.........................................................
Η «παπαρούνα» της οδού Σταδίου
Του Νικου Βατοπουλου
Η «παπαρούνα» της οδού Σταδίου
Του Νικου Βατοπουλου
Δεν ξέρω πώς, αλλά αυτές τις μέρες βρέθηκα να ξαναδιαβάζω τη «Ζωή εν
τάφω» του Μυριβήλη, το «βιβλίο του πολέμου». Βυθίζομαι στη σάρκινη
δημοτική του και ακολουθώ τα ποικίλματα των αισθήσεων στα χαρακώματα του
Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οπως και ο Βενέζης, έτσι και ο Μυριβήλης βρέθηκε
στο θέατρο του πολέμου, ο ίδιος δε, καθότι ήταν μεγαλύτερος, έζησε τη
φρίκη μιας δεκαετίας εχθροπραξιών και έφτασε στο μεδούλι της ύπαρξης.
Ενα από τα δημοφιλή στους αναγνώστες σημεία της «Ζωής εν τάφω» είναι το
κεφάλαιο με την παπαρούνα. Ανάμεσα σε σακιά, γεμάτα άμμο, στοιβαγμένα ως
χαράκωμα, σάπια και «σαπρακιασμένα», ο Μυριβήλης, ως αφηγητής,
ανακαλύπτει «μια μικρή ευτυχία»: μια παπαρούνα που είχε φυτρώσει μέσα
στην ασχήμια. Την άγγιξε «όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο». Κι αυτή
«η άλικη παπαρούνα, με ένα μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα
μαβιές βλεφαρίδες στην μέση», έμενε «ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια
φούχτα».
Αυτήν τη σκηνή έφερα στον νου, καθώς βάδιζα τις προάλλες στο «χαράκωμα»
της οδού Σταδίου. Kατηφόριζα τον αγαπημένο, αυτόν, δρόμο, που έφερε τα
ίχνη τόσων και τόσων διαδρομών, από Σύνταγμα προς Ομόνοια και το βλέμμα
σκάναρε σαν κινηματογραφική κάμερα. Οταν πέρασα την Παλιά Βουλή και τους
συντηρητές του έφιππου Κολοκοτρώνη, που δούλευαν με προσήλωση, ένιωσα
ότι είχα πλέον προσεγγίσει τα χαρακώματα του Μυριβήλη με τους σάκους
στοιβαγμένους, σάπιους και «σαπρακιασμένους». Η Σταδίου στο μέσον της,
εκεί που είναι/ήταν το «Αττικόν» και ο «Απόλλων», εκεί που είναι/ήταν το
ξενοδοχείο
«Εσπέρια», εκεί που είναι/ήταν το βιβλιοπωλείο «Κάουφμαν», εμφανίζει
ένα χάσμα. Το ρήγμα χάσκει σαν μια βαθιά κοιλάδα. Από τη μια η
πραγματικότητα, ζοφερή και ζέουσα και από την άλλη, αντικριστά, οι
σκέψεις σου, η πάλη μέσα σου. Η Σταδίου είναι ένα «χαράκωμα» που στο
μέσον της πέφτει πηχτό το σκοτάδι. Δύσκολο να το χωνέψει κανείς. Δύσκολο
να το δεχθεί ως τετελεσμένο.
Η Εδουάρδου Λω, με συνηχήσεις αστικής ζωής, βραχίονας άλλοτε της κραταιάς Αθήνας, είναι σήμερα
ένας δρόμος-σκιά. Τον διασχίζεις με βλέμμα στυλωμένο μπροστά, με
κρατημένη την ανάσα, να μην μυρίζεις, να μην πάρεις μέσα σου αυτήν την
κατρακύλα. Αν κατηφορίσεις αυτόν τον δρόμο από την Πανεπιστημίου, θα
εκβάλλεις στα «καμένα». Στο μέγαρο Δεκόζη-Βούρου, όπου το «Αττικόν», στο
κομψό παλατάκι της «Μαρφίν» (όπως έμελλε με τόσο τραγικό τρόπο να
καταχωρισθεί στη μνήμη της Αθήνας). Θα διασχίσεις πάλι βιαστικά, θα
αναζητήσεις αέρα. Φθάνεις στην Κλαυθμώνος. Το σφραγισμένο όρυγμα με τις
ακίνητες κυλιόμενες σκάλες («έξοδος κινδύνου» του υπογείου γκαράζ),
ζέχνει. Η αποφορά σε χτυπάει και πάλι, αλλά συνεχίζεις. Αν είσαι απλώς
περιπατητής, όπως είχα επιλέξει να είμαι, δεν έχεις πολλές επιλογές.
Ευθεία βγαίνεις στην Ομόνοια. Και θέλεις να το αποφύγεις. Ανηφορίζεις,
λοιπόν, δεξιά την Κοραή. Σαν οδό διαφυγής. Η σκέψη, όμως, μένει στην οδό
Σταδίου. Εχει χαραχτεί στη μνήμη, σαν ένας δρόμος που περιμένει
λύτρωση. Σαν τα χαρακώματα του Μυριβήλη, με τα σακιά τα σάπια
στοιβαγμένα, θα υπάρχει κάπου μία παπαρούνα, που την είχα προσπεράσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου