Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

"Άνδρες ευάλωτοι το Πάσχα" διήγημα του Ανδρέα Μήτσου. ("Εποχή", 4/5/2013)

...........................................................





Ανδρέας Μήτσου

(1950 - )








       Άνδρες ευάλωτοι το Πάσχα 


   Κάποτε ερχόταν μόνος.Μισή ή και μια ώρα νωρίτερα. Μου χαμογελούσε και με κοίταζε όπως κάθε φορά στα μάτια και πάνω στο στόμα. Χωρίς να το κρύβει. Του 'δινα ταραγμένη το κλειδί του 228. Ήταν το δωμάτιο που είχαν διαλέξει όταν πρωτοήρθαν στο ξενοδοχείο. Από τότε ζητούσε επίμονα το ίδιο νούμερο. Δεν δεχόταν κανένα άλλο δωμάτιο.
   Φρόντιζα κι εγώ να το κρατάω διαθέσιμο. Η κοπέλα έμπαινε βιαστική αργότερα, κρατώντας μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα. Έφτανε μάλλον κατευθείαν από τη δουλειά της. Δεν μου 'ριχνε ούτε ματιά. Έτρεχε στο ασανσέρ πίσω από τη ρεσεψιόν. Το 'βλεπα ν' ανεβαίνει αργά στο δεύτερο όροφο. 
   Θά 'τανε είκοσι χρόνια μικρότερή του. Μπορεί και παραπάνω. Συνομήλικη σχεδόν με μένα. Πολύ όμορφη. Με αρχαία θεά έμοιαζε.
   Συνήθως όμως το ζευγάρι, ερχόταν μαζί. Καταχαρούμενοι κι οι δύο. Κι ήταν ακόμα πιο χαρούμενοι όταν έφευγαν.  
   Μια μέρα την είδα στο ξενοδοχείο πρωί με κα΄ποιον άντρα, έναν υπάλληλο, συνάδελφό της, της Επιθεώρησης Εργασίας. Είχαν έρθει για έλεγχο. Κοίταζαν, αυστηροί, κι οι δύο, χαρτιά, ασφαλιστικά βιβλιάρια, τους χώρους. Έλεγχαν τα πάντα.
   Άλλος άνθρωπος ήταν. Σαν να μην είχε μπει ποτέ σ' αυτό το μέρος. Για μια στιγμή πίστεψα πως δεν το θυμόταν. Αφού αμφέβαλα αν επρόκειτο για το ίδιο άτομο. Δεν έχουμε, όμως πολλούς πελάτες, ένα μικρό ξενοδοχείο στην Πεύκη.Έτσι τους γνωρίζω όλους, αυτήν δεν θα γνώριζα, που έβλεπα τρεις φορές καθε εβδομάδα, χωρίς καμιά εξαίρεση, δυο χρόνια τώρα; Και τις Κυριακές και στις μεγάλες γιορτές ακόμα.
   
   Έκαναν ένα μήνα να φανούν. Απόρησα και ανησύχησα. Στον ένα μήνα αυτός ήρθε. Του 'δωσα αμέσως το κλειδί του 228. Πρώτη φορά δεν με κοίταξε και δεν κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. Έδειχνε πολύ λυπημένος. Ήταν αγνώριστος. Στις τρεις ώρες έφυγε. Η γυναίκα δεν φάνηκε.
   Από τότε έρχεται ανελλιπώς, αφήνει τα τριάντα ευρώ ατον πάγκο χωρίς να με κοιτάξει καθόλου - σαν να με ντρέπεται - και ανεβαίνει στο δεύτερο όροφο. Μένει τις τρεις ώρες μέσα στο δωμάτιο μόνος και φεύγει, πάλι μόνος. Όπως ήρθε. Η γυναίκα δεν έρχεται.
   Στενοχωριέμαι πολύ και δυσφορώ. Δεν ξέρω τι να κάνω. Πάει καιρός που συνεχίζεται αυτή η κατάσταση. Πέντε μήνες τώρα. Φτάνει κάθε δεύτερη σχεδόν μέρα, ίδια όπως έκανε παλιά, κλείνεται στο δωμάτιο και στις τρεις ώρες φεύγει.
   Έλεγα να το 'κλεινα το ξενοδοχείο τα μεσημέρια, να ξεκουραστώ, γιατί δουλεύω συνέχεια από το πρωί ως αργά το βράδυ, αλλά τριάντα ευρώ σήμερα δεν τ' αφήνει κανείς. 
   Είχα μεγάλη αγωνία τον πρώτο καιρό να δω αν θα εμφανιζόταν κάποτε αυτή η γυναίκα. Τώρα το πήρα απόφαση. Δεν πρόκειται να 'ρθει. Ποτέ. Ο μόνος που δεν το 'χει καταλάβει είναι εκείνος. Πολύ αργότερα το σκέφτηκα, πως δεν πήγαινε στο δωμάτιο επειδή την περίμενε να 'ρθει.
   Είναι ένας άντρας γύρω στα εξήντα. Όμορφος. Και παράξενος. Σαν καλλιτέχνης μοιάζει. Συγγραφέας. Μπορεί να είναι και μουσικός. Δεν αποκλείεται. Εαν είναι μουσικός, θα παίζει βιολί, αν και καλύτερα του πάει κάτι σε μεγαλύτερο μέγεθος. Η άρπα ή το κοντραμπάσο. Ένα βράδυ όμως, τον ονειρεύτηκα  να παίζει σαξόφωνο. Φουσκώναν και τα δυό του μάγουλα. Κόντευαν να σκάσουν. Μόνο τον ήχο δεν άκουγα. 

Κλείδωσα την είσοδο του ξενοδοχείου και ανέβηκα στο δεύτερο όροφο. Χτύπησα στο 228, δύο φορές, όπως είχα δει να κάνει εκείνη. Μου άνοιξε. Μπήκα μέσα. 
   Ήταν γυμνός. Έτσι φαίνεται πως την περίμενε. Είπα "γεια", γδύθηκα και ξάπλωσα πλάι του. "Γεια", είπα κι όταν έφυγα.
   Έρχεται στο ξενοδοχείο τρεις φορές την εβδομάδα. Εγώ καθώς βγαίνω από το 228, πηγαίνω κατευθείαν κάτω κι ανοίγω την εξώπορτα. Στα πέντε λεπτά κατεβαίνει. Στέκομαι πίσω απο τη σκάλα και τον παρακολουθώ. Είναι πολύ χαρούμενος. Χαίρομαι κι εγώ.
   Δεν τον έχω ρωτήσει τίποτε. Ποιος είναι ή τι δουλειά κάνει. Τίποτε. Ούτε κι εκείνος ρωτάει. Λίγο πριν σηκωθώ να φύγω και ενώ έχω αρχίσει να ντύνομαι, ανάβει ένα τσιγάρο και φυσάει τον καπνό στο ταβάνι. Κάνει πολλά δαχτυλίδια. Αμέτρητα. Μόλις αυτά αραιώσουν και χαθούν όλα, τότε εγώ αποφασίζω να γλυστρήσω έξω.
   

   Τελευταία φορά ήταν παραμονή του Πάσχα. Τον περίμενα στο δωμάτιό του. Το 'χα στολίσει. Είχα ανάψει κεράκια. Είχα και δυο ποτήρια κόκκινο κρασί. Καλά ήταν. Δένανε τα κορμιά μας. Κι η ψυχή μας, όσο δε μιλούσαμε, πολύ καλά στεκόταν στον τόπο της.
   Όμως ήρθε και την επομένη. Ανήμερα του Πάσχα. Και μου ζήτησε να γιορτάσουμε οι δυό μας. Και να μαστε μαζί.
   Του είπα να μην ξανάρθει
   Ας μη γιόρταζε. Και πως εμένα δεν με ενδιαφέρει η μέρα της Ανάστασης.
   Σαν τον κισσό είναι οι άντρες. Σε περιτυλίγουν. Κολλούν επάνω σου. Αναρριχώνται στο κορμί σου. Και σε πνίγουν. Ούτε ν' ανασάνεις δεν μπορεις. Κι αν πεις να του λυπηθείς, τότε είναι που πληρώνεις ακριβά.
   Γι' αυτό πρέπει να 'χεις το σθένος να το κόβεις με το τσεκούρι σου τούτο το αναρριχητικό φυτό. Το παράσιτο. Κι ας αποκόβεσαι έτσι κι εσύ η ίδια. Κι ας μένεις μόνη.
   Το δωμάτιο, το 228, αυτό είναι που με στενοχωρεί. Να του αλλάξω κουρτίνες και έπιπλα, να το βάψω, να γκρεμίσω το μεσότοιχο, ώστε να το ενώσω με το διπλανό του, να μη θυμίζει εκείνο, το παλιό, να μην υπάρχει πια, ή να το κλείσω ολότελα, να το σφραγίσω, να το καταργήσω; Φοβάμαι να πάρω μιαν απόφαση. 
   Γιατί ξέρω τι σημαίνει ν' αγαπάς ένα δωμάτιο.


εφημερίδα  "ΕΠΟΧΗ" 4/5/2013                                                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια: