα μαγαζιά προσέφεραν πολύ ανταγωνιστικές τιμές. Η επιχείρηση πτώχευσε.
Έκτοτε πήρε ο κατήφορος τον Ισμαήλ. Όποτε τον καλούσε το γραφείο ευρέσεως εργασίας προτείνοντάς του κάποια δουλειά, προφασιζόταν κάθε είδους πάθηση – ισχιαλγία, πόνους στον ώμο, στα γόνατα, σάκχαρο και κατάθλιψη. Λόγω της επαναλαμβανόμενης άρνησής του να δουλέψει, οι κοινωνικές υπηρεσίες μείωσαν (στην αρχή κατά 30% και μετά κατά 60%) τα κοινωνικά επιδόματά του και ύστερα του τα έκοψαν εντελώς. Τώρα πια έχει έξι παιδιά, ζουν μαζί του τα τέσσερα.
Στις διαμαρτυρίες του, οι κοινωνικοί λειτουργοί του υπέδειξαν τη γυναίκα του. Η οποία, ύστερα από 22 χρόνια ζωής στη Γερμανία, με δυσκολία μπορεί να αγοράσει ψωμί μιλώντας στα γερμανικά. Με μεταφραστές τα παιδιά της έπιασε απογευματινή δουλειά σαν καθαρίστρια σε ένα μεσιτικό γραφείο, όμως – όπως εξήγησαν στην οικογένεια οι κοινωνικοί λειτουργοί – αν η γυναίκα μιλούσε γερμανικά, θα μπορούσε να βρει μια καλύτερη δουλειά, με μεγαλύτερες αποδοχές. Δεδομένου μάλιστα ότι υπάρχουν προγράμματα εκμάθησης δωρεάν – που απευθύνονται κυρίως στους Τούρκους και αποσκοπούν στην ενσωμάτωση των μεταναστών στη γερμανική κοινωνία – η Ιμχάν θα μπορούσε να βγει από την κοινωνική της απομόνωση και να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά εργασίας.
Ο Ισμαήλ έγινε «Τούρκος»… «Αδύνατον!», απάντησε, «αυτό αποκλείεται». Στην έντονη αντιδικία του με τις κοινωνικές λειτουργούς είπε… είπε… είπε – ότι η γυναίκα του είναι «πολύ μεγάλη για να μάθει», ότι «δεν είχε χρόνο» να πηγαίνει στα μαθήματα, ότι «ποιος θα φροντίσει τα παιδιά;». «Εσείς» του απάντησαν - σε ένα ερώτημα που για τους Γερμανούς δεν ήταν ρητορικό. «Εγώ, ο αρχηγός της οικογένειας, θα πηγαίνω τα παιδιά στο σχολείο; Μήπως θέλετε και να ψωνίζω ή να μαγειρεύω; Και ποιος θα μου κάνει τα πέντε γεύματα που πρέπει να τρώω καθημερινά, λόγω του διαβήτη; Κι αυτά εγώ θα τα κάνω;» αποκρίθηκε και κατέθεσε αγωγή. Η οποία απερρίφθη.
Το δικαστήριο του Βισμπάντεν, λέει το σχετικό δημοσίευμα του «Spiegel», κλήθηκε να κρίνει ένα σοβαρό πρόβλημα για τη Γερμανία: είναι υποχρεωτικό για τους μετανάστες να μαθαίνουν γερμανικά; Κι αν αυτοί αρνούνται, τότε θα πρέπει να στερηθούν των κοινωνικών παροχών της χώρας; Με άλλα λόγια πρέπει υποχρεωτικά να ενσωματωθούν στην κοινωνία που ζουν, ή μπορούν να διαμορφώσουν μια ξένη νησίδα, απρόσβλητοι από τις κοινωνικές υποχρεώσεις; Η Ιμχάν της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν θα πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της προσφέρεται, έχοντας τη βοήθεια του - άνεργου - άντρα της;
Το θέμα είχε αποτελέσει σημείο έντασης στη συνάντηση που είχαν το 2011 ο Ταγίπ Ερντογάν με την Άνγκελα Μέρκελ. Ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε δηλώσει πως μια τέτοια «υποχρέωση» αποτελεί «παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» των τούρκων μεταναστών. Η γερμανική κυβέρνηση είχε αντιδράσει – τα στοιχεία της λένε ότι στην τουρκική κοινότητα που ζει στη χώρα, το 62% συναναστρέφεται αποκλειστικά με συμπατριώτες και μόνο το 15% αντιμετωπίζει τη Γερμανία σαν «το σπίτι τους», ενώ το 70% των γυναικών δεν εργάσθηκε ποτέ. Όλες τους ασχολούνται με το νοικοκυριό και πολλές δεν διαβαίνουν καν το κατώφλι του σπιτιού τους. Ως εκ τούτου είναι απολύτως εξαρτημένες απ΄ τη βοήθεια άλλων στην καθημερινότητά τους. Στην απόφαση του δικαστηρίου του Βισμπάντεν σημειώνεται, ότι το να μιλάς και να γράφεις στα γερμανικά αποτελεί «απόλυτη προϋπόθεση» για μια μόνιμη ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας και το κοινωνικό κράτος.
Όμως ο Ισμαήλ αρνείται να κατανοήσει τις «αρχές» της γερμανικής πολιτείας. Στο δικό του μυαλό über alles είναι οι αρχές που έφερε απ΄ το χωριό του, και τις οποίες φύλαξε - 24 χρόνια τώρα - στη φορμόλη. Αν τις απαρνηθεί ακυρώνει τον αυτοσεβασμό του, που είναι ήδη διάτρητος. Είναι δύσκολη υπόθεση η «σύγκρουση πολιτισμών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου